Κωνσταντίνος Κομνηνός Αριανίτης

Ο Κωνσταντίνος Kομνηνός Αριανίτης, Constantine Cominato Arianiti, ιταλικά: Constantino Cominato Arianiti, [α] Αλβανικά : Kostandin Komneni Arianiti, [4] [5] (1456/1457 – 8 Μαΐου 1530) από την Οικογένεια Αριανίτη ήταν Αλβανός του 15ου και 16ου αι. [4] ευγενής, στρατιωτικός ηγέτης, διπλωμάτης και διεκδικητής, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εξόριστος στην Ιταλία λόγω της κατάκτησης της πατρίδας του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να καθιερωθεί ως ηγέτης μεταξύ των χριστιανών Βαλκανίων προσφύγων στην Ιταλία και διεκδίκησε την κυριαρχία σε διάφορα πρώην χριστιανικά εδάφη στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τους τίτλους πρίγκιπας της Μακεδονίας, δούκας της Αχαΐας και δεσπότης του Μορέως.

Κωνσταντίνος Κομνηνός Αριανίτης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1457 ή 1456[1]
Δυρράχιο
Θάνατος8  Μαΐου 1530[1]
Μοντεφιόρε Κόνκα
Χώρα πολιτογράφησηςΑλβανία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιπλωμάτης
κοντοτιέρος
Οικογένεια
ΣύζυγοςFrancesca of Montferrat[1]
ΤέκναΑριανίτο Αριανίτι
Helena Comnena[1]
ΓονείςΓεώργιος Αριανίτης[2] και Petrina Frankone Arianiti
ΟικογένειαΟικογένεια Αριανίτη

Γιος του Γκιέργκι/Γεωργίου, ενός Αλβανού άρχοντα που είχε πολεμήσει δίπλα στον Αλβανό εθνικό ήρωα Γεώργιο Καστριώτη (Σκεντέρμπεη) εναντίον των Οθωμανών, ο Κωνσταντίνος μετέβη στην Ιταλία για την ασφάλειά του το 1469, μετά το τέλος τού πατέρα του. Στην Ιταλία, ο Κωνσταντίνος έγινε αντιληπτός από τον πάπα Σίξτο Δ΄, ο οποίος του παρείχε σύνταξη και γρήγορα έκανε μία επιτυχημένη σταδιοδρομία για τον εαυτό του. Περί το 1489 έκανε επιγαμία με την οικογένεια των Παλαιολόγων-Μομφερράτου, κλάδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής δυναστείας των Παλαιολόγων, μέσω γάμου με τη Φραντσέσκα, μία (πιθανώς νόθη) κόρη τού Βονιφάτιου Γ΄ μαρκήσιου του Μομφερράτου. Ο γάμος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση τού πλούτου και της θέσης τού Κωνσταντίνου, και επίσης άνοιξε τον δρόμο για τη θητεία του ως επιτρόπου τού Μομφερράτου, για λογαριασμό του νεαρού γιου τού Βονιφάτιου Γ΄, Γουλιέλμου Θ΄, από το 1495 έως το 1499.

Στις αρχές του 16ου αι. ο Κωνσταντίνος υπηρέτησε ως διπλωμάτης στους πάπες και στον Μαξιμιλιανό (Α΄) μελλοντικό αυτοκράτορα της Γερμανίας, με τα δύο μέρη να τον βρίσκουν ως ταλαντούχο πρεσβευτή. Μετά την ανάληψη των τίτλων «πρίγκιπας της Μακεδονίας» και «δούκας της Αχαΐας» στους οποίους δεν είχε καμία πραγματική αξίωση, στη δεκαετία του 1490 ο Κωνσταντίνος συμμετείχε σε διάφορα σχέδια, για να οργανώσει αποστολές κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμμετέχοντας σε τουλάχιστον τρία ξεχωριστά σταυροφορικά σχέδια σε όλη του τη ζωή. Κάποια στιγμή μεταξύ 1502 και 1507, ο Κωνσταντίνος έλαβε τον τίτλο «δέσποτης του Μωρέα», που προηγουμένως χρησιμοποιούσε νόμιμα ο Ανδρέας Παλαιολόγος, άλλος ένας τίτλος που δεν είχε γενεαλογική αξίωση. Παρά την αδύναμη σχέση του με αυτούς τους τίτλους, ο Κωνσταντίνος υπερασπίστηκε ανένδοτα τη χρήση τους και, όπως φάνηκε μέσα από τους ρόλους που αναμενόταν να παίξει στα διάφορα σχέδια που συμμετείχε, ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει τη ζωή του, για να επιβάλει τις αξιώσεις του.

Το 1514 ή 1515, ο Κωνσταντίνος διορίστηκε ως τοπικός κυβερνήτης της πόλης Φάνο στη μαρκιωνία της Ανκόνας από τον πάπα Λέοντα Ι΄. Ο Κωνσταντίνος μπορεί να φιλοδοξούσε να γίνει ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των πολλών Βαλκανίων προσφύγων στη μαρκιωνία της Ανκόνας, αλλά κανένα τέτοιο όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα. Αντίθετα, οι παπικές φορολογικές πολιτικές έκαναν τον Κωνσταντίνο -ως κυβερνητικό εκπρόσωπο- να γίνει αντιπαθής και τα σύγχρονα κείμενα να χλευάζουν την επιμονή του στους υψηλούς τίτλους του. Απομακρύνθηκε από τον Λέοντα Ι΄ το 1516, μετά από εξέγερση από τους ντόπιους, αλλά αποκαταστάθηκε από τον πάπα Κλήμη Ζ΄ το 1524, οπότε ο Κωνσταντίνος κυβέρνησε το Φάνο από ένα ορεινό φρούριο στο Μοντεφιόρε Κόντσα μέχρι το τέλος του το 1530. Ο μονάκριβος γιος του, ο Aριανίτο Αριανίτι, συνέχισε τις αξιώσεις τού πατέρα του χρησιμοποιώντας τον τίτλο «πρίγκιπας της Μακεδονίας», αλλά παραιτήθηκε από τους άλλους τίτλους του Κωνσταντίνου.

Βιογραφία Επεξεργασία

Υπόβαθρο και πρώιμη ζωή Επεξεργασία

Ο Κωνσταντίνος Κομινάτο Αριανίτι γεννήθηκε το 1456 ή το 1457 ως γιος του Γκιέργκι Αριανίτι (ή «Γεώργιος Κομνηνός Αριανίτης»). [4] [6] Η μητέρα του Κωνσταντίνου ήταν η Πιετρίνα Φρανκόνε από την Απουλία, κόρη του Oλιβιέρο Φρανκόνε, ενός Αραγωνέζου αξιωματικού στο Λέτσε. Ο Κωνσταντίνος είχε πολλά αδέλφια: τον Γιώργο, τον Θωμά και αρκετές αδελφές. [7] Μέσω του Γκεωργίου, ο Κωνσταντίνος και τα αδέλφια του ήταν απόγονοι, τόσο αλβανικών, όσο και Βυζαντινών ευγενών οικογενειών. Ο Γκιέργκι/Γεώργιος ήταν Αλβανός στρατιωτικός ηγέτης και άρχοντας, κυβερνώντας τους οικισμούς Κερμινίτσα και Καταφίγκo στην περιοχή της πόλης Ραγκούσα. Η οικογένειά τους είχε καταγωγή από την οικογένεια των Βυζαντινών Αριανιτών και καταγόταν αρχικά από την Κωνσταντινούπολη και μέσω της χρήσης του επιθέτου «Κομνηνός», διακήρυταν επίσης τη σύνδεση με τη δυναστεία των Κομνηνών Αυτοκρατόρων, η οποία είχε κυβερνήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το διάστημα 1081–1185. [4] Μεταγενέστεροι ιστορικοί, όπως ο Τζωρτζ-Φράνσις Χιλλ, θεώρησαν τη χρήση αυτού του ονόματος ως «ψευδή οικειοποίηση» του ονόματος της διάσημης δυναστείας. [3]

Οι Aριανίτι είχαν αποκτήσει ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στην Αλβανία λίγο πριν την κατάκτηση της χώρας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. [4] Τρεις από τις αδελφές του Κωνσταντίνου ήταν παντρεμένες με προσωπικότητες μεγάλης επιρροής: η Aγγελίνα ήταν σύζυγος του Στέφαν Μπρανκόβιτς, δεσπότη της Σερβίας, η Γκογισάβα ήταν σύζυγος του Iβάν Κρνογιέβιτς, κυρίου της Zέτα, και η Ντονίκη/Ανδρονίκη ήταν η σύζυγος του Αλβανού εθνικού ήρωα Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη), ο οποίος ηγήθηκε της αλβανικής αντίστασης κατά των Οθωμανών από το 1443 έως το 1468. Ο πατέρας τους Γεώργιος ήταν σύμμαχος τού Σκεντέρμπεη εναντίον των Οθωμανών. Αν και ο Γεώργιος προσπάθησε επίσης να καθαιρέσει τον Σκεντέρμπεη υπέρ του, νικήθηκε, αμνηστεύθηκε και έλαβε πίσω ως σύμμαχος τη χώρα του για άλλη μία φορά, μετά από μία εξέγερση το 1456. Έπειτα από το τέλος τόσο του Σκεντέρμπεη, όσο και του Γεωργίου το 1468, οι Οθωμανοί κατάφεραν σιγά σιγά να συντρίψουν την αλβανική αντίσταση, και ενσωμάτωσαν με επιτυχία τη χώρα στην αυτοκρατορία τους μέχρι το 1479. Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας διαδικασίας της οθωμανικής κατάκτησης, πολλοί από τους Αλβανούς -που επέλεξαν να παραμείνουν χριστιανοί- κατέφυγαν μέσω της Αδριατικής Θάλασσας στην Ιταλία. Μεταξύ αυτών των προσφύγων ήταν και ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μετέβη στην Ιταλία για την ασφάλειά του το 1469, σε ηλικία 12 ετών. [8]

Πρόωρη καριέρα και αξιώσεις Επεξεργασία

 
Πολιτικός χάρτης της Ιταλίας το 1494. Η μαρκιωνία τού Μομφερράτου είναι το μικρό μπλε τμήμα της γης στα βορειοδυτικά.

Ο Κωνσταντίνος θα έκανε μία επιτυχημένη καριέρα στην Ιταλία. Στα νιάτα του, έγινε αντιληπτός από τον πάπα Σίξτο Δ΄ (βασ. 1471–1484), ο οποίος του παρείχε σύνταξη 32 δουκάτων το μήνα. [8] Από τη δεκαετία του 1490 και μετά, ο Κωνσταντίνος αναζήτησε ηγετική θέση ανάμεσα στους πολλούς χριστιανούς Βαλκάνιους πρόσφυγες στην Ιταλία, ακολουθώντας τα βήματα τού πατέρα του. Αν και ο πατέρας του είχε ισχυριστεί, ότι συνδέεται μόνο με την ίδια την Αλβανία, ο Κωνσταντίνος είχε ευρύτερες φιλοδοξίες και άρχισε να ισχυρίζεται ότι είναι ο νόμιμος κυρίαρχος των περιοχών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Για να εδραιώσει τον ισχυρισμό του, ο Κωνσταντίνος άρχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο «πρίγκιπας της Μακεδονίας» και αργότερα πρόσθεσε επίσης «δούκας της Αχαΐας», προσθέτοντας πιθανώς την Πελοπόννησο στις περιοχές, στις οποίες διεκδικούσε την κυριαρχία. [9]

Αν και η ανάληψη των ελληνικών τίτλων του Κωνσταντίνου μπορεί να φαίνεται, ότι δεν είναι παρά εντυπωσιακές και εφήμερες αξιώσεις, ο Κωνσταντίνος ήταν ανένδοτος στην υπεράσπιση τους και έτοιμος να ρισκάρει τη ζωή του, προσπαθώντας να τους κάνει πραγματικότητα. Το 1494, ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας αγόρασε τον τίτλο «Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης» από τον Ανδρέα Παλαιολόγο, τον ανιψιό του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου (βασ. 1449–1453) και διεκδικητής Αυτοκράτορας και δεσπότης του Μωρέα, ως μέρος των προετοιμασιών για μία σταυροφορία (η οποία τελικά δεν έγινε ποτέ). Το φθινόπωρο του 1494, ο Κάρολος Η΄ και ο πρεσβευτής του, Φιλίπ ντε Κομίν, που ήταν φίλος τού Κωνσταντίνου, συναντήθηκαν με τον Κωνσταντίνο στο Moμφερράτο και συμφώνησαν σε ένα σχέδιο, στο οποίο ο Κωνσταντίνος και ο Μάρτιν Αλμπάρο επίσκοπος του Δυρραχίου επρόκειτο να ξεκινήσουν μία εξέγερση στην Αλβανία, ως αντιπερισπασμό στην εισβολή του Καρόλου Η΄ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. [10] Στα αρχεία αυτών των συναντήσεων είναι η πρώτη φορά, που αναφέρονται οι διεκδικούμενοι τίτλοι τού Κωνσταντίνου. [7] Ο Κωνσταντίνος προφανώς υπερηφανευόταν για τους τίτλους του στον Κομίν, δηλώνοντας ότι τα εδάφη που τού ανήκουν, η Μακεδονία και η Θεσσαλία, «ήταν κάποτε η κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. [10] Ως ανταμοιβή για την υποκίνηση της εξέγερσης στην Αλβανία, ο Κομίν ήλπιζε ότι ο Κάρολος Η΄, μετά τη νίκη εναντίον των Οθωμανών, θα ανταμείψει τον Κωνσταντίνο κάνοντας τον [11] βασιλιά της Μακεδονίας». Ο Αλμπάρο ταξίδευσε στη Βενετία για να κάνει προετοιμασίες, αλλά το σχέδιο χάλασε πριν ακόμη ξεκινήσει, καθώς ο Αλμπάρο αποδείχθηκε ανίκανος να το κρατήσει μυστικό και οι πληροφορίες διέρρευσαν σύντομα στους Οθωμανούς. Ανήσυχη, η Βενετική κυβέρνηση συνέλαβε τον Αλμπάρο τον Ιανουάριο του 1495 και διαβεβαίωσε τους Οθωμανούς, ότι η Βενετία δεν είχε καμία σχέση με τα σχέδια. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν τότε στη Βενετία, αλλά κατάφερε να γλιτώσει τη φυλάκιση, διαφεύγοντας με ένα πλοίο στην Απουλία. [10]

Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στο Μομφερράτο από το 1486, υπηρετώντας την ανιψιά του Μαρία Μπρανκόβιτς, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Βονιφάτιο Γ΄ Παλαιολόγο μαρκήσιο του Μομφεράτου. [7] Στο Mομφερράτο γνώρισε επίσης τη Φραντσέσκα, (πιθανώς νόθη) κόρη τού Βονιφατίου Γ΄, την οποία νυμφεύτηκε περί το 1489. [7] Ο ευνοϊκός γάμος είχε ως αποτέλεσμα να παραχωρηθεί στον Κωνσταντίνο το δικό του κάστρο και να αποκτήσει εδάφη, αυξάνοντας σημαντικά το καθεστώς και τον πλούτο του. [7] [8] Μετά το τέλος τού Βονιφατίου Γ΄ το 1494, η Μαρία έγινε αντιβασιλιάς του μικρού γιου τους Γουλιέλμου Θ΄. [3] [11] Αφού απεβίωσε και η Μαρία το 1495, ο Κωνσταντίνος έγινε αντιβασιλέιάς και κηδεμόνας του ανιψιού του. [3] [8] [11] Η επιτροπεία τού Κωνσταντίνου στο Μομφερράτο διήρκεσε πέντε χρόνια. Το 1499 ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ της Γαλλίας καθαίρεσε τον Κωνσταντίνο κατά τη διάρκεια του Β' Ιταλικού Πολέμου, λόγω "χλιαρότητος στη γαλλική υπόθεση" και τον έβαλε φυλακή στην πόλη Νοβάρα. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος κατάφερε να γλιτώσει τη φυλάκιση, καταφεύγοντας νότια στην Πίζα, όπου διορίστηκε σε στρατιωτική διοίκηση. [3]

Διπλωμάτης τού πάπα και της Γερμανίας Επεξεργασία

 
Ο πάπας Ιούλιος Β΄ ντελα Ρόβερε, υποστηρικτής των σχεδίων του Κωνσταντίνου.
 
Ο Μαξιμιλιανός Α΄ των Αψβούργων, βασιλιάς της Γερμανίας, υποστήριξε τα σχέδια εναντίον των Οθωμανών.

Από το 1501 και μετά, ο Κωνσταντίνος υπηρέτησε τον πάπα ως διπλωμάτης, ταξιδεύοντας μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας. [3] Αν και η γνώμη γι' αυτόν αργότερα φαίνεται να έχει χαλάσει, [7] ο Κωνσταντίνος αρχικά φαίνεται ότι ήταν πολύ ικανός, καθώς υπάρχουν αρχεία, που δείχνουν ότι ο Κωνσταντίνος έλαβε επαίνους τόσο από τους πάπες, όσο και από τον Μαξιμιλιανό Α΄, τον βασιλιά των Ρωμαίων (ο οποίος αργότερα βασίλευσε ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας 1508–1519). Ο σύγχρονος Βενετός ιστορικός Μαρίνο Σανούτο ο Νεότερος κατέγραψε, ότι ο Κωνσταντίνος, εκτός από ψηλός και μαυρομάλλης, ήταν και επιδέξιος ομιλητής. [3] Το 1504 ο Κωνσταντίνος στάλθηκε από τον πάπα Ιούλιο Β΄ (βασ. 1503–1513) ως πρεσβευτής στον Μαξιμιλιανό Α΄. Η διπλωματική ικανότητα του Κωνσταντίνου εντυπωσίασε τον Ιούλιο Β΄ σε τέτοιον βαθμό, που η μηνιαία σύνταξή του αυξήθηκε στα 200 δουκάτα και τέθηκε επικεφαλής τού δικού του αποσπάσματος παπικών στρατιωτών. [12] Οι διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετείχε ο Κωνσταντίνος, οδήγησαν τελικά στον σχηματισμό της αποτυχημένης Ένωσης του Καμπρέ το 1508, μίας συμμαχίας για την αντιμετώπιση των Οθωμανών και της Δημοκρατίας της Βενετίας. [12] Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζόναθαν Χάρις, η ανάμειξη τού Κωνσταντίνου σε αυτές τις υποθέσεις δείχνει την προθυμία του να ανταποκριθεί στις διεκδικήσεις του στην Ελλάδα και να φιλοδοξήσει τον ρόλο τού πατέρα μίας αντι-οθωμανικής ηγεσίας. [13] Οι σύγχρονοι του Κωνσταντίνου φαίνεται, ότι σεβάστηκαν τις αξιώσεις του για εδάφη στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ο ΜαξιμιλιανόςΑ΄ αναφέρθηκε στον Κωνσταντίνο ως «πρίγκιπα της Μακεδονίας» και «δούκα της Αχαΐας», όταν τον έστειλε πίσω ως πρεσβευτή στη Ρώμη το 1504. [9]

Μετά το τέλος τού Ανδρέα Παλαιολόγου τον Ιούνιο του 1502, ο Κωνσταντίνος πρόσθεσε τον τίτλο τού «δεσπότη του Μωρέα» στους τίτλους που διεκδικούσε. Δεν είναι σαφές πότε ακριβώς ο Κωνσταντίνος άρχισε να διεκδικεί αυτόν τον τίτλο, αν και μπορεί να ξεκίνησε μόλις λίγους μήνες μετά το τέλος τού Ανδρέα, δεδομένου ότι μία επιστολή του Aντόνιο Γιουστινιάνι, πρεσβευτή της Βενετίας στον πάπα, αναφέρει έναν «δεσπότη» επικεφαλής μίας μονάδας ιππικού τον Οκτώβριο τού 1502. Είναι βέβαιο, ότι ο τίτλος ήταν σε χρήση από τον Οκτώβριο του 1507, όταν συγκαταλέγεται στους τίτλους, που του έφεραν κατά τη διάρκεια των διπλωματικών του ταξιδιών στη Γερμανία. [12] Αν και ο Κωνσταντίνος είχε γνωρίσει τον Ανδρέα, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός, [14] δεν ήταν γενεαλογικά συγγενείς, γεγονός που καθιστά ασαφές, με ποιους λόγους μπορούσε να ισχυριστεί, ότι ήταν ο διάδοχος τού Ανδρέα ως δεσπότης. Ίσως να αντλούσε τον ισχυρισμό του μέσω της σύνδεσής του με τη δυναστεία των Κομνηνών ή πιθανώς μέσω τού γάμου του με τη Φραντσέσκα Παλαιολογίνα του Μομφερράτου. Η άρχουσα οικογένεια του Μομφερράτου, ο οίκος των Παλαιολόγων-Μομφερράτου, ήταν μακρινοί συγγενείς του Ανδρέα, κατάγοντο από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (βασ. 1282–1328). [10] Τον τίτλο τού «δεσπότη τού Μωρέα» διεκδίκησε και ο Φερνάντο Παλαιολόγος, (πιθανώς νόθος) γιος του Ανδρέα. [12]

Κυβερνήτης του Φάνου Επεξεργασία

 
Το κάστρο του ορεινού χωριού Moντεφιόορε Κόντσα, η κύρια κατοικία του Κωνσταντίνου από το 1524 έως το 1530.

Το 1514 ή το 1515 ο πάπας Λέων Ι΄ (βασ. 1513–1521) έκανε τον Κωνσταντίνο κυβερνήτη της πόλης Φάνο στη μαρκιωνία της Ανκόνας. [13] [7] Η μαρκιωνία της Αγκόνας ήταν μία λωρίδα εδάφους, που έβλεπε στη Δαλματική ακτή κατά μήκος της Αδριατικής θάλασσας, καθιστώντας την ένα φυσικό σημείο εκκίνησης για μία εισβολή στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Είναι πιθανό, ότι ο Λέων Ι΄ σκόπευε να το χρησιμοποιήσει ως τέτοιο και διόρισε τον Κωνσταντίνο ως κυβερνήτη του Φάνο ως μέρος του σχεδιασμού μίας νέας σταυροφορίας. Τον Σεπτέμβριο του 1513 ο Λέων Ι΄ είχε εκδώσει συγχωροχάρτια σταυροφορίας για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια και ο πάπας είχε επικεντρώσει τις προσπάθειες για την προώθηση της ενότητας μεταξύ των μοναρχών της Ευρώπης. Το 1515 ο Λέων είχε αρχίσει να προετοιμάζει έναν στόλο στην Ανκόνα και το 1517, έγιναν σχέδια να αποπλεύσει ένα παπικό σώμα από την Ανκόνα και να συναντηθεί με τους στόλους της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Αγγλίας. Κυκλοφόρησαν φήμες, ότι ο Λέων Ι΄ είχε προσφερθεί επίσης να στέψει τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας (βασ. 1515–1547) ως Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, εάν δεχόταν να ηγηθεί της σταυροφορίας. [13] Ο Φραγκίσκος Α΄ διεκδικούσε ήδη αυτόν τον τίτλο, μέσω κληρονομιάς από τον 2ο εξάδελφό του Κάρολο Η΄, [15] και έχει καταγραφεί, ότι είχε υπογραμμίσει δημόσια την αυτοκρατορική του αξίωση μέχρι το 1532 [16]

Αν και δεν έγινε τελικά σταυροφορία ούτε αυτή τη φορά, ίσως υπήρχε και άλλος πρακτικός λόγος για τον διορισμό του Κωνσταντίνου στο Φάνο. Δεδομένης της εγγύτητας της μαρκιωνίας της Ανκόνα με τις βαλκανικές ακτές, η περιοχή, μαζί με τη νότια περιοχή της Καλαβρίας και την πόλη της Βενετίας, ήταν ένα φυσικό σημείο εγκατάστασης για πρόσφυγες από την Αλβανία και την Ελλάδα. Το λιμάνι στην πόλη της Ανκόνα ήταν ένα ιδιαίτερα δημοφιλές σημείο άφιξης, και παρόλο που πολλοί πρόσφυγες μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν αλλού, πολλοί έμειναν εκεί. Μέχρι το 1520 τα αρχεία δείχνουν, ότι στην Ανκόνα ζούσαν περίπου 200 ελληνικές οικογένειες. Χρησιμοποιώντας τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των πατρίδων τους και διατηρώντας τις παραδόσεις και τα έθιμα, οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους στην Ανκόνα συνέχισαν να καλλιεργούν δεσμούς με το παρελθόν τους. Αν και τελικά ο Κωνσταντίνος δεν θα κατάφερνε να αποκτήσει τον έλεγχο των περιοχών, στις οποίες ισχυριζόταν, ότι ήταν ο νόμιμος ηγεμόνας, μπορεί να φιλοδοξούσε να γίνει δεκτός από τους Βαλκάνιους πρόσφυγες στο Φάνο και την υπόλοιπη μαρκιωνία της Ανκόνα ως ηγετική προσωπικότητα. [12]

Αν ο Κωνσταντίνος είχε τέτοιες βλέψεις, δεν είχαν επιτυχία. [12] Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν δημοφιλής μεταξύ των ανθρώπων του Φάνο, καθώς δεν τον αντιπαθούσαν μόνο οι Ιταλοί, αλλά και οι Αλβανοί και οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον δυσαρεστημένοι για τους βαρείς φόρους -λόγω των πρόσφατων πολέμων στην Ιταλία- από τον πάπα. Αν και γι' αυτό δεν έφταιγε ο Κωνσταντίνος, οι εύηχοι τίτλοι του ήταν επίσης πηγή κοροϊδίας μεταξύ ορισμένων από τον λαό. Στην κωμωδία Η Εταίρα (La Cortigiana) του συγγραφέα, θεατρικού συγγραφέα, σατιρικού και ποιητή της εποχής Πιέτρο Αρετίνο, οι τίτλοι του Κωνσταντίνου κοροϊδεύονται ρητά στο κείμενο. Στην αρχή της έκδοσης του 1525 της La Cortigiana, το σχετικό απόσπασμα αναφέρει: «Εάν το ευγενές αίμα ήταν ό,τι χρειαζόταν, για να φέρει τιμή σε ανθρώπους, που δεν το αξίζουν, τότε ο βασιλιάς της Κύπρου και ο πρίγκιπας της Φιόσα δεν θα ήταν σε τέτοια κακή κατάσταση. Ο σινιόρ Κωνσταντίνο θα έπαιρνε πίσω το πριγκιπάτο της Μακεδονίας: μάλλον πιστεύει, ότι αυτό είναι κάτω από το αξίωμα τού κυβερνήτη του Φάνο» και η μεταγενέστερη, πιο συγκρατημένη έκδοση του 1534 λέει «Αλλά ποιος είναι πιο ευγενής από τον σινιόρ Κωνσταντίνο, που ήταν δεσπότης του Μορέα και πρίγκιπας της Μακεδονίας και τώρα είναι κυβερνήτης του Φάνο;», μία πιο σαρκαστική και υπονοούμενη, παρά φανερή, κοροϊδία. Το 1516 οι κάτοικοι του Φάνο άρχισαν ταραχές, αναγκάζοντας τον Κωνσταντίνο να καταφύγει στο κάστρο. Η υπόθεση οδήγησε τον Λέοντα Ι΄ να καθαιρέσει τον Κωνσταντίνο και να τοποθετήσει τον Λορέντζο των Μεδίκων, δούκα του Ουρμπίνο, ως κυβερνήτη του Φάνο στη θέση του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος επαναδιορίστηκε ως κυβερνήτης του Φάνο από τον πάπα Κλήμη Ζ΄ (βασ. 1523–1534) το 1524. [17] Κατά τη δεύτερη θητεία του ως κυβερνήτης, ο Κωνσταντίνος έζησε στο κοντινό ορεινό χωριό Moντεφιόρε Κόντσα, το οποίο επίσης του παραχώρησε ο Κλήμης, και όχι στο ίδιο το Φάνo, δεδομένου ότι το κάστρο στο Moντεφιόρε Κόντσα ήταν απόρθητο. [7]

Ο Κωνσταντίνος απεβίωσε στο Mοντεφιόρε Κόντσα στις 8 Μαΐου 1530 και ετάφη στο Σάντι Απόστολι ή στο Σαντ' Αγκοστίνo στη Ρώμη. [7] [4] Δύο από τους αξιωθέντες τίτλους τού Κωνσταντίνου, «πρίγκιπας της Μακεδονίας» και «δούκας της Αχαΐας», ήταν χαραγμένοι στον τάφο του. [9] Η ακριβής τοποθεσία τού τάφου του δεν είναι γνωστή. [7] Ο γιος τού Κωνσταντίνου, Aριανίτo συνέχισε τις φιλοδοξίες και τις αξιώσεις τού πατέρα του, αν και ο μόνος από τους τίτλους τού πατέρα του που μαρτυρείται, ότι χρησιμοποίησε, ήταν «πρίγκιπας της Μακεδονίας». [9]

Οικογένεια Επεξεργασία

Με τη σύζυγό του Φραντσέσκα, ο Κωνσταντίνος απέκτησε έναν γιο και έξι κόρες. Τα ονόματα των παιδιών ήταν: [7]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Four different contemporary renditions of Constantine's name are attested: Constantino Arniti, Constantino Arianiti, Constantino Cominato and Constantino Commeno. The variants Arniti and Arianiti are the most common.[3]

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία