Ρωμαϊκή Αίγυπτος

ρωμαϊκή επαρχία που περιελάμβανε τα περισσότερα εδάφη της σύγχρονης Αιγύπτου

Η επαρχία της Αιγύπτου, λατινικά: Aegyptus‎‎, ήταν υποδιαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την εισβολή της Ρώμης στο βασίλειο των Πτολεμαίων μετά τη μάχη της Αλεξάνδρειας το 30 π.Χ., έως την απώλεια της από τη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία στις Ισλαμικές κατακτήσεις το 641 μ.Χ. Η επαρχία περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Αιγύπτου εκτός από το Σινά, και συνόρευε με τις επαρχίες της Κρήτης και της Κυρηναϊκής στα δυτικά, και την Ιουδαία, αργότερα Πετραία Αραβία, στα ανατολικά. Η Αίγυπτος άρχισε να χρησιμεύει ως κύριος παραγωγός σιτηρών για την Αυτοκρατορία, και είχε μία εξαιρετικά ανεπτυγμένη αστική οικονομία. Ο Αίγυπτος ήταν μακράν η πλουσιότερη ανατολική ρωμαϊκή επαρχία [1] [2], και μακράν η πλουσιότερη ρωμαϊκή επαρχία εκτός Ιταλίας. Ο πληθυσμός της Ρωμαϊκής Αιγύπτου είναι άγνωστος, αν και οι εκτιμήσεις ποικίλλουν από 4 - 8 εκατομμύρια. [3] Η Αλεξάνδρεια, η πρωτεύουσά της, ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. [4] [5]

Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα το 44 π.Χ., το βασίλειο των Πτολεμαίων (βασ. 305–30 π.Χ.) -που κυβέρνησε την Αίγυπτο από τότε που οι πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου έδωσαν τέλος στην Αίγυπτο των Αχαιμενιδών (31η Δυναστεία)- πήρε το μέρος του Μάρκου Αντώνιου στον τελευταίο πόλεμο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ενάντια στον τελικό νικητή Οκταβιανό. Αυτός ως Αύγουστος έγινε ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας το 27 π.Χ., έχοντας νικήσει τον Μάρκο Αντώνιο και τη φαραώ Κλεοπάτρα Ζ΄ στη ναυμαχία του Ακτίου. [6] Μετά το τέλος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, η Ρωμαϊκή Δημοκρατία προσάρτησε το Πτολεμαϊκό Βασίλειο της Αιγύπτου. [6] Ο Αύγουστος και πολλοί επόμενοι Αυτοκράτορες κυβέρνησαν την Αίγυπτο ως Ρωμαίοι φαραώ. [6] Οι Πτολεμαϊκοί θεσμοί διαλύθηκαν, και παρόλο που κάποια γραφειοκρατικά στοιχεία διατηρήθηκαν, η κυβερνητική διοίκηση αναμορφώθηκε πλήρως μαζί με την κοινωνική δομή. [6] Το ελληνοαιγυπτιακό νομικό σύστημα της ελληνιστικής περιόδου συνέχισε να χρησιμοποιείται, αλλά εντός των ορίων του ρωμαϊκού δικαίου. [6] Το τετράδραχμο που κόπηκε στην πτολεμαϊκή πρωτεύουσα της Αλεξάνδρειας, συνέχισε να είναι το νόμισμα μίας ολοένα και πιο νομισματικής οικονομίας, αλλά η αξία του έγινε ίση με το ρωμαϊκό δηνάριο. [6] Τα ιερατεία των αρχαίων αιγυπτιακών θεοτήτων και των ελληνιστικών θρησκειών της Αιγύπτου διατήρησαν τους περισσότερους ναούς και τα προνόμιά τους, και με τη σειρά τους οι ιερείς υπηρέτησαν επίσης τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική λατρεία των θεοποιημένων Αυτοκρατόρων και των οικογενειών τους. [6]

Από τον 1ο αι. π.Χ. ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Αιγύπτου διοριζόταν από τον Αυτοκράτορα για πολυετή θητεία, και του δόθηκε ο βαθμός του επάρχου (λατινικά: praefectus‎‎). [6] Τόσο ο κυβερνήτης, όσο και οι κύριοι αξιωματούχοι ήταν από την τάξη των ιππέων (και όχι τη συγκλητική). [6] Τρεις ρωμαϊκές λεγεώνες φρουρούσαν την Αίγυπτο στην πρώιμη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, με τη φρουρά να μειώνεται αργότερα σε δύο, μαζί με βοηθητικούς (auxilia) σχηματισμούς του ρωμαϊκού στρατού. [6] Ο Αύγουστος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις γης, που επέτρεψαν ευρύτερο δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία γης (προηγουμένως σπάνιο, σύμφωνα με το σύστημα κληρουχίας των Πτολεμαίων, των παραχωρήσεων υπό βασιλική ιδιοκτησία) και η τοπική διοίκηση μεταρρυθμίστηκε σε ένα ρωμαϊκό λειτουργικό σύστημα, στο οποίο οι ιδιοκτήτες γης έπρεπε να υπηρετήσουν στην τοπική αυτοδιοίκηση. [6] Το καθεστώς των Αιγυπτιακών πόλεων αυξήθηκε, ιδιαίτερα των μεγάλων πόλεων κάθε νομού (διοικητικής περιφέρειας), γνωστές ως μητροπόλεις). [6] Οι μητροπόλεις διοικούνταν από αξιωματούχους, προερχόμενους από το εν λειτουργία σύστημα. Αυτοί οι αξιωματούχοι, όπως και σε άλλες ρωμαϊκές πόλεις, έκαναν ευεργεσίες και έκτιζαν δημόσια κτίρια. Το 200/201 ο Αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος (βασ. 193–211) επέτρεψε σε κάθε μητρόπολη και στην πόλη της Αλεξάνδρειας μία βουλή (ελληνιστικό δημοτικό συμβούλιο). [6]

Η πανώλη του Αντωνίνου κτύπησε στα τέλη τού 2ου αι., αλλά η Ρωμαϊκή Αίγυπτος ανέκαμψε τον 3ο αι. [6] Έχοντας ξεφύγει από μεγάλο μέρος της Κρίσης του 3ου αι., η Ρωμαϊκή Αίγυπτος περιήλθε υπό τον έλεγχο της αποσχισθείσας αυτοκρατορίας της Παλμύρας, μετά την εισβολή της Ζηνοβίας στην Αίγυπτο το 269. [7] Ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός (βασ. 270–275) πολιόρκησε με επιτυχία την Αλεξάνδρεια και ανέκτησε την Αίγυπτο, όπως και ο Διοκλητιανός (βασ. 284–305) στην εκστρατεία των ετών 297–298 κατά των σφετεριστών Δομιτίου Δομιτιανού και Αχιλλέα. [7]

Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αιγύπτου χωρίζονταν ανά κοινωνική τάξη σε εθνοτικές και πολιτιστικές γραμμές. [6] Ρωμαίοι πολίτες και πολίτες της Αλεξάνδρειας απαλλάσσονταν από τον κατά κεφαλή φόρο, που πλήρωναν οι άλλοι κάτοικοι, οι «Αιγύπτιοι», και είχαν άλλες καθορισμένες νομικές διακρίσεις. [6] Οι Αιγύπτιοι που κατοικούσαν νόμιμα στη μητρόπολη των νομών, πλήρωναν μειωμένο κατά κεφαλή φόρο και είχαν περισσότερα προνόμια από άλλους Αιγύπτιους, και μέσα σε αυτές τις μητροπόλεις υπήρχε η ελληνική κοινωνικοπολιτική ελίτ, η οποία ως αστική, γαιοκτημονική αριστοκρατία κυριάρχησε στην Αίγυπτο τον 2ο, και όλο τον 3ο αι., μέσα από τα μεγάλα ιδιωτικά τους κτήματα. [6] Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν αγρότες, πολλοί δούλευαν ως ενοικιαστές-αγρότες για υψηλά ενοίκια σε είδος, καλλιεργώντας ιερή γη που ανήκε σε ναούς, ή δημόσια γη που ανήκε στο παρελθόν στην αιγυπτιακή μοναρχία. [6] Ο διαχωρισμός μεταξύ της αγροτικής ζωής των χωριών, όπου μιλούνταν η αιγυπτιακή γλώσσα, και της μητρόπολης, όπου οι πολίτες μιλούσαν ελληνικά και σύχναζαν στο ελληνιστικό γυμνάσιο, ήταν ο σημαντικότερος πολιτιστικός διαχωρισμός στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο, και δεν διαλύθηκε από τις Constitutio Antoniniana τού 212, που έκανε όλους τους ελεύθερους Αιγύπτιους, Ρωμαίους πολίτες. [6] Υπήρχε ωστόσο σημαντική κοινωνική κινητικότητα, που συνόδευε τη μαζική αστικοποίηση, και η συμμετοχή στη νομισματική οικονομία και την παιδεία στα ελληνικά από τον αγροτικό πληθυσμό, ήταν ευρέως διαδεδομένη. [6]

Στην Ύστερη Αρχαιότητα, οι διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (βασ. 284–305 ) συνέπεσε με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο. [7] Όταν ο Κωνσταντίνος Α΄ απέκτησε τον έλεγχο της Αιγύπτου από τον παλαιό συναύγουστο Λικίνιο (βασ. 308–324 ), οι Αυτοκράτορες προώθησαν τον Χριστιανισμό. [7] Το τελευταίο στάδιο της αιγυπτιακής γλώσσας, η κοπτική, εμφανίστηκε ως λογοτεχνική γλώσσα μεταξύ των χριστιανών της Ρωμαϊκής Αιγύπτου. [6] Επί Διοκλητιανού τα σύνορα μετακινήθηκαν προς τα κάτω στον Πρώτο Καταρράκτη του Νείλου, στη Συήνη (σημερινό Ασουάν), αποσυρόμενα από την περιοχή του Δωδεκασχοίνου. [7] Αυτά τα νότια σύνορα ήταν σε μεγάλο βαθμό ειρηνικά για πολλούς αιώνες, όπως μαρτυρείται από την επίδοση στρατιωτικών εγγράφων από τα τέλη του 5ου, 6ου και 7ου αι. από φρουρές στις Συήνη, Φίλαι και Eλεφαντίνη. [7] Αυτοί οι στρατιώτες του υστερορωμαϊκού στρατού ήταν πιθανότατα συνοριακοί (limitanei), αλλά τακτικές μονάδες υπηρέτησαν επίσης στην Αίγυπτο, συμπεριλαμβανομένων των Σκυθών τού Ιουστινιανού τού Ιουστινιανού Α΄ (βασ. 527–565 ), που είναι γνωστό ότι στάθμευαν στη Θηβαΐδα. Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίνου Α΄, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής του χρυσού σολίδου, σταθεροποίησαν την οικονομία και εξασφάλισαν τη ρωμαϊκή Αίγυπτο να παραμείνει ένα νομισματικό σύστημα, ακόμη και στην αγροτική οικονομία. [7] Η τάση προς την ιδιωτική ιδιοκτησία γης έγινε πιο έντονη τον 5ο αι. και κορυφώθηκε τον 6ο αι., με μεγάλα κτήματα που δημιουργήθηκαν από πολλά μεμονωμένα χωράφια. [7] Ορισμένα μεγάλα κτήματα ανήκαν σε χριστιανικές εκκλησίες, και οι μικρότεροι γαιοκτήμονες περιλάμβαναν εκείνους που ήταν: οι ίδιοι αγρότες-ενοικιαστές σε μεγαλύτερα κτήματα, και ιδιοκτήτες αγροτών-ενοικιαστών που εργάζονταν στη γη τους. [7]

Η πρώτη πανδημία πανώλης έφτασε στη λεκάνη της Μεσογείου με την εμφάνιση τού λοιμού τού Ιουστινιανού Α΄ στο Πηλούσιον της Ρωμαϊκής Αιγύπτου το 541.

Η Αίγυπτος έπαψε να είναι μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 641, όταν έγινε μέρος του χαλιφάτου Ρασιντούν μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση της Αιγύπτου.

Ρωμαϊκή κυβέρνηση στην Αίγυπτο Επεξεργασία

 
Ρωμαίος αυτοκράτορας του 1ου αι. μ.Χ. που φοράει το νέμες με ουραίο όφι, ως φαραώ (Λούβρο).
 
Οι πρώτες γενιές της αυτοκρατορικής δυναστείας των Σεβήρων απεικονίζονται στον "δίσκο των Σεβήρων" από την Αίγυπτο (Συλλογή αρχαιοτήτων Βερολίνου).
 
Άγαλμα ρήτορα, φορώντας ιμάτιο, από την Ηρακλεόπολη τη Μεγάλη, στη Μέση Αίγυπτο (Αιγυπτιακό Μουσείο, Κάιρο).
 
Χάλκινο άγαλμα αθλητή νέου, από το Άθλιβις στην Κάτω Αίγυπτο (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
 
Ένας Ρωμαίος Αυτοκράτορας του 2ου αι. μ.Χ. φορώντας νέμες, ως φαραώ (Μουσείο στο Καρνούντιον, Bad Deutsch-Altenburg).
 
Με εγκαυστική και τέμπερα ζωγραφισμένο πορτρέτο από μούμια Ρωμαίου αξιωματικού π. 160 – c. 170, με πράσινο σάγον, χρυσή περόνη, λευκό χιτώνα και κόκκινη δερμάτινη ζώνη ξίφους (<i>balteus)</i> (Βρετανικό Μουσείο).

Στρατός Επεξεργασία

 
Με εγκαυστική ζωγραφική πορτρέτο μούμιας Ρωμαίου αξιωματικού π. 130, με μπλε σάγιον, αργυρή περόνη, λευκό χιτώνα και κόκκινο balteus, με σχετικά κτερίσματα τάφου (Aρχαιολογική Συλλογή Βερολίνου).
 
Με εγκαυστική πορτρέτο μούμιας Ρωμαίου αξιωματικού π. 100 – c. 150, με γαλάζιο σάγιο, περόνη, λευκό χιτώνα με μωβ εσωτερικό χιτώνα (angusticlavus) και κόκκινο balteus (Aρχαιολογική Συλλογή Βεορολίνου).

Κοινωνία Επεξεργασία

 
Μούμια του 1ου αι. μ.Χ. που ανασκάφηκε από τον Γουίλιαμ Φλάιντερς Πίτρι
 
Προτομή Ρωμαίου eυγενούς, π. 30 BC–50 AD, Μουσείο του Μπρούκλιν.

Οικονομία Επεξεργασία

 
Το ρωμαϊκό εμπόριο με την Ινδία ξεκίνησε από τον Αίγυπτο σύμφωνα με τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας (1ος αι.).
 
Ο τού Kουσάν ηγεμών Χουβίσκα με καθήμενο Ελληνο-Αιγυπτιακό θεό Σέραπι (ϹΑΡΑΠΟ, "Sarapo"), που φέρει μόδιο.[8]

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

 
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τραϊανός κάνει προσφορές στους Αιγύπτιους Θεούς, στο ρωμαϊκό Mαμμσι στο συγκρότημα ναών στα Δένδερα, Αίγυπτος. [9]
 
Βόρεια αψίδα της Κόκκινης Μονής Σοχάγκ.

Θρησκεία Επεξεργασία

Αυτοκρατορική λατρεία Επεξεργασία

 
Πιθανή προσωποποίηση της επαρχίας της Αιγύπτου από τον ναό του Αδριανού στη Ρώμη (Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο).
 
Ο Νείλος, ο ποτάμιος θεός του Νείλου της Αιγύπτου, με κέρας αφθονίας, δεμάτι σιταριών, σφίγγα και κροκόδειλο (Braccio Nuovo). Γλυπτό από τον Ναό της Ίσιδας και του Σεράπιδος της Ρώμης.

Λατρεία του Σέραπι και της Ίσιδας Επεξεργασία

 
Άγαλμα του συγκριτικού θεού Σεράπιδος ένθρονου με τον Κέρβερο, από τους Ποτιόλους (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη).

Ναοί Επεξεργασία

 
Ανάγλυφο του 4ου αι. του θεού Ώρου ως Ρωμαίου ιππέα, που σκοτώνει τον κροκόδειλο, Σετέχ (Λούβρο).
 
Ανάγλυφο του 2ου αι. του Άνουβι ως Ρωμαίου πεζικάριου στις Κατακόμβες του Koμ Ελ Σοκάφα.
 
Αγαλματίδια από κράμα χαλκού των αιγυπτιακών θεών Άνουβι (αριστερά) και Ώρου (κέντρο) ως Ρωμαίων αξιωματικών με στάσεις contrapposto (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
 
Χριστιανικό ανάγλυφο του 5ου αι. (Κρατική Συλλογή Αιγυπτιακής Τέχνης).

Χριστιανισμός Επεξεργασία

 
Ένα πιθανό απόσπασμα παπύρου του 2ου αι. του Ευαγγελίου του Πέτρου, από τους Πάπυρους της Οξύρρυγχου (P. Oxy. LX 4009, Sackler Library).
 
Κοπτικός σταυρός και Χ-Ρ σκαλισμένα σε παλαιότερα ανάγλυφα στο ναό της Ίσιδας στη νήσο Φίλαι.
 
Μαλλί και λινό αιγυπτιακό ύφασμα με χριστιανικό θέμα ρωμαϊκής εποχής (Λούβρο).

Ιστορία Επεξεργασία

Πρώιμη Ρωμαϊκή Αίγυπτος (30 π.Χ.–4ος αιώνας) Επεξεργασία

 
Τρίγλωσση στήλη του Γ. Κορνήλιου Γάλλου από τις Φίλαι (Αιγυπτιακό Μουσείο).
 
Άγαλμα από γρανίτη του Καρακάλλα που φοράει νέμες και ουραία κόμπρα (Εθνικό Μουσείο Αλεξάνδρειας).
 
«Η Στήλη του Πομπήιου», ένα μνημείο που ανήγειρε ο Διοκλητιανός (βασ. 284–305) στο Σεραπείον της Αλεξάνδρειας, που αναπαρίσταται σε ένα μωσαϊκό από το Σέπφωρις στη Ρωμαϊκή Παλαιστίνη.

Αργότερη Ρωμαϊκή Αίγυπτος (4ος–7ος αι.) Επεξεργασία

 
Μετάλλιο του 4ου αι. με το πορτρέτο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Διός-Άμμωνος με περίγραμμα σφηρήλατο (repoussé). Μουσείο Τέχνης Γουόλτερς.
 
Folio 6 verso από τον πάπυρο Golenischev του Αλεξανδρινού Παγκόσμιου Χρονικού, που δείχνει τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας να στέκεται θριαμβευτικά στην κορυφή του Σεραπείου με την προτομή του Σεράπιδος.
 
Η Καρμανιόλα, μία αιγυπτιακή κεφαλή από πορφυρίτη στη βασιλική του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, που πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει τον Ιουστινιανό Α' [10].
 
Χάρτης της Εγγύς Ανατολής το 565, που δείχνει τη βυζαντινή Αίγυπτο και τους γείτονές της.
 
Κρατήρας της εποχής του Αυγούστου από αιγυπτιακό αλάβαστρο, που βρέθηκε σε μία ρωμαϊκή νεκρόπολη στο San Prisco το 1897 (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη).

Επισκοπικές έδρες Επεξεργασία

Σασσανική περσική εισβολή (619 μ.Χ.) Επεξεργασία

 
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 629, όταν ο Ηράκλειος είχε ανακαταλάβει τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο από την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.

Αραβική Ισλαμική κατάκτηση (639–646 μ.Χ.) Επεξεργασία

 
Ο μεσογειακός κόσμος το 650, όταν οι Άραβες είχαν κατακτήσει την Αίγυπτο και τη Συρία από τους Βυζαντινούς.

Εκθεσιακός χώρος Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. Publishing, Britannica Educational (1 Απριλίου 2010). Ancient Egypt: From Prehistory to the Islamic Conquest (στα Αγγλικά). Britannica Educational Publishing. ISBN 9781615302109. 
  2. Wickham, Chris (29 Ιανουαρίου 2009). The Inheritance of Rome: A History of Europe from 400 to 1000 (στα Αγγλικά). Penguin UK. ISBN 9780141908533. 
  3. Janzen, Mark (2017). «Ancient Egypt Population Estimates: Slaves and Citizens». TheTorah.com. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2019. 
  4. Popkin, M. (2022), Souvenirs and the Experience of Empire in Ancient Rome, Cambridge University Press, p61
  5. Reinhold, M. (2002), Studies in Classical History and Society, Oxford University Press, p36
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 6,20 Rathbone, Dominic (2012), Hornblower, Simon; Spawforth, Antony; Eidinow, Esther, επιμ., «Egypt: Roman», The Oxford Classical Dictionary (Oxford University Press), doi:10.1093/acref/9780199545568.001.0001, ISBN 978-0-19-954556-8, https://www.oxfordreference.com/view/10.1093/acref/9780199545568.001.0001/acref-9780199545568-e-2355, ανακτήθηκε στις 2020-12-30 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 Keenan, James (2018), Nicholson, Oliver, επιμ., «Egypt», The Oxford Dictionary of Late Antiquity (Oxford University Press), doi:10.1093/acref/9780198662778.001.0001, ISBN 978-0-19-866277-8, https://www.oxfordreference.com/view/10.1093/acref/9780198662778.001.0001/acref-9780198662778-e-1628, ανακτήθηκε στις 2020-12-30 
  8. Dani, Ahmad Hasan· Harmatta, János (1999). History of Civilizations of Central Asia (στα Αγγλικά). Motilal Banarsidass Publ. σελ. 326. ISBN 978-81-208-1408-0. 
  9. "Trajan was, in fact, quite active in Egypt. Separate scenes of Domitian and Trajan making offerings to the gods appear on reliefs on the propylon of the Temple of Hathor at Dendera. There are cartouches of Domitian and Trajan on the column shafts of the Temple of Knum at Esna, and on the exterior a frieze text mentions Domitian, Trajan, and Hadrian" Stadter, Philip A.· Stockt, L. Van der (2002). Sage and Emperor: Plutarch, Greek Intellectuals, and Roman Power in the Time of Trajan (98-117 A.D.) (στα Αγγλικά). Leuven University Press. σελ. 75. ISBN 978-90-5867-239-1. 
  10. Yuri Marano (2012). «Discussion: Porphyry head of emperor ('Justinian'). From Constantinople (now in Venice). Early sixth century». Last Statues of Antiquity (LSA Database), University of Oxford. 

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

  • Άνγκολντ, Μάικλ. 2001. Βυζάντιο : το γεφύρι από την αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα . 1η Έκδοση ΗΠΑ. Νέα Υόρκη : St. Martin's Press
  • Μπάουμαν, Άλαν Κερ. 1996. Η Αίγυπτος μετά τους Φαραώ: 332 π.Χ.–642 μ.Χ. Από τον Αλέξανδρο στην Αραβική Κατάκτηση . 2η έκδ. Berkeley: University of California Press
  • Bowman, Alan K. και Dominic Rathbone. «Πόλεις και Διοίκηση στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο». The Journal of Roman Studies 82 (1992): 107–127. Βάση δεδομένων σε απευθείας σύνδεση. JSTOR, GALILEO; πρόσβαση στις 27 Οκτωβρίου 2008
  • Σοβό, Μισέλ. 2000. Η Αίγυπτος στην εποχή της Κλεοπάτρας: Ιστορία και κοινωνία υπό τους Πτολεμαίους . Μετάφραση David Lorton. Ιθάκη: Cornell University Press
  • El-Abbadi, MAH «Η Γερούσια στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο». The Journal of Egyptian Archaeology 50 (Δεκέμβριος 1964): 164–169. Βάση δεδομένων σε απευθείας σύνδεση. JSTOR, GALILEO; πρόσβαση στις 27 Οκτωβρίου 2008.
  • Ellis, Simon P. 1992. Ελληνορωμαϊκή Αίγυπτος . Shire Egyptology 17, ser. εκδ. Barbara G. Adams. Aylesbury: Shire Publications Ltd.
  • Hill, John E. 2003. "Σχολιασμένη μετάφραση του κεφαλαίου για τις δυτικές περιοχές σύμφωνα με το Hou Hanshu ." 2η Πρόχειρη Έκδοση. [1]
  • Hill, John E. 2004. The Peoples of the West from the Weilue魏略by Yu Huan魚豢: A Third Century Chinese Account Compposed μεταξύ 239 και 265 CE Προσχέδιο σχολιασμένης αγγλικής μετάφρασης. [2]
  • Hölbl, Günther. 2001. Ιστορία της Πτολεμαϊκής Αυτοκρατορίας . Μετάφραση Tina Saavedra. Λονδίνο: Routledge Ltd.
  • Λόιντ, Άλαν Μπράιαν. 2000. «Η Πτολεμαϊκή Περίοδος (332–30 π.Χ.)». Στο The Oxford History of Ancient Egypt, επιμέλεια του Ian Shaw. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. 395–421
  • Peacock, David. 2000. «Η Ρωμαϊκή Περίοδος (30 π.Χ.–311 μ.Χ.)». Στο The Oxford History of Ancient Egypt, επιμέλεια του Ian Shaw. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. 422–445
  • Riggs, Christina, επιμ. (2012). The Oxford Handbook of Roman Egypt . Oxford University Press.(ISBN 978-0-19-957145-1)ISBN 978-0-19-957145-1 .
  • Rowlandson, Jane . 1996. Ιδιοκτήτες γης και ενοικιαστές στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο: Οι κοινωνικές σχέσεις της γεωργίας στο όνομα Οξυρυγχίτης . Oxford University Press
  • Rowlandson, Jane . 1998. (επιμ.) Women and Society in Greek and Roman Egypt: A Sourcebook. Cambridge University Press.
  • Sippel, Benjamin. 2020. Gottesdiener und Kamelzüchter: Das Alltags- und Sozialleben der Sobek-Priester im kaiserzeitlichen Fayum . Wiesbaden: Harrassowitz (Philippika 144).(ISBN 978-3-447-11485-1)ISBN 978-3-447-11485-1 .

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία