Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου

η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών

Οι πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν μια σειρά κατακτήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τον Αλέξανδρο Γ ́ της Μακεδονίας από το 336 π.Χ. έως το 323 π.Χ. Ξεκίνησαν με μάχες εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, τότε υπό την κυριαρχία του Δαρείου Γ ́ της Περσίας. Μετά από μια σειρά νικών του Αλεξάνδρου εναντίον της Περσίας, ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον τοπικών οπλαρχηγών και πολέμαρχων που εκτεινόταν τόσο μακριά από την Ελλάδα όσο και η περιοχή της Πενταποταμίας στη Νότια Ασία. Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, κυβέρνησε τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας και την κατακτημένη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της Περσικής Αιγύπτου). Ωστόσο, δεν κατάφερε να κατακτήσει την ινδική υποήπειρο στο σύνολό της, όπως ήταν το αρχικό του σχέδιο. Παρά τα στρατιωτικά του επιτεύγματα, ο Αλέξανδρος δεν παρείχε σταθερή εναλλακτική κυριαρχία στη Μακεδονική Αυτοκρατορία,[1] και ο πρόωρος θάνατός του έριξε τα τεράστια εδάφη που κατέκτησε σε μια σειρά εμφυλίων πολέμων, κοινώς γνωστών ως Πόλεμοι των Διαδόχων.

Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Χρονολογία335-323 π.Χ.
ΤόποςΕλλάδα, Ιλλυρία, Θράκη, Μικρά Ασία, Συρία, Φοινίκη, Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Περσία, Βακτριανή, Σογδιανή, Ινδία
Έκβαση
Αντιμαχόμενοι
Περσική Αυτοκρατορία (έως το 330)
Φοίνικες (έως το 332)
Ινδικά βασίλεια (έως το 325)
Τριβαλλοί (έως το 335)
Ιλλυριοί (έως το 335)
Θηβαίοι (μόνο το 335)
Ηγετικά πρόσωπα

Ο Μέγας Αλέξανδρος ανέλαβε τη βασιλεία της αρχαίας Μακεδονίας μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Φιλίππου Β ́ της Μακεδονίας (βασίλευσε μεταξύ 359 και 336 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του στο θρόνο, ο Φίλιππος Β ́ είχε ενοποιήσει[2] τις ελληνικές πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας (με μακεδονική ηγεμονία) υπό το Πανελλήνιο Συνέδριο.[3] Ο Μέγας Αλέξανδρος προχώρησε στην εδραίωση της μακεδονικής κυριαρχίας καταπνίγοντας μια εξέγερση που έλαβε χώρα στις νότιες ελληνικές πόλεις-κράτη και επίσης οργάνωσε μια σύντομη αλλά αιματηρή εκστρατεία εναντίον των πόλεων-κρατών προς τα βόρεια. Στη συνέχεια προχώρησε ανατολικά για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του να κατακτήσει την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Η εκστρατεία κατακτήσεών του από την Ελλάδα εκτεινόταν σε όλη την Μικρά Ασία, τη Συρία, τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, την Περσία, το Αφγανιστάν και την Ινδία. Επέκτεινε τα όρια της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας του μέχρι την πόλη Τάξιλα στο σημερινό Πακιστάν.

Πριν από το θάνατό του, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε επίσης κάνει σχέδια για μια ελληνική στρατιωτική και εμπορική επέκταση στην Αραβική Χερσόνησο, μετά την οποία σχεδίαζε να στρέψει τα στρατεύματά του στην Καρχηδόνα, τη Ρώμη και την Ιβηρική Χερσόνησο στα δυτικά. Ωστόσο, οι Διάδοχοι (οι πολιτικοί του αντίπαλοι) εγκατέλειψαν αυτά τα σχέδια μετά το θάνατό του. Αντίθετα, μέσα σε λίγα χρόνια από το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Διαδόχοι ξεκίνησαν μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών μεταξύ τους και μοίρασαν τα εδάφη της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας μεταξύ τους, πυροδοτώντας 40 χρόνια πολέμου κατά την ελληνιστική περίοδο.

Οι πόλεμοι του Αλέξανδρου πριν το 336 π.Χ. Επεξεργασία

Ως διάδοχος ακόμα, σε ηλικία 16 χρονών το 340 με 339 π.Χ., ο Αλέξανδρος πήρε εντολή από τον πατέρα του Φίλιππο να διευθύνει εκστρατεία εναντίον του θρακικού φύλου των Μαίδων, όσο ο Φίλιππος πολιορκούσε το Βυζάντιο. Η επιχείρηση αυτή του Αλέξανδρου στέφθηκε με επιτυχία, καθώς ο νεαρός διάδοχος νίκησε τους Μαίδους και κατέστρεψε τα τείχη της πρωτεύουσάς τους, Ιαμφορίνας, ιδρύοντας στη θέση της την Αλεξανδρόπολη (δεν έχει σχέση με τη σημερινή Αλεξανδρούπολη).

Το 338 π.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας εναντίον του ενωμένου στρατού Θηβαίων και Αθηναίων, ο Φίλιππος ανέθεσε στον γιο του τη διοίκηση της αριστερής πλευράς του μακεδονικού στρατού. Σε αυτή τη μάχη, ο δεκαοκτάχρονος Αλέξανδρος, επικεφαλής της αριστερής πλευράς, διηύθυνε μια παράτολμη αντεπίθεση με κοινή συμμετοχή πεζικού και ιππικού, που συνέβαλε στην τελική νίκη των Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, από πολύ νεαρή ηλικία και πριν γίνει βασιλιάς, είχε ήδη δείξει τις μεγάλες του στρατιωτικές αρετές.

335 π.Χ.: Βαλκανική εκστρατεία και ειρήνευση της Ελλάδας Επεξεργασία

Τριβαλλοί και Ιλλυριοί Επεξεργασία

Όταν ο Αλέξανδρος διαδέχτηκε τον Φίλιππο στον θρόνο της Μακεδονίας, ήταν μόνο 20 χρόνων. Στην αρχή της βασιλείας του είχε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Τριβαλλών, που ζούσαν κοντά στον Δούναβη και απειλούσαν τα σύνορα της Μακεδονίας από τα βόρεια. Ο Αλέξανδρος διέσχισε τον Αίμο στις αρχές του 335, νίκησε τους Τριβαλλούς σε τρεις μάχες, και ανάγκασε τον βασιλιά τους Σύρμο να καταφύγει πέρα από τον Δούναβη (σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Σύρμος πιάστηκε στη μάχη και αφέθηκε ελεύθερος όταν οι Τριβαλλοί δέχτηκαν να υποταχτούν και να καταβάλουν φόρο στους Μακεδόνες).

Μετά από αυτό, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε δυτικά και πολιόρκησε το σημαντικό οχυρό των Ιλλυριών Πήλιο, στη σημερινή Αλβανία. Στην πολιορκία αυτή ο βασιλιάς των Μακεδόνων τραυματίστηκε για πρώτη φορά, στον λαιμό. Όταν τελικά ο Αλέξανδρος κατάφερε να εκπορθήσει το οχυρό, έμαθε ότι οι σημαντικότερες πόλεις της νότιας Ελλάδας, η Θήβα και η Αθήνα, είχαν εξεγερθεί εναντίον της μακεδονικής κυριαρχίας.

Η πολιορκία της Θήβας Επεξεργασία

Ο Αλέξανδρος κατέφθασε από τη λίμνη Οχρίδα μέσα σε 7 ημέρες στον Ογχηστό της Βοιωτίας, λίγο έξω από την πόλη των Θηβών[4] με 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς περίπου, όπως παραδίδει ο Διόδωρος[5] –εκπληκτική ταχύτητα αν λάβει κανείς υπόψιν τα μέσα της εποχής και το μέγεθος του στρατεύματος- και ζήτησε απλώς την παράδοσή της. Κήρυξε γενική αμνηστία για τους Θηβαίους[6] και υποσχέθηκε να τηρήσει τη συνθήκη της Κορίνθου του προηγούμενου έτους. Δεν πρόβαλε οποιαδήποτε άλλη απαίτηση, πλην της παράδοσης των δύο αρχηγών της αντιμακεδονικής μερίδας, του Φοίνικα και του Προθύτη.[7] Οι Θηβαίοι, όμως όχι μόνον δεν ενέδωσαν στις προτάσεις του Αλέξανδρου αλλά και τον καθύβρισαν, απαιτώντας από ψηλό πύργο την παράδοση των στρατηγών Αντίπατρου και Φιλώτα και προσκαλώντας «όποιον επιθυμεί να προσέλθει και να συμπράξει μαζί με τον μεγάλο βασιλέα και τους Θηβαίους για να καταλύσει τον τύραννο της Ελλάδας»[8]. Οργισμένος ο Αλέξανδρος ορκίστηκε πως θα επέβαλλε στους Θηβαίους την έσχατη τιμωρία[9].

Στην παρούσα περιγραφή της πολιορκίας ακολουθείται η αφήγηση του Διόδωρου[10]. Καταφθάνοντας ο Αλέξανδρος στην περιοχή διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τρία τμήματα και διέταξε το ένα από αυτά να επιτεθεί στις παλισάδες[11] που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στην πόλη, το δεύτερο να αντιμετωπίσει το μέτωπο των Θηβαίων και κράτησε το τρίτο ως εφεδρεία για να υποστηρίξει τις δυνάμεις του σε περίπτωση δυναμικής αντίδρασης των Θηβαίων σε κάποια γραμμή του μετώπου.

Από πλευράς τους οι Θηβαίοι κράτησαν το ιππικό πίσω από τις παλισάδες (επίσης χάρακες, δηλαδή χαρακώματα), ανέθεσαν στους μέτοικους, τους δούλους τους οποίους απελευθέρωσαν για αυτό τον σκοπό[12] και όσους είχαν καταφύγει στην πόλη να αντιμετωπίσουν εκείνους που επιτίθονταν κατά των τειχών, ενώ οι ίδιοι ετοιμάστηκαν για μάχη μπρος στην πόλη με την υπεράριθμη μακεδονική δύναμη. Τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στους ναούς, ικετεύοντας τους θεούς να σώσουν την πόλη από από τον επερχόμενο κίνδυνο.

Πολύ σύντομα τα δόρατα εγκαταλείφθηκαν και η μάχη εξελίχθηκε σε συμπλοκή σώμα με σώμα. Αδύναμοι από τη μακρά και κοπιώδη πορεία οι Μακεδόνες, ανάγκασαν τον Αλέξανδρο να στείλει τις εφεδρείες του, προκειμένου να καμφθεί η αντίστασή τους, αλλά και πάλι ο στρατός της πόλης πολεμούσε θαυμάσια[9]. Μεσούσης της μάχης ο Αλέξανδρος διέκρινε πύλη εγκαταλειμμένη από τους φρουρούς της και έστειλε τον Περδίκκα να την καταλάβει και να διεισδύσει στην πόλη[13].

Οι Μακεδόνες γλίστρησαν μέσα από την πύλη και οι Θηβαίοι κατανοώντας ότι η πόλη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, αποθαρρύνθηκαν και όρμησαν άτακτα -πεζικό και ιππικό μαζί- στους στενούς δρόμους προκαλώντας τον θάνατο πολλών δικών τους ανδρών. Την ίδια στιγμή η μακεδονική φρουρά στην Καδμεία βγήκε από την ακρόπολη[14] και επιδόθηκε σε άγρια σφαγή μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα, τους Φωκείς, τους Πλαταιείς και τους άλλους Βοιωτούς, των άτακτων πλέον φυγάδων, εξολοθρεύοντας μαζί ικέτες και γυναικόπαιδα[15]. Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια και ισοπεδώθηκε, ενώ πάνω από 6.000 Θηβαίοι χάθηκαν και περισσότεροι από 30.000 εξανδραποδίστηκαν[16]. Ο P. Green θεωρεί ότι από την πώληση των αιχμαλώτων το μακεδονικό θησαυροφυλάκιο αποκόμισε περίπου 440 τάλαντα[17]. Μεγάλο τμήμα της Θηβαϊδας, της υπαίθρου δηλαδή γύρω από τη Θήβα κάηκε και λεηλατήθηκε[18]

Μετά από αυτό, οι πόλεις που είχαν συμμαχήσει με τη Θήβα ζήτησαν ειρήνη και στα τέλη του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε από το Συνέδριο της Κορίνθου ως Στρατηγός-Αυτοκράτωρ των Ελλήνων. Άρχισε λοιπόν να προετοιμάζεται για τη μεγάλη εκστρατεία κατά των Περσών στην Ασία, που θα ξεκινούσε τον επόμενο χρόνο.

334 π.Χ.: Το πέρασμα στην Ασία, η μάχη στον Γρανικό και η κατάκτηση της Μικράς Ασίας Επεξεργασία

 
Εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με πορεία κατεύθυνσης, απεικόνιση των σχηματισμών των κύριων μαχών, και χρωματική επισήμανση των ιδρυθείσων πόλεων

Την άνοιξη του 334 μ.Χ. ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ελλήσποντο με συνολική δύναμη 37.100 ανδρών, εκ των οποίων 32.000 πεζοί και 5.100 ιππείς. Η δύναμη αυτή αποτελούνταν από όλους τους Έλληνες (εκτός Σπαρτιατών) καθώς και Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Οδρύσες, Αγριάνες κλπ. Την ίδια εποχή, οι σατράπες της Μικράς Ασίας συγκέντρωναν στρατό αποτελούμενο από Πέρσες αλλά και από Έλληνες μισθοφόρους για να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα.

Η μάχη στον Γρανικό Επεξεργασία

 
H Mάχη του Γρανικού

Στις 22 Μαΐου του 334 π.Χ., οι δυο στρατοί συγκρούστηκαν στις όχθες του Γρανικού ποταμού, νότια της αρχαίας Τροίας. Οι Έλληνες πέρασαν πρώτοι τον ποταμό, είτε τη νύχτα (κατά τον Αρριανό, είτε τη μέρα (κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη και ο βασιλιάς πήρε τη θέση του στα δεξιά της φάλαγγας μαζί με τους Εταίρους, με σκοπό να επιχειρήσει ελιγμό προς το κέντρο στην κρίσιμη στιγμή. Στην αρχή, το αριστερό μακεδονικό άκρο υπό τον Παρμενίωνα απώθησε τους Πέρσες, ενώ η σύγκρουση στο κέντρο ήταν τόσο σφοδρή, ώστε τα δύο κέντρα ήταν τόσο περιπλεγμένα το ένα με το άλλο που η νίκη κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή. Πολλοί Πέρσες σατράπες έπεσαν νεκροί από το σπαθί του βασιλιά της Μακεδονίας. Σε μια στιγμή, ο Πέρσης Σπιθριδάτης άπλωσε το χέρι του και ήταν έτοιμος να καρφώσει το ξίφος του στον λαιμό του Αλέξανδρου, αλλά κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ο σωματοφύλακας Κλείτος ο Μέλας έκοψε το χέρι του Πέρση και έσωσε τον Αλέξανδρο από βέβαιο θάνατο.

Τελικά, το μακεδονικό ιππικό, χάρη στην ανώτερη ισχύ του δόρατος ενάντια στο περσικό ακόντιο, κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει το αντίπαλο ιππικό και να χτυπήσει το πεζικό των Περσών από τα νώτα. Μετά από αυτό οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, με τους Έλληνες μισθοφόρους να μένουν στο πεδίο της μάχης. 4.000 ήταν οι νεκροί των Περσών, και 18.000 αιχμάλωτοι Έλληνες μισθοφόροι, ενώ από τους Μακεδόνες μόνο 400 με 500 ήταν οι νεκροί. Οι μισοί Έλληνες μισθοφόροι που αιχμαλωτίστηκαν σφάχτηκαν, ενώ οι άλλοι μισοί στάλθηκαν στη Μακεδονία ως δούλοι.

Μετά από αυτή τη νίκη, ο Αλέξανδρος έστειλε στην Αθήνα τριακόσιες περσικές πανοπλίες ως αφιέρωμα στην Ακρόπολη.[19] Διέταξε μάλιστα να γραφεί το παρακάτω επίγραμμα:

«Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων».

Πολιορκία της Μιλήτου Επεξεργασία

Επωφελούμενος από το σοκ που προκάλεσε η νίκη του στον Γρανικό ο Αλέξανδρος προχώρησε καταλαμβάνοντας διαδοχικά τις παραλιακές πόλεις, προκειμένου να αποδυναμώσει την ισχύ του περσικού στόλου και να προχωρήσει ανενόχλητος στην ενδοχώρα. Πρώτος στόχος του υπήρξε η Λυδία και ιδιαίτερα οι Σάρδεις, σημείο κλειδί για τις επιχειρήσεις του Αλέξανδρου και κόμβος όλων των μεγάλων δρόμων που οδηγούσαν στην ασιατική ενδοχώρα. Ο μεν Μιθρήνης, φρούραρχος της ακρόπολης των Σάρδεων του παρέδωσε αμέσως την ακρόπολη, σπεύδοντας μάλιστα να τον προϋπαντήσει[20], ο δε Αλέξανδρος, αφού εγκατέστησε υπερασπιστή της ακρόπολης τον Παυσανία με φρουρά συγκροτημένη από Αργείους και τον Άσανδρο, αδελφό του Παρμενίωνα διοικητή της Λυδίας, κινήθηκε προς την Ιωνία και συγκεκριμένα την Έφεσο, την οποία και κατέλαβε πάλι αμαχητί, καθώς η φρουρά της είχε ήδη αποδράσει, όταν πληροφορήθηκε πως κατέφθανε ο Αλέξανδρος και ήδη βρισκόταν υπό το καθεστώς αναταραχής. Μπαίνοντας στην Έφεσο ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σφαγές των ολιγαρχικών, αποκατέστησε την παλαιότερη δημοκρατία της πόλης, χαρίζοντας στο Αρτεμίσιο του φόρους που αποδίδονταν ως τότε στην Περσία. Απελευθερωτής και προστάτης των Ελλήνων προβάλλει εδώ ο Αλέξανδρος καθώς η στάση του στην Έφεσο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα, όπως μας παραδίδει τουλάχιστον ο Αρριανός[21], σε σημείο ώστε με τα μέτρα που πήρε για την αποκατάσταση των ιωνικών πόλεων να τιμάται από το κοινό των Ιώνων με ειδικούς αγώνες που ονομάζονταν τα Αλεξάνδρεια[22]. Από την Έφεσο, ο Αλέξανδρος και κατόπιν αιτημάτων διάφορων πρέσβεων που κατέφθαναν εκεί για παράδοση των πόλεων, ανέθεσε σε διάφορους στρατηγούς να απελευθερώσουν τις πολλές αιολικές και ιωνικές ελληνικές πόλεις εκείνης της χώρας, να καταργήσουν τις ολιγαρχίες και τους φόρους που πλήρωναν στους βαρβάρους και να ανορθώσουν παντού τις δημοκρατίες και τους πάτριους νόμους[23]. Για λίγο συναναστράφηκε εδώ τον μεγάλο ζωγράφο, τον Απελλή, ο οποίος ζωγράφισε την εικόνα του και καθώς μας παραδίδει ο Πλίνιος και ο Αιλιανός τούτη η εικόνα με τον κεραυνό στόλιζε επί μακρόν το Αρτεμίσιο[24].

Κατόπιν προχώρησε νότια προς τη Μίλητο ενώ ο στόλος του κύκλωσε τη βραχωμένη χερσόνησο της Μυκάλης[25]. Εδώ ο διοικητής της φρουράς Ηγησίσαρχος αποφάσισε να αντισταθεί[26], ελπίζοντας στη βοήθεια του περσικού στόλου, που συγκροτείτο από 400 περίπου φοινικικές και κυπριακές τριήρεις. Ο περσικός στόλος βρισκόταν μόλις λίγες μέρες μακριά και η Μίλητος περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές της από θάλασσα. Η πόλη χωριζόταν στην έξω και τη μέσα Μίλητο, περικλεισμένη από βαθιά τάφρο και φαρδιά τείχη[27]. Ωστόσο, ο ελληνικός στόλος[28], υπό τον Νικάνορα, με 160 τριήρεις προσορμίστηκε στη νησίδα Λάδη τρεις μέρες νωρίτερα αποκλείοντας ουσιαστικό τον σημαντικότερο από τους τέσσερεις λιμένες της πόλης. Φθάνοντας και ο ίδιος ο Αλέξανδρος έγκαιρα στη Μίλητο, κατέλαβε την έξω πόλη και ενίσχυσε τη Λάδη με ισχυρή φρουρά[29]. Κατά πολύ ασθενέστερος του αντιπάλου του, ο συμμαχικός στόλος δεν τόλμησε να ναυμαχήσει, εμποδίζοντας όμως την είσοδό του στον λιμένα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναζητήσει ο περσικός στόλος αγκυροβόλιο και να εγκαθιδρύσει τη βάση του περίπου 15 χλμ. μακριά από τη Μίλητο, κάτω από το όρος Μυκάλη. Καθώς δεν ήταν δυνατή η ναυτική αναμέτρηση, ο Αλέξανδρος αποφάσισε τη δια ξηράς πολιορκία.

Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ολιγαρχικός Γλαύκιππος πρόσφερε τη Μίλητο ως ανοικτή πόλη τόσο για τους Μακεδόνες όσο και για τους Πέρσες. Με άλλα λόγια επέτρεπε ελεύθερη χρήση των λιμένων της Μιλήτου και στους δύο, όπως και ελεύθερη είσοδο στην πόλη. Τούτη την προσφορά απέρριψε ο Αλέξανδρος κατηγορηματικά και άρχισε τις επιχειρήσεις[30]. Οι πρώτες επιθέσεις του απέβησαν άκαρπες, αλλά όταν το μηχανικό ετοίμασε επιχειρησιακά τις πολιορκητικές μηχανές, η επίθεση εξελίχθηκε διαφορετικά. Η βροχή των βελών και πιθανώς και των λίθων ερήμωσε τα τείχη από τους υπερασπιστές τους, ενώ οι πολιορκητικοί κριοί άνοιξαν γρήγορα ένα στενό ρήγμα στο τείχος. Ταυτόχρονα ο στόλος τέθηκε σε αμυντικό σχηματισμό μπροστά από την είσοδο του λιμένα, εξαναγκάζοντας τις φοινικικές και τις κυπριακές τριήρεις στον ρόλο του απλού παρατηρητή[31]. Στην πόλη επικράτησε πανικός. Η άμυνα στα τείχη κατέρρευσε και ο λαός της Μιλήτου πρόσφερε ακόμη και την τελευταία στιγμή την παράδοσή του[32].

Το γεγονός ότι η Μίλητος συμμετείχε στην ιωνική επανάσταση, γλύτωσε τον λαό από τα χειρότερα, αν και τοποθετήθηκε καθώς φαίνεται στην πόλη μακεδονική φρουρά και επιβλήθηκε βαριά φορολογία[25]. Η στρατιωτική δύναμη όμως σφαγιάστηκε κατά τον Bosworth, εκτός από 300 Έλληνες μισθοφόρους που κατέφυγαν σε μια από τις νησίδες. Ο Αλέξανδρος τους ενέταξε στη δική του δύναμη, προβαίνοντας στην πρώτη πράξη συμφιλίωσης με τους Έλληνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών. Τούτη η πράξη κατά τον Green υπαγορεύτηκε από τις στρατιωτικές του ανάγκες[33]. Στο μεταξύ ο υπέρτερος περσικός στόλος απογοητεύτηκε πλήρως, καθώς φάνηκε πρακτικά ανίκανος να βοηθήσει στο παραμικρό. Ακόμη και η βάση τους στη Μυκάλη εξουδετερώθηκε, όταν ο Αλέξανδρος έστειλε το ιππικό του και τρία τάγματα πεζικού να εμποδίσουν την αποβίβαση των στρατευμάτων[34]. Η έλλειψη νερού ανάγκασε τον περσικό στόλο να πλεύσει τα στενά έως τη Σάμο, όπου οι αθηναϊκές κληρουχίες του επέτρεψαν να ανεφοδιαστεί[35]

Μετά την κατάκτηση της Μιλήτου ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται πως όσο επεκτείνεται στα παράλια της Μικράς Ασίας τόσο περισσότερο γίνεται ασθενέστερος ο ρόλος του περσικού στόλου που εξαρτάται για την προμήθειά του σε νερό και τρόφιμα από τα παράλια, προκειμένου να παραμένει λειτουργικός στα θέατρα των επιχειρήσεων. Προσμετρώντας ο Αλέξανδρος επιπλέον την οικονομική αφαίμαξη που υφίσταται η επιμελητεία για τη συντήρηση 160 τριήρεων, αποφασίζει το φθινόπωρο του 334 να διαλύσει τον στόλο του κρατώντας μόνο τα μεταγωγικά σκάφη και 20 αθηναϊκά. Κυριαρχώντας και στη Μίλητο, ο Αλέξανδρος στράφηκε στην Καρία, όπου τον υποδέχθηκαν σχεδόν ως ελευθερωτή οι Κάρες, προκειμένου να διατηρήσουν την αυτονομία τους και κατόπιν στην Αλικαρνασσό.

Πολιορκία της Αλικαρνασσού Επεξεργασία

Η πόλη της Αλικαρνασσού διέθετε ισχυρό τείχος από τρεις πλευρές, ενώ ο λιμένας της νότια διέθετε δύο σημαντικά κάστρα, το φρούριο της Σαλμακίδας και το φρούριο του βασιλέα στην Αρκόννησο[36]. Ο Μέμνων, ελλιμενίζοντας τις τριήρεις του[37], προχώρησε σε νέα οχυρωματικά έργα και την κατασκευή βαθιάς τάφρου, εξουσιοδοτημένος από τον Δαρείο ως αρχηγός του περσικού στόλου και άρχων των παραλίων[38]. Διέθετε αμυντικούς καταπέλτες και δύναμη αρκετών χιλιάδων μισθοφόρων[39], μαζί και δύο Αθηναίους στρατηγούς, τον Εφιάλτη και Θρασύβουλο, που είχε απαιτήσει παλαιότερα ο Αλέξανδρος από τον δήμο των Αθηναίων.

Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος έχοντας ήδη στείλει τις πολιορκητικές του μηχανές αποχαιρέτησε τη σύμμαχο Άδα και κατευθύνθηκε νότια διασχίζοντας την οροσειρά του Λάτμου. Προχώρησε στην Ιασό και κατευθυνόμενος παραλιακά νότια, έφθασε στη Βαργυλία, όπου στρατοπέδευσε περίπου ένα χιλιόμετρο έξω από την πύλη των Μυλάσσων[40]. Ξεφεύγοντας από την επιτήρηση του περσικού στόλου, τα μεταγωγικά του Αλέξανδρου κατόρθωσαν να αποβιβάσουν τις πολιορκητικές μηχανές σε έναν έρημο κόλπο, στις ακτές του Κεραμεικού κόλπου, μετά την αποτυχημένη επιχείρηση αποβίβασης στη Μύνδο και η πολιορκία ξεκίνησε με το μερικό γέμισμα της τάφρου υπό την κάλυψη χωστρίδων χελωνών[41].

Χτυπώντας την πόλη με ογκόλιθους, υπονομεύοντας τα φρούρια και σφυροκοπώντας με κριούς τα τείχη, ο μακεδονικός στρατός κατόρθωσε να δημιουργήσει ρήγμα ικανό για την την επίθεση της φάλαγγας, η οποία όμως απωθήθηκε σε όλες τις εφόδους που επιχείρησε. Στη διάρκεια της νύχτας ο Μέμνων επιχείρησε να κάψει τις μηχανές των επιτιθέμενων, αλλά απωθήθηκε, χάνοντας σύμφωνα με τον Αρριανό περί τους 170 άνδρες. Η ίδια πηγή παραδίδει 16 Μακεδόνες νεκρούς και 300 τραυματίες[42]. Από τον Αρριανό 1. 21.1-2 και τον Διόδωρο 17. 25.5, που αντλούν από τον Πτολεμαίο, μαθαίνουμε πως η νυκτερινή επίθεση που έγινε από τον Αλέξανδρο μετά από την κατάρρευση δύο πύργων ξεκίνησε από δύο μεθυσμένους άνδρες του στρατηγού Περδίκκα, ο οποίος ενοχοποιείται για δεύτερη φορά, μετά το επεισόδιο της Θήβας. Επί της ουσίας ο Αλέξανδρος βρήκε μπροστά του ένα δεύτερο τοιχίο πληρώσεως και αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφήνοντας πίσω του αρκετούς νεκρούς.

Μετά από πολεμικό συμβούλιο, οι διοικητές των αμυνομένων Μέμνων, Οροντοβάτης, Εφιάλτης και Θρασύβουλος αποφάσισαν έξοδο και επίθεση σε δύο μέτωπα κατά την αυγή, μία με στόχο να κάψει τις πολιορκητικές μηχανές των Μακεδόνων και ταυτόχρονα να τους παρασύρει σε επίθεση, και η άλλη με επικεφαλής τον Εφιάλτη και στόχο να επιτεθεί στα πλάγια και τα νώτα της φάλαγγας, από την κύρια πύλη, εκεί δηλαδή που δε θα το περίμεναν οι Μακεδόνες[43]. Η επιτυχημένη εφαρμογή του σχεδίου έφερε σε δύσκολη τακτική θέση τον μακεδονικό στρατό, που κατόρθωσε να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση μόνον όταν αποφάσισαν να μπουν στη μάχη οι βετεράνοι με το εφεδρικό τάγμα τους, που είχε εξαιρεθεί από τα καθήκοντα της μάχης. Ο θάνατος του Εφιάλτη έτρεψε τις περσικές δυνάμεις σε πανικόβλητη φυγή και η βεβιασμένη ενέργεια των υπερασπιστών να κλείσουν γρήγορα τις πύλες οδήγησε στον θάνατο αρκετούς δικούς τους, που είτε ποδοπατήθηκαν είτε σκοτώθηκαν από τα δόρατα των Μακεδόνων[44]. Ο ερχομός της νύχτας βρήκε τους Μακεδόνες αποσυρμένους στο στρατόπεδό τους δίχως να δικινδυνεύσουν οποιαδήποτε νυκτερινή επίθεση.

Οι αμυνόμενοι με μεγάλες απώλειες αποφάσισαν να αποσυρθούν, βάζοντας φωτιά στα οπλοστάσια. Ο Αλέξανδρος μη διαθέτοντας στόλο δεν μπορούσε σε καμία περίσταση να εμποδίσει αυτή την εκκένωση, ούτε και την πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της άλλοτε ένδοξης πρωτεύουσας της Καρίας. Παραδίδεται ότι ο Αλέξανδρος διέταξε τη μεθοδική καταστροφή της πόλης[45], ωστόσο ο P. Green διαφωνεί, θεωρώντας πως το πολύ-πολύ να προχώρησε σε ορισμένες κατεδαφίσεις προκειμένου να σταματήσει τη φωτιά[46]. Επιθεωρώντας τα φρούρια με τους υπερασπιστές που άφησε πίσω του Μέμνων, ο Αλέξανδρος έκρινε πως δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί περισσότερο. Εγκατέστησε στην πόλη 3.000 μισθοφόρους με τον Πτολεμαίο και 200 ιππείς, προκειμένου να καμφθούν όσοι θύλακες αντίστασης ευρίσκονταν στην περιοχή -κάτι που απαίτησε έναν ολόκληρο χρόνο.

333 π.Χ.: Προέλαση σε Μικρά Ασία και Συρία και η Μάχη στην Ισσό Επεξεργασία

Μικρά Ασία Επεξεργασία

Με αυτή τη δύσκολη στρατηγική νίκη ο Αλέξανδρος περιόρισε σημαντικά τον περσικό στόλο στα παράλια της Μ. Ασίας, ενίσχυσε τους θύλακες της ελληνικής παρουσίας στην Καρία και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια του στόλου που μόλις είχε διαλύσει. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται μάλλον λανθασμένη η άποψη του Διόδωρου πως η διάλυση του στόλου ήταν τέχνασμα του Αλέξανδρου για να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να πολεμήσουν γενναία[47]. Επίσης, η διάλυση των υπολειμμάτων του στρατού του Γρανικού, επέτρεψε τη διάσπαση του στρατεύματος σε δύο διοικήσεις και τη διμέτωπη διείσδυση αφενός του Παρμενίωνα προς τις Σάρδεις -κατόπιν στη Φρυγία- και του Αλέξανδρου νοτιοανατολικά της Αλικαρνασσού, για την κατάκτηση της Λυκίας, της Παμφυλίας και της Πισιδίας. Ολοκληρώνοντας και τούτο το δύσκολο έργο που του εξασφάλιζε τη μόνιμη διαμονή στους κατακτημένους αυτούς τόπους και τη σταθερή οργάνωση των πληθυσμών τους, στράφηκε βόρεια και έφθασε στο Γόρδιο κοντά στον ποταμό Σαγγάριο, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον Παρμενίωνα.

Με την αρχή του 333, οι Πέρσες που είχαν απομείνει στη Μικρά Ασία επιδόθηκαν σε μικρής κλίμακας ανταρτικές επιχειρήσεις εναντίον των μετόπισθεν και των γραμμών προμηθειών του ελληνικού στρατού, τις οποίες όμως κατέστειλε με επιτυχία ο στρατηγός Αντίγονος ο Μονόφθαλμος. Εντωμεταξύ ο Αλέξανδρος μπήκε στην πόλη Γόρδιο της Φρυγίας, όπου έκοψε τον περίφημο Γόρδιο δεσμό.

Κιλικία και Συρία Επεξεργασία

Γνωρίζοντας ο Αλέξανδρος πως ο Δαρείος έχει συγκεντρώσει στην κοιλάδα των Σώχων μεγάλο στρατό έστειλε τον Παρμενίωνα με τους Θράκες, τους Θεσσαλούς και τους άλλους Έλληνες να καταλάβει τη στενή διάβαση που οδηγούσε από την Κιλικία στη Συρία, που διερχόταν μεταξύ του όρους Ἁμανός και της θάλασσας, δηλαδή του Ισσικού κόλπου και το φύλαγε μικρή δύναμη, η οποία τράπηκε αμέσως σε φυγή. Ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε πρώτα με την υποταγή των ορεινών φυλών της τραχείας Κιλικίας[48], επέστρεψε κατόπιν στην Ταρσό και προελαύνοντας με τους επίλεκτους πεζούς και τους ιππείς έφθασε διαδοχικά στους Σόλους και στη Μαλλό, πόλη που απάλλαξε από όλους τους φόρους και τίμησε με άλλους τρόπους, καθώς θεωρείτο αποικία των Αργείων με ιδρυτή τον Αμφίλοχο.

Στο μεταξύ πλησίαζε στην περιοχή το στράτευμα που είχε συγκροτήσει ο Δαρείος από όλες τις επικράτειες της αυτοκρατορίας[49]. Ο Δαρείος είχε αποφασίσει αρχικά να αναθέσει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος στον αξιότερο στρατηγό του. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Χαρίδημου, ελλείψει άλλων ικανών στρατηγών, την αρχηγία ανέλαβε ο άπειρος περί τα πολεμικά Δαρείος, όπως τον περιγράφει η μακεδονική προπαγάνδα, παρότι οι τακτικές κινήσεις του έφεραν τον Αλέξανδρο προ απροόπτου πριν την τελική μάχη και τον ανάγκασαν σε ταχύτατη προέλαση της εμπροθοφυλακής του μάλλον παρά του συνόλου του στρατεύματος ως περιγράφεται[50]. Ο περσικός στρατός κινήθηκε δυτικά και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα των Σώχων, στη νότια Ασσυρία, αναμένοντας την άφιξη του Αλέξανδρου. Καθώς περνούσαν οι ημέρες και ο Αλέξανδρος δεν είχε ακόμη εμφανιστεί, ο Δαρείος συνεκτιμώντας με τους επιτελείς του ότι ο Αλέξανδρος δίσταζε, αποφάσισε να κινηθεί από την άνετη πεδιάδα στα στενά περάσματα της Κιλικίας. Μάταια προσπάθησε ο Αμύντας να μεταπείσει τον μεγάλο βασιλέα. Ο Δαρείος, εμπιστευόμενος τη γνώμη των αξιωματούχων του, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα καταπατούσαν τους Έλληνες μόνο με το ιππικό τους, εγκατέλειψε την ευρύχωρη πεδιάδα των Σώχων και κατευθύνθηκε προς την Κιλικία για να συναντήσει τον Αλέξανδρο[51].

Την επομένη ο στρατός του Αλέξανδρου ξεκίνησε την πορεία του. Διαβαίνοντας τις Αμανίδες πύλες, η ελληνική στρατιά έφθασε στην Ισσό. Εκεί ο Αλέξανδρος άφησε τους ασθενείς και τους τραυματίες και συνέχισε νότια, στρατοπεδεύοντας κοντά στην πόλη Μυρίανδρο. Την ίδια ώρα ο περσικός στρατός μέσω των Αμανιδών πυλών κατόρθωσε να φθάσει στην Ισσό χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι Πέρσες εισήλθαν στην πόλη και εξολόθρευσαν όλους τους ασθενείς και τραυματίες Έλληνες που βρίσκονταν εκεί. Με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσαν και την ανάγκη διαφορετικής στρατηγικής αντιμετώπισής τους, καθώς αν γινόταν μάχη, οι Πέρσες θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν στη στενή πεδιάδα της Ισσού, ανάμεσα στη θάλασσα και τα Αμανικά όρη[52].

Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αλέξανδρος θεώρησε την πληροφορία λανθασμένη. Για να την εξακριβώσει, έστειλε μια τριακόντορο να πλεύσει βόρεια προς την Ισσό. Οι αξιωματικοί που επέβαιναν είδαν με τα μάτια τους τα πλήθη της περσικής στρατιάς στρατοπεδευμένα κοντά στη θάλασσα, βόρεια του ποταμού Πίναρου. Μετά από την εκτέλεση της αποστολής του το πλοίο επέστρεψε και οι άνδρες του ανέφεραν στον Αλέξανδρο ό,τι είχαν δει. Βέβαιος πλέον για την ακριβή θέση στην οποία βρισκόταν ο εχθρός, ο Αλέξανδρος, συγκαλώντας τους στρατηγούς, τους ιλάρχους και τους ηγέτες των συμμάχων, τους ανήγγειλε την επερχόμενη μάχη, εξήγησε το λάθος του Δαρείου, που καθήλωσε τις δυνάμεις του από την ευρυχωρία της πεδιάδας των Σώχων στη στενή διάβαση, θύμισε ιδιαίτερα στους Έλληνες ότι πολεμούν για το κοινό συμφέρον της Ελλάδας ενώ οι μισθοφόροι ομογενείς τους με τον Δαρείο δόλια αγωνίζονταν, έφερε στη μνήμη όλων το κατόρθωμα των μυρίων με ηγέτη τον Ξενοφώντα[53], παρόλο που δε διέθετε ιππικό, ενώ τώρα ο στρατός τόσους διέθετε ιππείς Θεσσαλούς και Βοιωτούς και Πελοποννήσιους και Μακεδόνες και Θράκες. Πάνω από όλα παρουσίασε τη νίκη ως αναμφισβήτητη και όλοι επικρότησαν όσα είπε. Σφίγγοντάς του το χέρι, τον παρακάλεσαν να τους οδηγήσει αμέσως εναντίον των εχθρών[54]. Εκείνος τους άφησε ελεύθερους, ζητώντας καλό φαγητό για τους στρατιώτες και προφυλακή ιππέων και στρατιωτών στις πύλες. Πριν αναχωρήσει από τη Μυρίανδρο οδήγησε τέθριππο στη θάλασσα ως προσφορά στον Ποσειδώνα, πιθανώς για να αποτραπεί μια άκαιρη επέμβαση του φοινικικού στόλου.[55].

Η μάχη της Ισσού Επεξεργασία

 
Η μάχη της Ισσού.

Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. O Aλέξανδρος είχε συνολικά 40.850 άνδρες (22.000 οπλίτες, 13.000 πελταστές και 5.850 ιππείς, ενώ ο Δαρείος είχε από 61.000 ως 108.000 άνδρες συνολικά. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο, πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου Γ΄. Ο Δαρείος Γ΄ τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα.[56]. Η μεγάλη αυτή νίκη έδωσε στον Έλληνα βασιλιά τον έλεγχο της Συρίας και της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, ενώ άνοιγε ο δρόμος για την επέκταση νότια ως την Αίγυπτο.

332 π.Χ.: Φοινίκη, Παλαιστίνη, Αίγυπτος Επεξεργασία

Πολιορκία της Τύρου Επεξεργασία

Συνεχίζοντας την πορεία του νότια, ο Αλέξανδρος προσέγγισε την πλούσια και ισχυρή πόλη της Τύρου. Λίγο έξω από την πόλη ο Αλέξανδρος δέχθηκε αντιπροσωπεία από την Τύρο με επικεφαλής τον γιο του Βασιλιά της πόλης. Ο βασιλιάς Αζέμιλκος βρισκόταν στο Αιγαίο με τον στόλο του Αυτοφραδάτη. Οι Τύριοι δήλωσαν μεν υποταγή, αλλά αρνήθηκαν όμως να επιτρέψουν στον Αλέξανδρο να θυσιάσει στο ιερό του Μιλκ Kαρτ, μιας φοινικικής θεότητας που ταυτιζόταν με τον Ηρακλή[57]. Ο όρος τους ήταν να μην εισέλθουν οι Μακεδόνες στην πόλη τους, γιατί κάτι τέτοιο δεν επέτρεψαν ούτε στους προηγούμενους κυρίαρχους, τους Πέρσες. Στην πραγματικότητα θυσία στο ιερό του Μιλκ Καρτ στην Παλαίτυρο[58] μπορούσε να προσφέρει μόνον ο βασιλέας της Τύρου και η όποια αποδοχή θυσίας του Αλέξανδρου, εμμέσως πλην σαφώς ήταν de facto αναγνώριση της κυριαρχίας του

Ο Αλέξανδρος κατόπιν αρκετής σκέψης καθώς οι αξιωματικοί του έδειχναν αρκετά απρόθυμοι, αναζήτησε ειρηνικό συμβιβασμό, ωστόσο οι Τύριοι σκότωσαν τους κήρυκές του και πέταξαν τα πτώματά τους από τα τείχη[59]. Τότε αποφάσισε να καταλάβει την πόλη δια της βίας κατά τον Φεβρουάριο του 333, έχοντας ήδη αναλώσει αρκετό χρόνο, η πολιορκία που διήρκεσε μαζί με τις διακοπές περίπου 10 μήνες[60]. Η Νέα Τύρος ήταν κτισμένη πάνω σε νησί μήκους και πλάτους περίπου χιλίων μέτρων και τη χώριζε από τη στεριά ένας πορθμός πλάτους 750 περίπου μέτρων. Αυτόν τον πορθμό αποφάσισε να προσχώσει ο Αλέξανδρος με υλικό από τις οικίες της Παλαίτυρου[61] και κέδρα από την κοιλάδα Μπεκάα και τα Όρη του Αντιλιβάνου[62].

Παρόλο που οι Τύριοι αντιμετώπισαν αρχικά την προσπάθεια της πρόσχωσης με ελαφρότητα[63] βλέποντας την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των εργασιών επιτέθηκαν με πυρπολικό στις πολιορκητικές του μηχανές και τους πασσάλους του προγεφυρώματος αφήνοντας πίσω τους πολυάριθμους νεκρούς εργάτες της πρόσχωσης, κάνοντας ταυτόχρονα τη ζωή τους δύσκολη με τους καταπέλτες. Ο Αλέξανδρος δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του. Ο Berve παραδίδει πως διέθετε εκπληκτικούς μηχανικούς που κατασκεύαζαν νέες επιθετικές πολιορκητικές μηχανές, ιδιαίτερα ο Θεσσαλός Διάδης, που του έφτιαξε κλιμακωτούς πολιορκητικούς πύργους πάνω σε πλοία με καταπέλτες που εκτόξευαν βαρείς ογκόλιθους σε ικανή απόσταση[64] Με τη σειρά τους οι Τύριοι κατασκεύασαν δεύτερη σειρά οχύρωσης στα πιο αδύναμα σημεία του τείχους, άπλωσαν σειρές κατεργασμένων δερμάτων μπροστά από τα τείχη για να εξομαλύνουν τον κραδασμό της πρόσκρουσης και κινούμενους τροχούς που εμπόδιζαν και έσπαζαν τα βέλη των επιτιθέμενων[65].

Σε αυτή ακριβώς την περίοδο μάλιστα δέχθηκε δεύτερη πρεσβεία του Δαρείου[66], που υποσχόταν μύρια τάλαντα ως λύτρα της μητέρας του, της συζύγου και των παιδιών του και πρόσθετε ότι ο Δαρείος του παραχωρούσε όλα τα εδάφη από τον Ευφράτη ποταμό ως την ελληνική θάλασσα, παρέχοντάς του για σύζυγο τη θυγατέρα του, με μοναδικό όρο να διατελεί φίλος και σύμμαχός του. Ο Αλέξανδρος έκανε γνωστή την πρόταση στους εταίρους και παραδίδεται πως ο Παρμενίων του είπε• «Εγώ, αν ήμουν Αλέξανδρος, θα τα έπαιρνα» ο δε Αλέξανδρος απάντησε, «κι εγώ, μα τον Δία, αν ήμουν Παρμενίων». Έγραψε, λοιπόν, προς τον Δαρείο ότι «τα χρήματά του δεν τα χρειάζεται, ούτε συμφωνεί να γίνει κύριος τμήματος της επικράτειας αντί ολόκληρης της χώρας και προσκάλεσε τον Δαρείο να έλθει κοντά του, υποσχόμενος κάθε φιλάνθρωπη υποδοχή• διαφορετικά εκείνος ήδη προελαύνει εναντίον του».

Η πολιορκία της Τύρου συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς με διαπλάτυνση της πρόσχωσης την κατασκευή νέων μηχανών, αλλά και τη συγκέντρωση ισχυρού στόλου 250 περίπου πλοίων[67] στη Σιδώνα από τους βασιλείς της Βύβλου και της Αράδου, που αυτομόλησαν μόλις έμαθαν ότι οι πόλεις τους ήταν στα χέρια των Μακεδόνων, τους βασιλείς της Κύπρου, από τη Ρόδο, από τη Λυκία και τους Σόλους[68]. Τούτος ο στόλος απέκλεισε τα δύο λιμάνια της Τύρου. Ο Αλέξανδρος προκάλεσε το ναυτικό της Τύρου σε ναυμαχία. Βλέποντας ο τύριος ναύαρχος το μέγεθος του κυπριακού στόλου, που χρησιμοποίησε σε αυτή την αναμέτρηση ο Αλέξανδρος, ανέκρουσε πρύμνα, αφήνοντας πίσω του τρεις τριήρεις για να τον καθυστερήσουν. Οι τρεις τριήρεις βυθίστηκαν και ο Αλέξανδρος απέκλεισε την επομένη τις εξόδους των δύο λιμένων, αφαιρώντας την επαφή των Τυρίων με τη θάλασσα[69]. Η επόμενη κίνηση ήταν η κατάληψη ή η εκπόρθηση των τειχών, η οποία πραγματοποιήθηκε σε αδύναμο σημείο του νότιου θαλάσσιου τείχους κατόπιν δοκιμαστικών επιθέσεων, τις οποίες διέταξε ο Αλέξανδρος. Η κύρια επίθεση στράφηκε σε αυτό το αδύναμο σημείο, ενώ παράλληλα έγιναν και δευτερεύουσες επιθέσεις στο βόρειο θαλάσσιο τείχος και κατά του τείχους της πρόσχωσης.

Το τελικό χτύπημα έγινε κατά τα τέλη Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου. Οι πολιορκητικοί κριοί πάνω σε πλωτές εξέδρες, προστατευμένοι από επιθέσεις εκ των άνω[70] προξένησαν μεγάλο ρήγμα στο νότιο τείχος[71]. Εκεί επιτέθηκαν οι υπασπιστές με επικεφαλής τον Άδμητο, που σκοτώθηκε μόλις έφτασε στο τείχος και πίσω τους ακολούθησε η φάλαγγα υπό τον Κρατερό. Σύντομα το τμήμα του τείχους κοντά στο ρήγμα καταλήφθηκε και σταδιακά οι Μακεδόνες έθεσαν υπό την κατοχή τους έναν προς έναν τους πύργους και τις επάλξεις. Την ίδια στιγμή το ναυτικό του Αλεξάνδρου διασπώντας τα προστατευτικά φράγματα πέρασε στους δύο λιμένες της πόλης, συντρίβοντας τα ακινητοποιημένα πλοία. Οι Τύριοι μαχητές υποχωρώντας συγκεντρώθηκαν στο Αγηνόριο, για την τελευταία τους άμυνα, στο τέλος όμως σφαγιάσθηκαν όλοι. Συμφωνα με τον Αρριανό 8.000 Τύριοι σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι 30.000 κάτοικοι της πόλης πουλήθηκαν ως δούλοι[72]. Μόνο ο βασιλιάς Αζέμιλκος και ορισμένοι άλλοι αξιωματούχοι, που είχαν καταφύγει ικέτες στο ιερό του Ηρακλή, διασώθηκαν και αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι.

Πολιορκία της Γάζας Επεξεργασία

Ο Αλέξανδρος αποκαθιστώντας τη λειτουργία της Τύρου, συνέχισε την πορεία του προς την Αίγυπτο. Η τελευταία πόλη που βρισκόταν στον δρόμο του από τη Φοινίκη προς την Αίγυπτο ήταν η Γάζα, σημαντική πόλη της παλαιστινιακής Συρίας, η οποία χρησιμοποιείτο στο παρελθόν από τους πέρσες ηγεμόνες για τον έλεγχο της σατραπείας της Αιγύπτου[73]. Η πόλη απείχε από τη θάλασσα περίπου είκοσι στάδια και αντιστάθηκε γιατί διέθετε γενναίο φρούραρχο, τον ευνούχο Βάτι[74]. Η πόλη περιβαλλόταν από έλος, ήταν μεγάλη, προσβάσιμη μόνο από ένα παχύ στρώμα άμμου, χτισμένη σε ψηλή πρόσχωση και την προστάτευαν ισχυρά τείχη. Θεωρώντας ότι η πόλη του ήταν απόρθητη, ο διοικητής της είχε μαζέψει προμήθειες για μακροχρόνια πολιορκία, προσέλαβε επιπλέον Άραβες μισθοφόρους και αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη. Έτσι διπρόσωπη απέβη για τον Αλέξανδρο η Φοινίκη. Από τη μία οι περισσότερες πόλεις παραδόθηκαν με συνθηκολόγηση, από την άλλη δύο πολιορκίες τον εξανάγκασαν σχεδόν σε ενός χρόνου καθυστέρηση των σχεδίων του.

Η πρόσχωση πάνω στην οποία κτίστηκε η πόλη ήταν τόσο ψηλή, ώστε οι αρχιμηχανικοί βεβαίωσαν τον Αλέξανδρο πως ήταν αδύνατη η προσβολή των τειχών. Ο Αλέξανδρος έδωσε τότε την εντολή να επιχωματωθεί ένα σημείο στο νότιο τμήμα του τείχους, εκεί που φαινόταν πιο αδύναμο[75]. Επειδή είχε προηγηθεί κάποιο θεϊκό σημάδι και ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι θα κινδύνευε η ζωή του, την ημέρα της επίθεσης ο Αλέξανδρος κρατήθηκε μακριά από τις βολές των υπερασπιστών. Όταν όμως οι άραβες μισθοφόροι βγήκαν από τα τείχη, πυρπόλησαν τις μηχανές και απώθησαν τους Μακεδόνες, έσπευσε με τους υπασπιστές και απέτρεψε την υποχώρηση. Τότε τραυματίστηκε σοβαρά από βέλος καταπέλτη, που διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του[76].

Στο μεταξύ έφτασαν στη Γάζα οι μηχανές, που είχαν εκπορθήσει την Τύρο. Τις ανέβασαν στο ανάχωμα και άρχισαν να κατεδαφίζουν τα τείχη. Παράλληλα με τη δράση των μηχανών, υπέσκαπταν με υπονόμους τα θεμέλια του τείχους, το οποίο γκρεμιζόταν. Οι κινήσεις του μηχανικού καλύπτονταν από καταιγισμό βελών, που προξενούσε απώλειες στους πολιορκημένους, οι οποίοι άντεξαν σε τρία επιθετικά κύματα. Στο τέταρτο επιθετικό κύμα πρώτος πάτησε στα τείχη της Γάζας ο εταίρος Νεοπτόλεμος από το γένος των Αιακιδών. Οι πολιορκητές πέρασαν εύκολα τα τείχη και άρχισαν να ανοίγουν τις πύλες. Οι υπερασπιστές της Γάζας δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα, έως ότου σκοτώθηκαν όλοι, περίπου 10.000. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος πούλησε τα γυναικόπαιδα για δούλους, μετέφερε γειτονικούς πληθυσμούς για να την κατοικήσουν και τη χρησιμοποίησε ως φρούριο[77]. Ο Κούρτιος από όλους τους ιστορικούς παραδίδει ότι εδώ ο Αλέξανδρος, αντίθετα προς τη γενικότερη συμπεριφορά του, αν κρίνουμε τη γενική εικόνα, ατίμασε τον Βάτι, σέρνοντάς τον πίσω από το άρμα του[78]. Ωστόσο στο κλίμα της έλλειψης εμπιστοσύνης σε αυτά που παραδίδει ο Κούρτιος -πλην του P. Green- και η γενικότερη εμμονή στην προπαγανδιστική εικόνα που προβάλλει ο Αρριανός για τον Αλέξανδρο, απορρίπτεται από τους σύγχρονους ιστορικούς τούτη η πληροφορία ή χρησιμοποιείται αρνητικά.

Η κατάληψη της Γάζας σήμαινε ότι ο Αλέξανδρος ήταν πια ελεύθερος να προχωρήσει προς την Αίγυπτο. Στα τέλη του χρόνου, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Αίγυπτο όπου έγινε δεκτός ως απελευθερωτής. Ξεχειμώνιασε στο δέλτα του Νείλου και έχτισε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, το στράτευμα άρχισε την πορεία του προς τα βορειοανατολικά, για να φτάσει στη Μεσοποταμία, καθώς είχαν συγκεντρωθεί πληροφορίες ότι ο Δαρείος ερχόταν στην κοιλάδα του Ευφράτη με αναρίθμητους άνδρες.

331 π.Χ.: Η μάχη στα Γαυγάμηλα Επεξεργασία

Το εκστρατευτικό σώμα έφθασε στην πόλη Θάψακο[79], κτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη, αρχές καλοκαιριού του 331 π.Χ.. Εκεί, τα προπορευόμενα τμήματα του μηχανικού είχαν ήδη αρχίσει τις προσπάθειες γεφύρωσης του ποταμού. Ωστόσο, η κατασκευή των δύο πλωτών γεφυρών δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί, καθώς ο Μαζαίος είχε καταλάβει την ανατολική όχθη του ποταμού με απόσπασμα 5.000 ανδρών του περσικού στρατού[80]. Σύντομα, όμως, βλέποντας τον στρατό του Αλέξανδρου, ο Μαζαίος υποχώρησε. Η γεφύρωση ολοκληρώθηκε και ο στρατός του Αλέξανδρου διέσχισε τον μεγάλο ποταμό. Ωστόσο, για λόγους επιμελητείας κυρίως και κλιματικών συνθηκών, ο Αλέξανδρος δεν κινήθηκε νοτιοανατολικά, όπως ίσως θα αναμενόταν αλλά βόρεια, μέσω της Μυγδονίας, όπως την αποκάλεσαν ύστερον οι Μακεδόνες, με τους δροσερούς λόφους και την άφθονη βοσκή για τα άλογα, τις κατοικημένες περιοχές για την προμήθεια τροφίμων και περισσότερη δροσιά για τους πεζούς.

Λίγο αργότερα, όμως, αιχμαλωτίστηκαν Πέρσες ανιχνευτές. Από αυτούς πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος πως ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει στρατιά μεγαλύτερη από εκείνη της μάχης της Ισσού και πως είχε στρατοπεδεύσει στη δυτική όχθη του ποταμού, με την απόφαση να μην επιτρέψει τη διάβαση του Τίγρη. Ακούγοντας την είδηση, ο Αλέξανδρος θεώρησε πως δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει το πέρασμα ενός τέτοιου ποταμού κάτω από τα βέλη του αντιπάλου του και τράβηξε βορειανατολικά, στο Μπετζαμπντέ, όπου πέρασε δύσκολα τον μεγάλο ποταμό και βρέθηκε στην ανατολική όχθη. Εκεί σταμάτησε μια μέρα για να ξεκουράσει το στράτευμα στις ορεινές όχθες.

Το ίδιο βράδυ (20 Σεπτεμβρίου 331 π.Χ.[81]) συνέβη ολική έκλειψη σελήνης και φόβος εξαπλώθηκε στο στρατόπεδο, καθώς η έκλειψη θεωρείτο κακός οιωνός. Ο μάντης Αρίστανδος όμως θύμισε στο στράτευμα πως σύμφωνα με τους Πέρσες μάγους ο ήλιος είναι το έμβλημα των Ελλήνων και η σελήνη έμβλημα των Περσών. Κατόπιν θυσίασε στη Σελήνη, τον Ήλιο και τη Γη ο μάντης και εξετάζοντας τα σφάγια βρήκε πως η έκλειψη ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες και ότι μέσα σε ένα μήνα θα γινόταν νικηφόρα μάχη. Με τέτοιον ευνοϊκό χρησμό ο στρατός ξεκίνησε την αυγή να συναντήσει τους Πέρσες. Βάδισαν νότια κατά μήκος του Τίγρη για τέσσερεις ημέρες. Εκεί συνάντησαν ιππείς και ο Αλέξανδρος με τη βασιλική ίλη, τους πρόδρομους, τους Παίονες και άλλη μία ίλη τους επιτέθηκε. Αρκετοί σκοτώθηκαν, άλλοι ξέφυγαν και κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν[82]. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ο Δαρείος βρισκόταν κοντά στον ποταμό Βούμηλο[83].

Ο Αλέξανδρος αμέσως σταμάτησε την προέλαση του στρατού και στρατοπέδευσε, οχυρώνοντας το στρατόπεδο, για κάθε ενδεχόμενο. Εδώ ξεκούρασε το στράτευμα επί τέσσερις ημέρες. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, 29η προς 30η Σεπτεμβρίου, προέλασε και πάλι, αφήνοντας πίσω του σκεύη, αιχμαλώτους και τους απόμαχους. Αρχικά προχώρησε ανάμεσα σε γήλοφους που τον χώριζαν από τον εχθρό. Ανεβαίνοντας τις πρωινές ώρες στα υψώματα είδε απέναντί του σε απόσταση περίπου τριάντα σταδίων τις αντίπαλες δυνάμεις. Παρέταξε τη φάλαγγα και συγκέντρωσε τους ανώτερους αξιωματικούς. Τους συμβουλεύτηκε, αν έπρεπε να προχωρήσει και να αρχίσει αμέσως την επίθεση. Οι περισσότεροι ήταν της άποψης να επιτεθούν αμέσως, αλλά ο Παρμενίων επέμεινε πως θα ήταν ασύνετο να κάνουν κάτι τέτοιο, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την περιοχή μπροστά τους, τις φυσικές και τεχνητές της δυσκολίες ούτε την παράταξη των εχθρών, επιμένοντας ότι το θα ήταν ορθότερο να παρατηρηθούν όλα αυτά πριν ξεκινήσει η μάχη.

Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του Παρμενίωνα και διέταξε να μείνουν εκεί, αλλά παρατεταγμένοι σε μάχη. Κατασκεύασε εδώ νέο οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο μετέφερε τη σκευή και τους αιχμαλώτους από το προηγούμενο. Ο ίδιος παίρνοντας μαζί του τους ψιλούς και τους εταίρους από τους ιππείς, κατασκόπευσε ανεμπόδιστα τους αντιπάλους και την περιοχή. Ο Παρμενίων, ο Πολυσπέρχων και άλλοι τον συμβούλευσαν, όταν επανήλθε από την ανίχνευση, να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, γνώμη που ο Αλέξανδρος απέρριψε, θεωρώντας πως δεν είναι τίμιο να κλέψει τη νίκη[84], και ότι επιθυμεί και μπορεί να νικήσει και φανερά και χωρίς σοφίσματα τον Δαρείο. Κατόπιν έπεσε και κοιμήθηκε τόσο βαριά, που φέρεται ότι χρειάστηκε τρεις φορές το πρωί να του μιλήσει ο Παρμενίων για να σηκωθεί.

Ο περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εδώ, έφθανε συνολικά τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, όπως παραδίδει ο Αρριανός[85], αν και η άποψή του θεωρείται λίγο-πολύ προπαγανδιστική. Στον συγκεκριμένο στρατό που παρέταξε, ο Δαρείος επέφερε και άλλες βελτιώσεις. Προμηθεύθηκε ξίφη και δόρατα πολύ μεγαλύτερα από τα προηγούμενα[86] και κατασκεύασε 200 δρεπανηφόρα άρματα, το καθένα από τα οποία διέθετε ένα είδος μυτερού καμακιού που εξείχε αρκετά από τους ίππους, ενώ εκατέρωθεν του ζυγού πρόβαλλαν τρία μακριά ακόντια. Επίσης και από τις δυο πλευρές των αξόνων των τροχών πρόβαλλαν δρέπανα. Επιπλέον, ο Δαρείος φέρεται πως είχε στα Άρβηλα 15 οπλισμένους ελέφαντες, που για πρώτη φορά αναφέρονται ότι παρατάχτηκαν σε πεδίο μάχης.

 
Η επίθεση των αρμάτων στη μάχη στα Γαυγάμηλα.

Την 1η Οκτωβρίου του 331 π.Χ. δόθηκε η μάχη που θα έκρινε το μέλλον του αρχαίου κόσμου. O Aλέξανδρος είχε 47.700 άνδρες, ενώ ο Δαρείος από 52.000 ως 120.000 (κατά αρχαίες πηγές 1.000.000). Στην απλούστερη εκδοχή της[87] και προκειμένου να κατανοήσει ο αναγνώστης τις εκδραματισμένες και ενίοτε αμφισβητούμενες σκηνές που παρατίθενται πιο κάτω, η μάχη ξεκίνησε με τους Πέρσες να επιτίθενται στο δεξιό πλευρό των Ελλήνων. Τότε ο Αλέξανδρος ενίσχυσε τη δεξιά πλευρά με ιππείς. Ο Δαρείος με τη σειρά του έστειλε και άλλες ενισχύσεις στο σημείο αυτό, δημιουργώντας, όμως, κενό στο αριστερό του πλευρό. Αντιλαμβανόμενος το κενό ο Αλέξανδρος επιτέθηκε αστραπιαία επικεφαλής των εταίρων. Μέσα από το κενό αυτό προσπάθησε να στραφεί προς το κέντρο του περσικού στρατεύματος, τρέποντας τη φρουρά του Δαρείου που πολεμούσε σκληρά από το άρμα του σε φυγή[88]. Ο Δαρείος, εκτεθειμένος μετά την υποχώρηση της προσωπικής φρουράς του αναγκάστηκε να διαφύγει με τη σειρά του[89]. Η φυγή γενικεύτηκε και όταν ο Αλέξανδρος έσπευσε προς ενίσχυση του Παρμενίωνα, η μάχη είχε ουσιαστικά λήξει. Ο Αλέξανδρος κατεδίωξε τους Πέρσες ως τα Άρβηλα, ενώ ο Δαρείος κατόρθωσε να διαφύγει στη Μηδία, με φρουρά μερικών χιλιάδων ιππέων.

Η νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν τόσο εκκωφαντική, ώστε ο Αρρειανός λέει ότι οι Μακεδόνες κυνηγούσαν τους Πέρσες από τα Γαυγάμηλα ως τη Βαβυλώνα, την οποία κατέλαβαν οι Μακεδόνες τον Νοέμβριο, ενώ τον άλλο μήνα καταλήφθηκε και η άλλη πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, τα Σούσα, μετά την ανακωχή του σατράπη Αβουλίτη με τον Αλέξανδρο.

330 π.Χ.: Η αντίσταση των σατραπών Επεξεργασία

Η άτακτη φυγή του Δαρείου βύθισε την περσική αυτοκρατορία στο χάος και η κεντρική εξουσία κατακερματίστηκε. Άλλοι σατράπες συνθηκολογούσαν με τους Μακεδόνες, άλλοι αντιστέκονταν, άλλοι κοιτούσαν απλά να πλιατσικολογήσουν τα δημόσια ταμεία των επαρχιών τους.

Τον Ιανουάριο του 330 π.Χ., ο Αλέξανδρος, αφού υπέταξε τους επικίνδυνους ορεινούς Ουξίους, εκστράτευσε στην Περσίδα (Φαρς), όπου ο σατράπης Αριοβαρζάνης είχε συγκεντρώσει στρατό για να αμυνθεί μέχρις εσχάτων. Η μάχη δόθηκε στην Περσίδα πύλη, και ο Αλέξανδρος νίκησε μεν, με βαριές απώλειες δε, στη μάχη που ονομάστηκε οι "Θερμοπύλες των Περσών". Μετά από αυτό, ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Περσέπολη, αρχαία πρωτεύουσα της Περσίας, την οποία κατέστρεψε εκ θεμελίων για να εκδικηθεί την καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη το 480 π.Χ.. Από εκεί, κατευθύνθηκε στα βόρεια για να καταδιώξει τον Δαρείο. Όταν έφτασε στις Κασπίες Πύλες έμαθε ότι ο Δαρείος είχε συλληφθεί από τον σατράπη Βήσσο είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς στην Ανατολή. Τότε ο Μακεδόνας βασιλιάς ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία σε καταδίωξη του Βήσσου, πρώτα διά μέσου της Υρκανίας (Μαζανταράν) και της Ατροπατηνής Μηδίας (Αζερμπαϊτζάν) προς την Αρία (Χορασάν), κι από εκεί, παρακάμπτοντας τη μεγάλη έρημο του Λωτ (Dasht-e Lut) στο ανατολικό Ιράν, έφτασε στα τέλη του 330 στη Βακτριανή (Αφγανιστάν). Σε αυτή τη μακρά πορεία, όπως μας πληροφορεί ο Αρριανός, οι Μακεδόνες κυρίευσαν τετρακόσιες μεγάλες και μικρές πόλεις χωρίς να δώσουν καμιά μάχη. Παρ' όλα αυτά, ο Βήσσος, που στο μεταξύ είχε δολοφονήσει τον Δαρείο, παρέμενε ασύλληπτος, έχοντας περάσει τον ποταμό Ώξο στα βόρεια. Τον ίδιο περίπου καιρό, στα τέλη του 330 π.Χ., ο στρατηγός Φιλώτας, γιος του Παρμενίωνα, καταδικάστηκε σε θάνατο για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά. Φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα για την εκτέλεση του γιου του, ο Αλέξανδρος έστειλε τους σωματοφύλακες Κλέανδρο και Σιτάλκη να κόψουν το κεφάλι του γηραιού στρατηγού.

329 π.Χ.: Πολιορκία της Κυρούπολης και μάχη στον Ιαξάρτη Επεξεργασία

Τον βαρύ χειμώνα του 330-329 π.Χ., ο Αλέξανδρος, πάντα καταδιώκοντας τον Βήσσο, πέρασε τον Ινδικό Καύκασο (Χίντου Κους) και βρέθηκε στα Βάκτρα (Μπαλχ). Στη συνέχεια διέσχισε τον ποταμό Ώξο φτιάχνοντας μια «γέφυρα από βάρκες» και μπήκε στην επαρχία της Σογδιανής. Τότε οι αγγελιαφόροι του ανήγγειλαν τη σύλληψη του Βήσσου. Ο Αλέξανδρος διέταξε τη θανάτωση του Βήσσου, επειδή ο τελευταίος είχε σκοτώσει τον νόμιμο βασιλιά της Περσίας και είχε ληστέψει τον πλούτο των ανατολικών επαρχιών. Μετά από αυτό, ο Αλέξανδρος μπήκε στα Μαράκανδα (Σαμαρκάνδη) κι από εκεί ξεκίνησε για την κατάληψη της πιο καλά οχυρωμένης πόλης των Σόγδιων, της Κυρούπολης.

Πολιορκία της Κυρούπολης Επεξεργασία

Η Κυρούπολη, που είχε χτιστεί από τον Κύρο τον Μέγα, ήταν διάσημη για την απροσπέλαστη τάφρο της. Ο Αλέξανδρος διέταξε να κοπούν όλα τα δέντρα γύρω από την πόλη, και να πεταχτούν οι κορμοί τους στην τάφρο. Έτσι η μέχρι τότε αδιάβατη τάφρος έγινε προσπελάσιμοι, και οι Μακεδόνες με γενική επίθεση εκπόρθησαν την πόλη. Σε αυτή την έφοδο όμως τραυματίστηκε ο Αλέξανδρος από μια μεγάλη πέτρα που πέταξε κάποιος από τους πολιορκημένους και τον βρήκε κατακέφαλα. Μετά την κατάληψη της οχυρής Κυρούπολης η Σογδιανή ειρήνευσε, και ο Αλέξανδρος ήταν ελεύθερος να κινηθεί ακόμα πιο βόρεια.

Η μάχη στον Ιαξάρτη Επεξεργασία

 
Οι Μακεδόνες περνούν τον Ιαξάρτη.

Στα μέσα του 329 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε βόρεια της Σαμαρκάνδης (Μαράκανδα) για να αντιμετωπίσει τους Σκύθες που έκαναν συχνές επιδρομές στη Σογδιανή. Ο Αλέξανδρος πήρε αυτή την απόφαση για να διαφυλάξει τα νώτα της αυτοκρατορίας του από μελλοντικές επιδρομές νομάδων από τον βορρά και την ανατολή. Η απόφαση αυτή εμπεριείχε ρίσκα, καθώς ήταν γνωστό στους Έλληνες ότι ο μόνος βασιλιάς που είχε περάσει τον Ιαξάρτη από τα νότια, ο Κύρος ο Μέγας της Περσίας, είχε σκοτωθεί στη μάχη με τους Σκύθες, και ότι οι αχανείς έρημοι πέραν του ποταμού ήταν αδιάβατες. Παρ' όλα αυτά ο Αλέξανδρος υπολόγισε ότι ο κίνδυνος των σκυθικών επιδρομών ήταν πολύ σημαντικός για να μείνει αναπάντητος. Τον Αυγουστο του 329 π.Χ. ο Αλέξανδρος έχτισε στη νότια όχθη του Ιαξάρτη την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, που αποτέλεσε το βορειοανατολικότερο σημείο της αυτοκρατορίας του.

Ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ιαξάρτη τον Οκτώβριο του 329 π.Χ. και χάρη στη γρήγορη διάβαση του ποταμού κατόρθωσε να υποχρεώσει σε μάχη τους Σκύθες νομάδες, που είχαν τη φήμη στρατού που μπορούσε διαρκώς να αποφεύγει τη μάχη και να υποχωρεί στο άγνωστο - για τον αντίπαλο - εσωτερικό. Οι Μακεδόνες ήρθαν αντιμέτωποι με στρατό 15.000[90] Σκυθών, που οι περισσότεροι ήταν έφιπποι τοξότες. Στη μάχη, η αριστερή πλευρά των Μακεδόνων απώθησε τη δεξιά των αντιπάλων, ενώ η μακεδονική δεξιά πλευρά, που αντιμετώπιζε τον κύριο όγκο των Σκυθών, υποχώρησε σκόπιμα, για να αποκόψει το αντίπαλο άκρο από το κέντρο, στην κλασική μακεδονική τακτική «σφύρας και άκμονος». Σε μια από τις συγκρούσεις σκοτώθηκε ο αρχηγός των Σκυθών Σατράκης, και μετά από αυτό οι Σκύθες υποχώρησαν άτακτα, με αποτέλεσμα οι Μακεδόνες να σκοτώσουν 1.000, ενώ συνέλαβαν 150 αιχμαλώτους και 1.800 άλογα.

Παρά τη νίκη του, ο Αλέξανδρος δεν προχώρησε στην αχανή άγνωστη έκταση βόρεια του Ιαξάρτη, που καλυπτόταν από άγονες στέππες και ερήμους. Ο Μακεδόνας βασιλιάς απελευθέρωσε όλους τους Σκύθες αιχμαλώτους, και αυτή η πολιτική είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα: οι νομάδες δεν επανέλαβαν τις επιδρομές. Μετέπειτα, πολλοί έφιπποι τοξότες από τα βόρεια της αυτοκρατορίας στρατολογήθηκαν από τον Αλέξανδρο και η παρουσία τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία κατά της Ινδίας, κυρίως στη μάχη του Υδάσπη.

328–327 π.Χ.: Η υποταγή των ανατολικών σατραπειών Επεξεργασία

Το 328 πέρασε με την καταστολή μιας νέας εξέγερσης των Σόγδιων, υπό τον Σπιταμένη, που εφήρμοσε τακτικές ανταρτοπολέμου ενάντια στους Μακεδόνες, και τελικά ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να νικήσει με τη βοήθεια των στρατηγών Μελέαγρου και Κρατερού. Μια τρίτη εξέγερση των Σόγδιων το 327 π.Χ. κατεστάλη όταν ο Αλέξανδρος πολιόρκησε και κυρίευσε τον - θεωρούμενο απροσπέλαστο - Βράχο της Σογδιανής. Την ίδια εποχή ο Μακεδόνας βασιλιάς παντρεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη του ηγεμόνα της Βακτριανής Οξυάρτη.

Στα τέλη του 327 ο Αλέξανδρος πέρασε ξανά το Χίντου Κους, αυτή τη φορά προς τα νότια, χτίζοντας την Αλεξάνδρεια στον Καύκασο (σημερινή Καμπούλ), για να φτάσει στην Πενταποταμία της Ινδικής υποηπείρου.

326 π.Χ.: Εκστρατεία στην Ινδία και η Μάχη στον Υδάσπη Επεξεργασία

Περνώντας τη διάβαση Χαβάκ των Ιμαλαΐων (ύψος 3.848 μ.) ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό, τον οποίο διέβη για να βρεθεί στην Ινδική υποήπειρο. Πρώτα εκπόρθησε την Άορνο και άλλες πόλεις και οχυρά των Ασακηνών, καθώς και το βασίλειο του Ταξίλη. Έχοντας μαζί του και μη ελληνικές δυνάμεις, προχώρησε νοτιώτερα, όπου στον ποταμό Υδάσπη ήρθε αντιμέτωπος με τον βασιλιά Πώρο.

Η μάχη του Υδάσπη Επεξεργασία

 
Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ (André Castaigne), που απεικονίζει την επίθεση της μακεδονικής φάλαγγας στο κέντρο, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Υδάσπη.

Στον Υδάσπη οι Μακεδόνες θα έρχονταν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τους φοβερούς πολεμικούς ελέφαντες της Ινδίας. Ο Αλέξανδρος, γνωρίζοντας τη δύναμη των ελεφάντων, τροποποίησε την κλασική τακτική των Μακεδόνων: αυτή τη φορά η φάλαγγα δε θα επιτίθονταν πρώτη, αλλά τη μάχη θα άνοιγε το ιππικό, και ειδικά τα πολύ ευκίνητα άλογα από τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, οι καβαλάρηδες των οποίων ήταν τοξότες και μπορούσαν να χτυπήσουν τους ελέφαντες από μακριά χωρίς να έρθουν σε επαφή μαζί τους (η τακτική αυτή μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε και από τους Πάρθους απέναντι στις ρωμαϊκές λεγεώνες κλπ.)

Οι Μακεδόνες πέρασαν τον Υδάσπη ποταμό χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον στρατό του Πώρου, και μάλιστα σε καιρό μουσώνων τον Μάιο του 326. Η διάβαση αυτή και ο πλευρικός αιφνιδιασμός του Αλέξανδρου στον Πώρο χαρακτηρίζεται ως ένα από τα στρατιωτικά αριστουργήματα του Μακεδόνα στρατηλάτη. Η μάχη άρχισε με τους ιπποτοξότες του Αλέξανδρου να χτυπούν από μακριά τους ινδικούς ελέφαντες και να υποχωρούν εικονικά. Στη συνέχεια, η φάλαγγα με τις σάρισες προχώρησε μπροστά, και η μάχη ήταν σκληρή, αφού οι ελέφαντες, ακόμα και καταπονημένοι, προξενούσαν απώλειες στους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος έστειλε τους Κοίνο και Κρατερό σε μια διπλή πλευρική υπερκέραση των Ινδών, και ο στρατός του Πώρου ξαφνικά βρέθηκε εξ απήνης, αφού δεχόταν επίθεση από τα πλευρά και τα νώτα. Τη στιγμή εκείνη, ο Αλέξανδρος έδωσε τη χαριστική βολή με τους Εταίρους του, που δεν είχαν συμμετάσχει στη μάχη ως τότε, και με τη σφοδρότητα της επίθεσής τους διέλυσαν το ινδικό κέντρο. Δυο γιοι του Πώρου σκοτώθηκαν και ο ίδιος ο Ινδός βασιλιάς πιάστηκε αιχμάλωτος, αφέθηκε όμως ελεύθερος από τον Αλέξανδρο που αναγνώρισε ότι ο Πώρος υπήρξε άξιος αντίπαλος.

Οι στρατιώτες στασιάζουν Επεξεργασία

Η μάχη στον Υδάσπη, αν και νικηφόρα, ήταν πολύ επώδυνη για τους Μακεδόνες, αφού έχασαν πάνω από 1.000 άνδρες, ενώ κοντά στους 10.000 ήταν οι τραυματισμένοι, σε μια μάχη που διήρκεσε πάνω από δέκα ώρες (από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου). Επιπλέον, ανατολικά του Γάγγη υπήρχε το μεγάλο ινδικό κράτος Νάντα, που, σύμφωνα με τις πληροφορίες των Μακεδόνων, μπορούσε να παρατάξει στη μάχη 500.000 άντρες και 6.000 πολεμικούς ελέφαντες. Τα νέα αυτά γέμισαν με φόβο τους άνδρες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στην ανατολική όχθη του ποταμού Ύφαση στασίασαν και ζήτησαν από τον βασιλιά τους να γυρίσουν πίσω. Μετά από τρεις μέρες αναμονής, ο Αλέξανδρος τελικά συναίνεσε, και έτσι η εκστρατεία που τον είχε φέρει από την Πέλλα ως τον Ύφαση έπαιρνε τέλος. Ξεκινούσε όμως ο μακρύς δρόμος της επιστροφής, που δεν θα ήταν καθόλου εύκολος.

325 π.Χ.: Η επιστροφή από την Ινδία Επεξεργασία

 
Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ, που απεικονίζει σκάλα, η οποία καταρρέει, από το βάρος των Μακεδόνων στρατιωτών, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας των Μαλλών.

Στα τέλη του 326-αρχές του 325 π.Χ., ο Αλέξανδρος πολιόρκησε την πόλη των Μαλλών (σημερινό Μουλτάν στο νοτιοανατολικό Πακιστάν), την οποία κυρίευσε αφού έβαλε τη ζωή του σε σοβαρό κίνδυνο και δέχτηκε βέλη στον πνεύμονα και το μέτωπο. Ξαναπερνώντας τον Ινδό ποταμό, έστειλε το ένα τρίτο του στρατεύματος στα Σούσα διά θαλάσσης με τον ναύαρχο Νέαρχο, το άλλο τρίτο από τον παραλιακό δρόμο που ενώνει την ακτή του Ινδικό Ωκεανό με τον Περσικό κόλπο, και αυτός με 30.000 διέσχισε την τρομερή έρημο της Γεδρωσίας (σημερινό Μπαλοχιστάν). Στην έρημο αυτή πέθαναν από δίψα και κακουχίες 12.000 άντρες. Τελικά το στράτευμα έφτασε στην Καρμανία και από εκεί στα Σούσα, όπου ενώθηκε με τα άλλα δύο σώματα στρατού και ξεχειμώνιασαν.

324 π.Χ.: Η τελευταία εκστρατεία Επεξεργασία

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του Αλέξανδρου δεν είναι γεμάτα από πολέμους, όπως τα προηγούμενα. Ο Αλέξανδρος αυτή την περίοδο εστιάζει στη διακυβέρνηση της αχανούς αυτοκρατορίας του και τη σύσφιξη των δεσμών Ελλήνων και Περσών. Παρ' όλα αυτά, τον χειμώνα του 324, μετά τον θάνατο του παιδικού του φίλου Ηφαιστίωνα, έκανε μια τελευταία εκστρατεία.

Ο τελευταίος του αντίπαλος ήταν η πολεμική φυλή των Κοσσαίων, που κατοικούσε στις βουνοπλαγιές του Ζάγρος. Η φυλή αυτή είχε διατηρήσει τυπικά την ανεξαρτησία της τον καιρό της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος πήγε από τη Βαβυλώνα στα Εκβάτανα και από εκεί στην περιοχή της σημερινής Ναχαβάντ, όπου χώρισε τον στρατό σε τέσσερις μονάδες και επιτέθηκε από τέσσερις πλευρές στους Κοσσαίους, για να μην μπορούν να διαφύγουν στα λημέρια τους. Η εκστρατεία αυτή υπήρξε νικηφόρα, και ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος θυσίασε τους νεκρούς Κοσσαίους στον Ηφαιστίωνα, τον οποίο είχε θεοποιήσει, και ότι έχτισε περιτειχισμένες πόλεις στην περιοχή. Φαινομενικά, λοιπόν, ο Αλέξανδρος είχε υποτάξει αυτή την ορεινή φυλή, ο Διόδωρος Σικελιώτης όμως λέει ότι έξι χρόνια μετά, όταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος πέρασε από την περιοχή, οι Κοσσαίοι ήταν το ίδιο ανεξάρτητοι και εχθρικοί προς τους Μακεδόνες όπως πριν την τελευταία εκστρατεία του Αλέξανδρου.[91]

Μετά από αυτό, ο Αλέξανδρος γύρισε στη Βαβυλώνα, όπου έμελλε να πεθάνει, πριν κλείσει το 33ο έτος της ηλικίας του, στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ..

Σημειώσεις - Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Freeman, Charles. The Greek Achievement: The Foundation of the Western World. Allen Lane, 1999. (ISBN 978-0-7139-9224-3). p.172: "In scope and extent his achievements ranked far above that of the Macedonian king, Alexander ("the Great") who was to demolish the empire in the 320s but fail to provide any stable alternative."
  2. Bowra, C. Maurice (1994) [1957]. The Greek Experience. London: Phoenix Orion Books Ltd. σελ. 9. ISBN 978-1-85799-122-2. 
  3. Sacks, David, (1995), Encyclopedia of the Ancient Greek World, London: Constable and Co. Ltd, (ISBN 978-0-09-475270-2), p. 16.
  4. Αρριανός Α' 7,5.
  5. Διόδωρος ΙΖ΄ 9, 3.
  6. […] διδούς επί των πεπραγμένων μετάνοιαν […]. Βλ. Πλούταρχος, Αλέξανδρος.
  7. Βλ. Πλούταρχος Αλέξανδρος ΙΑ' 7. Ο Αρριανός δε φαίνεται να γνωρίζει τίποτα για τέτοιου είδους προσφορά.
  8. Βλ. Πλούταρχος Αλέξανδρος ΙΑ' 8.
  9. 9,0 9,1 Green P. 2008, 220.
  10. Διόδωρος Σικελιώτης 17.11.1-14.1.
  11. Αμυντικός περίβολος, ξύλινος φράκτης ουσιαστικά.
  12. Droysen 1996, 138.
  13. Στην εξιστόρηση της βασιλείας του Αλέξανδρου, ο Πτολεμαίος έγραψε ότι αυτή η επίθεση δεν ήταν προσχεδιασμένη, αλλά ότι έγινε ελλείψει πειθαρχίας και ότι οι άνδρες του Περδίκκα αγνόησαν τις επίσημες εντολές. Τούτο είναι πιθανώς ψέμα, καθώς είναι γνωστή η εχθρότητα μεταξύ των δύο στρατηγών κατά το 320 π.Χ..
  14. Τούτη η φρουρά είχε τοποθετηθεί από τον βασιλέα Φίλιππο ήδη από το 338 π.Χ..
  15. Βάσει της περιγραφής του Αρριανού που αντλεί από τον Πτολεμαίο. Ο Droysen θεωρεί την περιγραφή του Διόδωρου που αντλεί από τον Κλείταρχο για την ύπαρξη σχεδίου αναξιόπιστη. Βλ. Droysen 1996, 144, σημ. 232Ε.
  16. Ο αριθμός των 30.000 και των 6.000 δεν είναι απίθανος, καθώς στους υπερασπιστές συμμετείχαν μέτοικοι και απελεύθεροι. Αναφέρεται από τον Διόδωρο, ΙΖ' 1, τον Πλούταρχο, Αλέξανδρος ΙΑ΄, 12 και τον Αιλιανό, Ποικίλη Ιστορία, ΙΓ', 7.
  17. Green P. 2008, 224.
  18. Διόδωρος ο Σικελιώτης, 17.11-13.
  19. Αρριανός Α΄ 16, 7
  20. Αρριανός Α΄ 17, 3
  21. Αρριανός Α΄ 17, 12.
  22. […] άλσος καθιερωμένον Αλεξάνδρω των Φιλίππου και αγών υπό του κοινού των Ιώνων Αλεξάνδρεια καταγέλλεται συντελούμενος ενταύθα […]. Βλ. Στράβων ΙΔ΄ 644.
  23. Βέβαια αυτή η απαλλαγή συμβάδιζε με την απαίτηση ένταξης των πόλεων στην ελληνική συμμαχία, γεγονός που τις υποχρέωνε σε συνεισφορές (συντάξεις). Βλ. Green P. 2008, 272.
  24. Πλίνιος XXXV, 86 και Αιλιανός Ποικίλη Ιστορία, Β΄ 3.
  25. 25,0 25,1 Bosworth A. B. 1993, 46.
  26. Αρριανός 1.18.4
  27. Droysen J.G 1996, 210.
  28. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, [1.18.6] Παρμενίων μὲν δὴ καὶ ὣς παρῄνει Ἀλεξάνδρῳ ναυμαχεῖν, τά τε ἄλλα κρατήσειν τῷ ναυτικῷ τοὺς Ἕλληνας ἐπελπίζων καί τι καὶ θεῖον ἀνέπειθεν αὐτόν, ὅτι ἀετὸς ὤφθη καθήμενος ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ κατὰ πρύμναν τῶν Ἀλεξάνδρου νεῶν.
  29. Green. P. 2008, 274.
  30. Αρριανούς 1. 19.1.
  31. Αρριανός 1. 19.2.
  32. Αρριανός 1. 19.6 και Διόδωρος 17.22.4-5
  33. Green. P. 2008, 275.
  34. Αρριανός 1. 19.7-8
  35. Αρριανός 1. 19.8.
  36. Green P. 2008, 281.
  37. Βλ. Αρριανός 1 20.3, [...] αι τε τριήρεις εφώρμουν τω λιμένι
  38. Αρριανός 2. 1.1. [...] του τε ναυτικού παντός ηγεμών και της παραλίου ξυμπάσης[...].
  39. ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ ΙΖ’ 29.[4]: “ὁ δὲ Μέμνων χρήμασι διαφθείρων πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων ἔπεισε κοινωνεῖν τῶν Περσικῶν ἐλπίδων”
  40. Για τη λεπτομερή περιγραφή της πολιορκίας βλ. Αρριανός 1. 20.2-23.6 και Διόδωρος 17. 24.4-27.6.
  41. Ξύλινα τροχήλατα σκέπαστρα που χρησίμευαν ως ασπίδες. Βλ. Green P. 2008, 283.
  42. Αρριανός 1.20. 10.
  43. Βλ. Διόδωρος 17. 26.
  44. Βλ. Αρριανός 1. 22.6 και Διόδωρος 17. 27.4.
  45. Βλ. Droysen 1996, 225.
  46. Green P. 2008, 286.
  47. Διόδωρος 17. 23.1.
  48. Στράβων ΙΔ΄ 668 και 672 […] τραχεία Κιλικία και Τραχειώτις […]
  49. Ο αριθμός αυτού του στρατεύματος έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση στη σύγχρονη εποχή. Βλ. Green P. 2008, 318.
  50. Βλ Green P. 2008, 699, σημ. 58, επί του θέματος.
  51. Αρριανός Β΄ 6, 3-6, όπου παραδίδεται λεπτομερής αφήγηση των συμβάντα στο συμβούλιο του Δαρείου.
  52. Οι κινήσεις αυτές του μακεδονικού και του περσικού στρατού, η παράδοξη αντιστροφή των μετώπων που παρουσιάζεται από τις πηγές ως αποτέλεσμα σύμπτωσης έδωσε κατά τον Ρένο Αποστολίδη, μεταφραστή του Droysen «το έναυσμα για πολλές αλληλοσυγκρουόμενες ή αλληλοσυμπληρούμενες αναλύσεις», που παρήγαγαν διαφορετικές εκδοχές για το ποιος παγίδεψε ποιον. Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως καθυστερούσε στη Μυρίανδρο προκαλώντας προβλήματα επισιτισμού στον Δαρείο και από την άλλη ο Δαρείος, άριστα πληροφορημένος, προσπάθησε με έναν περίτεχνο ελιγμό να βρεθεί στα νώτα του και να του κόψει τις επικοινωνίες, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο σε εχθρικές πόλεις ανάμεσα. Βλ. πλήρη ανάλυση Droysen J.G. 1996, 264-265.
  53. Αρριανός Β΄ 7, 8. Εν γένει θεωρείται, όμως, από τους κύριους βιογράφους του Αλέξανδρου πως δεν ανέφερε σε τούτον τον λόγο τους μυρίους ή τον Ξενοφώντα
  54. Αρριανός Β΄ 7, 9.
  55. Αρριανός 2.7.1-2.8.3, 2.11.9-10.
  56. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β' 11-12
  57. Μιλκ Καρτ, κυριολεκτικά ο Βασιλέας της Πόλης, ήταν πολιούχος της Τύρου. Βλ. Lipiński, E. 2001, «Semitic Languages: Outline of a Comparative Grammar», Orientalia Lovaniensia analecta, 80, Peeters Leeuven, 235.
  58. Η πρώτη Τύρος ή Πάλαι Τύρος στην παραλία απέναντι από το νησί στο οποίο χτίστηκε η σημαντική πόλη.
  59. Κούρτιος IV. 2.15.
  60. Διόδωρος 17. 46.5 και Πλούταρχος Αλέξανδρος, 14. 5.
  61. Διόδωρος 17.40.5. και Κούρτιος IV 2.18
  62. Green P. 2008, 347.
  63. Κορόιδευαν από τα τείχη πως ο Αλέξανδρος ήθελε να ανταγωνιστεί τον Ποσειδώνα. Βλ. Διόδωρος 17. 41.1 και Κούρτιος IV 2.18.
  64. Berve H. 1926, Das Alexanderreich auf prosographischer Grundlage, vol. I-II, Monaco, 2 no. 267.
  65. Διόδωρος 18. 43.1-2 και 43.9-44.5. Επίσης Κούρτιος IV, 3.24-6
  66. Ο Αρριανός (2. 25.1) την τοποθετεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ενώ ο Κούρτιος (IV, 5.1) μετά την πολιορκία. Ακόμη πιο μεταγενέστερη της ορίζει ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 19.7-9) τοποθετώντας τη μετά την επιστροφή του Αλέξανδρου από την Αίγυπτο.
  67. Ο Κούρτιος (IV, 3, 11) παραδίδει 190 πλοία, ενώ ο Πλούταρχος περί τα 200 (Αλέξανδρος 14. 5)
  68. Green P. 2008, 357.
  69. Βλ. Αρριανός 2. 20.9-10, Διόδωρος 17. 43.3 και Κούρτιος IV 3.11
  70. Αρριανός 2. 21.1 και Κούρτιος IV 3.14-15.
  71. Bosworth 1993, 66.
  72. Αρριανός 2 24.4-5. Κατά τον Διόδωρο (17. 46.3-4) σκοτώθηκαν 7.000 και κατά τον Κούρτιο (IV, 4.16) 6.000 μαζί με 2.000 μάχιμους που σταυρώθηκαν και 13.000 πολίτες που πουλήθηκαν ως δούλοι.
  73. Droysen 1996, 313.
  74. Τούτο το όνομα παραδίδει ο Αρριανός (2 25.4). Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ΙΑ΄ 320 από τον Ιώσηπο παραδίδεται το Βαβαμήσης.
  75. Υπάρχουν αντιφάσεις και ασάφειες στην ούτως ή άλλως σύντομη αφήγηση του Αρριανού, που έχει ερμηνευθεί διαφορετικά από ιστορικούς όπως ο Stark ή ο Bosworth. Ο τελευταίος θεωρεί πως δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται ανάχωμα ύψους 75 μέτρων, όταν ο λόφος πάνω στον οποίο εδράζεται η Γάζα δεν υπερβαίνει τα 30 μ. Βλ. αναλυτικότερα Droysen 1996, 314, σημ. 542Σ.
  76. Bosworth 1993, 68.
  77. Αρριανός 2 27.7.
  78. Κούρτιος IV 25-30.
  79. Αν και η τοποθεσία της πόλης παραμένει άγνωστος, υπάρχει μία πόλη που ονομάζεται Ταπσουχού σε δυο βαβυλωνιακές πινακίδες. Πρόσφατα διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η Ταπσουχού ταυτίζεται με τη Θάψακο. Βλ. Graslin L. - Lemaire A. 2004, «Tapsuhu, Thapsaque?», στο NABU (2204-2), 55.
  80. Κούρτιος IV 9, 7.
  81. Ο ακριβής χρόνος προσδιορίζεται από την έκλειψη σελήνης. Βλ. επίσης Αρριανός Γ΄ 7, 6, Πλούταρχος Αλέξανδρος ΛΑ΄ 8 και Κούρτιος IV, 10, 2.
  82. Κούρτιος IV 10, 11-5 και Διόδωρος
  83. Βούμωδος σύμφωνα με τον Αρριανό (Γ΄ 8, 7).
  84. […] ου κλέπτω την νίκην […]. Βλ. Αρριανός Γ΄ 10, 2 και Πλούταρχος Αλέξανδρος ΛΑ΄.
  85. Αρριανός Γ΄ 13.4.
  86. Διόδωρος, ΚΖ΄ 53.1.
  87. Βάσει της αφήγησης Bosworth A. B. 1988, Conquest and Empire, Cambridge and New York, 76-85.
  88. Διόδωρος, ΙΖ΄ 60, 2-4.
  89. Devine A. M. 1975, «Grand Tactics at Gaugamela», Phoenix 29, 375-84.
  90. Fred Eugene Ray, Jr. Greek and Macedonian land battles of the 4th century B.C. : A history and analysis of 187 engagements. McFarland & Company, 2012. p. 161
  91. https://books.google.gr/books?id=ocxVAgAAQBAJ&pg=PA165&lpg=PA165&dq=zagros+cossaeans&source=bl&ots=EQWyD_5z8e&sig=8dNzmutXATdhmjFYUepuanB6HT4&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiRit-H-KLfAhUBDSwKHZ5KAFoQ6AEwCnoECAgQAQ#v=onepage&q=zagros%20cossaeans&f=true

Άλλες πηγές - ενδεικτική βιβλιογραφία Επεξεργασία

Αρχαίες πηγές Επεξεργασία

Σύγχρονες πηγές Επεξεργασία