Σατιατζίτ Ράι

Ινδός σκηνοθέτης

Ο Σατιατζίτ Ράι (προφορά , βεγγ.: সত্যজিৎ রায়, Χίντι: सत्यजित राय, 2 Μαΐου 1921 – 23 Απριλίου 1992) ήταν Ινδός σκηνοθέτης, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα.[17][18][19] Γεννήθηκε στην Καλκούτα σε οικογένεια με καταγωγή από την Βεγγάλη και με παράδοση στον κόσμο των τεχνών και της λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, ωστόσο σταδιακά άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο μετά τη συνάντηση του με τον Γάλλο κινηματογραφιστή Ζαν Ρενουάρ, και ιδιαίτερα αφότου παρακολούθησε τον Κλέφτη των ποδηλάτων του Βιτόριο ντε Σίκα κατά τη διάρκεια διαμονής του στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Σατιατζίτ Ράι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
সত্যজিৎ রায় (Βεγγαλικά)
Προφορά
Γέννηση2  Μαΐου 1921[1][2][3]
Καλκούτα[4]
Θάνατος23  Απριλίου 1992[1][3][5]
Καλκούτα[6]
Αιτία θανάτουκαρδιαγγειακή νόσος
ΚατοικίαΚαλκούτα
Χώρα πολιτογράφησηςΙνδία (από 1950)
ΘρησκείαΙνδουισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαμπενγκάλι γλώσσα
Ομιλούμενες γλώσσεςΧίντι
Αγγλικά[7]
μπενγκάλι γλώσσα[8]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Καλκούτας
Πανεπιστήμιο Βισνα Μπαράτι
Ballygunge Government High School
Πανεπιστήμιο Πρέζιντεσι στην Καλκούτα (έως 1939)
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασκηνοθέτης κινηματογράφου
συγγραφέας
συνθέτης
παραγωγός ταινιών[9]
σεναριογράφος[10]
μοντέρ
στιχουργός[11]
δημοσιογράφος
τραγουδοποιός
συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας
ζωγράφος
κινηματογραφιστής
ποιητής
κριτικός κινηματογράφου[12]
σκηνοθέτης[13]
Επηρεάστηκε απόΖαν Ρενουάρ
Τζον Φορντ
Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ
Βιτόριο ντε Σίκα
Περίοδος ακμής1950 - 1991
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜπιτζόγια Ράι (1949–1992)
ΤέκναΣαντίπ Ράι
ΓονείςΣουκούμαρ Ράι και Suprabha Ray
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Ακαδημίας Σανγκίτ Νατάκ (1959)
Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής (1987)
Βραβείο Ραμόν Μαγκσεϊσέι (1967)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1955)
National Film Award for Best Feature Film (1955)
Χρυσός Λέων (1957)
National Film Award for Second Best Feature Film (1958)
National Board of Review Award for Best Foreign Language Film (1958)
Βραβείo BAFTA καλύτερης ταινίας (1958)
Βραβείο Σάδερλαντ (1959)
Βραβείo BAFTA καλύτερης ταινίας (1959)
National Film Award for Best Feature Film (1959)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1960)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1961)
National Film Award for Best Non-Feature Film (1961)
National Board of Review Award for Best Foreign Language Film (1960)
National Film Award for Second Best Feature Film (1962)
Αργυρή Άρκτος καλύτερου σκηνοθέτη (1964)
National Film Award for Best Feature Film (1964)
Αργυρή Άρκτος καλύτερου σκηνοθέτη (1965)
Πάντμα Μπούσαν (1965)
Εθνικό Βραβείο Κινηματογράφου της Ινδίας για το καλύτερο σενάριο (1966)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1966)
Bodil Award for Best American Film (1967)
National Film Award for Best Direction (1967)
National Film Award for Best Feature Film (1968)
National Film Award for Best Direction (1968)
Bodil Award for Best American Film (1969)
National Film Award for Second Best Feature Film (1970)
Εθνικό Βραβείο Κινηματογράφου της Ινδίας για το καλύτερο σενάριο (1970)
National Film Award for Best Direction (1970)
National Film Award for Best Feature Film (1971)
National Film Award for Best Non-Feature Film (1972)
National Film Award for Best Music Direction (1973)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1973)
Χρυσή Άρκτος (1973)
Εθνικό Βραβείο Κινηματογράφου της Ινδίας για το καλύτερο σενάριο (1974)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1974)
National Film Award for Best Direction (1974)
National Film Award for Best Direction (1975)
National Film Award for Best Feature Film in Hindi (1977)
Filmfare Critics Award for Best Movie (1978)
National Film Award for Best Children's Film (1978)
Filmfare Award for Best Director (1979)
National Film Award for Best Music Direction (1980)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1980)
National Film Award – Special Jury Award / Special Mention (1981)
Χρυσός Λέων (1982)
Βραβείο Νταντασαχίμπ Φάλκε (1984)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1984)
National Film Award for Best Feature Film in Bengali (1989)
National Film Award for Best Feature Film (1991)
National Film Award for Best Direction (1991)
Τιμητικό Όσκαρ (1991)
Μπχάρατ Ρατνά (1992)[14]
Εθνικό Βραβείο Κινηματογράφου της Ινδίας για το καλύτερο σενάριο (1993)
Πάντμα Σρι στις τέχνες (1958)
Πάντμα Βιμπχουσάν (1976)
Εταίρος της Ακαδημίας Σανγκίτ Νατάκ
Ananda Puraskar (1971)
Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (1987)[15][16]
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Καλκούτας
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης
Ιστότοπος
www.satyajitray.org
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ράι σκηνοθέτησε 36 ταινίες, ντοκιμαντέρ, και ταινίες μικρού μήκους. Ασχολήθηκε επίσης και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, έκδοση βιβλίων, γραφιστική, καλλιγραφία, σύνθεση μουσικής, και κριτική κινηματογράφου. Έγραψε διάφορες μικρές ιστορίες και νουβέλες για παιδιά και ενηλίκους. Θεωρούσε τη συγγραφή σεναρίου ως αναπόσπαστο κομμάτι της σκηνοθεσίας, και αρχικά αρνούνταν να δημιουργήσει κάποια ταινία σε γλώσσα διαφορετική από τα βεγγαλικά, ενώ στις δύο ταινίες του των οποίων το σενάριο έγραψε στα αγγλικά, έγινε μετέπειτα μετάφραση στα Χίντι και Ούρντου κάτω από την επίβλεψη του Ράι. Ο Ράι αναγνώρισε την επιρροή που του άσκησαν οι σκηνοθέτες Ζαν-Λουκ Γκοντάρ και Φρανσουά Τρυφώ του γαλλικού κινηματογράφου με την εισαγωγή των τεχνικών και καλλιτεχνικών καινοτομιών τους.[20]

Η πρώτη ταινία του Ράι, το Το Τραγούδι του Δρόμου (1955)[21], κέρδισε 11 διεθνή βραβεία ανάμεσα στα οποία ήταν και το Καλύτερο Ανθρώπινο Χρονικό στο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών το 1956. Η ταινία αυτή, μαζί με το Ο ανίκητος (1956)[22] και το Ο κόσμος του Απού (1959)[23] αποτελούν την Τριλογία του Απού. Ο Ράι έγραψε το σενάριο, έκανε τη διαλογή των ηθοποιών, τη μουσική επένδυση, μοντάζ, και σχεδίασε μόνος του το διαφημιστικό υλικό της ταινίας.

Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έλαβε μεγάλο αριθμό βραβείων και διακρίσεων, ανάμεσα στα οποία ήταν 32 εθνικά βραβεία της Ινδίας, ένας αριθμός από βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου, καθώς και ένα τιμητικό βραβείο Όσκαρ το 1992. Η κυβέρνηση της Ινδίας τον τίμησε με το βραβείο Μπάρατ Ρατνά(D/R) το 1992 το οποίο αποτελεί την υψηλότερη τιμητική διάκριση της χώρας.

Ζωή και σταδιοδρομία

Επεξεργασία

Νεαρή ηλικία

Επεξεργασία
 
Ο Ράι σε παιδική ηλικία

Η καταγωγή του Ράι εντοπίζεται πίσω στο χρόνο έως και τουλάχιστον 10 γενεές.[24] Ο παππούς του ήταν ο Ουπερντρακισόρ Ράι Τσοουντχουρί, συγγραφέας, γραφίστας, φιλόσοφος, εκδότης, ερασιτέχνης αστρονόμος, καθώς και ηγέτης ενός θρησκευτικοπολιτικού κινήματος στη Βεγγάλη του 19ου αιώνα. Ο παππούς του είχε επίσης ιδρύσει μια εταιρεία εκτυπώσεων με την ονομασία U. Ray and Sons (Ου. Ράι και Υιοί), η οποία αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο στη ζωή του Σατιατζίτ. Ο Σουκουμάρ Ράι, ο οποίος ήταν ο γιός του Ουπερντρακισόρ και ο πατέρας του Σατιατζίτ, ήταν ένας από τους πρωτοπόρος Βεγγαλέζους συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας, καθώς και γραφίστας και κριτικός. Ο Ράι γεννήθηκε στην Καλκούτα, με τους γονείς του να είναι ο Σουκουμάρ και η Σουπράμπα Ράι.[18]

 
Οι γονείς του Σατιατζίτ, ο Σουκουμάρ Ράι και η Σουπράμπα Ράι (1914)

Ο πατέρας του Σατιατζίτ Ράι πέθανε ενώ ο ίδιος ήταν μόλις 3 ετών, και έτσι η οικογένεια επιβίωσε μόνο από το μικρό εισόδημα της μητέρας του Ράι. Μεγαλώνοντας και τελειώνοντας το λύκειο στην Καλκούτα, ο Ράι μετέπειτα σπούδασε Οικονομικά στο Κολέγιο Πρέζιντενσι στην ίδια πόλη που κατά την εποχή εκείνη συνεργαζόταν με το Πανεπιστήμιο της Καλκούτας, αν και το ενδιαφέρον του ήταν πάντα στραμμένο προς τις καλές τέχνες. Το 1940, η μητέρα του επέμεινε πως ο Σατιατζίτ έπρεπε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο Βίσβα-Μπαράτι στην πόλη Σαντινικετάν, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Ο Ράι ήταν διστακτικός καθώς του άρεσε να ζει στην Καλκούτα και δεν ήθελε να φύγει, καθώς και δεν είχε και την καλύτερη εντύπωση σχετικά την πνευματική ζωή στο Σαντινικετάν[25] Τελικά όμως, η πειθώ της μητέρας του καθώς και ο σεβασμός που είχε για την οικογένεια Ταγκόρ τον έκαναν τελικά να δοκιμάσει. Κατά τη διαμονή του εκεί, ο Ράι ήρθε σε επαφή με την Ασιατική τέχνη. Αργότερα παραδέχτηκε πως έμαθε πολλά από τους διάσημους ζωγράφους Νανταλάλ Μποζ[26] και Μπενόντ Μπεχάρι Μουκέρτζι, ενώ και ασχολήθηκε με την παραγωγή ενός ντοκυμαντέρ, The Inner Eye, σχετικά με τον Μουκέρτζι. Οι επισκέψεις του στις διάφορες πόλεις της Ινδίας, όπως την Ατζάντα, Ελόρα και Ελεφάντα προκάλεσαν τον θαυμασμό του για την Ινδική τέχνη.[27]

 
Ο Ράι σε ηλικία 22 ετών το 1943

Το 1943, ο Ράι άρχισε να εργάζεται ως γραφίστας σε μια βρετανική διαφημιστική εταιρεία, και στην απασχόληση του αυτή αμείβονταν με 80 ρουπίες το μήνα. Αν και του άρεσε η γραφιστική και ο σχεδιασμός και οι σχέσεις του ήταν καλές με τους εργοδότες του, υπήρχε μια γενική τάση έντασης μεταξύ των Βρετανών και των Ινδών υπαλλήλων της εταιρείας. Οι Βρετανοί πληρώνονταν καλύτερα, ενώ ο Ράι πίστευε πως οι πελάτες της εταιρείας ήταν λίγο πολύ ηλίθιοι.[28]

Αργότερα, ο Ράι προσλήφθηκε σε ένα εκδοτικό οίκο, όπου του ζητήθηκε να δημιουργήσει τα εξώφυλλα για τα βιβλία που θα εξέδιδε ο οίκος και του δόθηκε πλήρης καλλιτεχνική ελευθερία. Ο Ράι σχεδίασε τα εξώφυλλα για πολλά βιβλία, ανάμεσα του και το Discovery of India του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού. Εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής έκδοσης του διηγήματος Pather Panchali (Το τραγούδι του δρόμου), μια ιστορία της Βεγγαλικής παράδοσης, η οποία εκδόθηκε υπό τον τίτλο Aam Antir Bhepu (η σφυρίχτρα από σπόρο του μάνγκο). Σχεδιάζοντας το εξώφυλλο και έχοντας την επιμέλεια της εικονογράφισης του βιβλίου, ο Ράι επηρεάστηκε βαθιά από το έργο αυτό. Το χρησιμοποίησε ως το θέμα της πρώτης του ταινίας, καθώς και χρησιμοποίησε τις εικονογραφήσεις του ως πλάνα στο εναρκτήριο έργο του στον κινηματογράφο.[29]

 
Άποψη της Καλκούτας το 1945

Μαζί με άλλους συνεργάτες του ίδρυσε ένα σύλλογο κινηματογραφικών τεχνών στην Καλκούτα το 1947. Προβάλλονταν πολλές ξένες ταινίες, πολλές από τις οποίες ο Ράι παρακολούθησε και μελέτησε σοβαρά. Έγινε φίλος με τους Αμερικανούς Τζι-Άι οι οποίοι υπηρετούσαν στην Καλκούτα κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι και τον κρατούσαν ενήμερο για τις πιο πρόσφατες Αμερικανικές ταινίες οι οποίες προβάλλονταν στην πόλη, ενώ κάποια στιγμή ήρθε σε γνωριμία με έναν υπάλληλο της RAF, τον Νόρμαν Κλαιρ, ο οποίος είχε το ίδιο πάθος με τον Ράι για τον κινηματογράφο, καθώς και κοινά ενδιαφέροντα για το σκάκι και τη δυτική κλασική μουσική.[30]

Το 1949, ο Ράι παντρεύτηκε την Μπιτζόγια Ντας, με την οποία ήταν πρώτα ξαδέρφια και είχε σχέση μαζί της για πολύ καιρό.[31] Το ζευγάρι έκανε ένα γιο τον οποίο ονόμασε Σαντίπ, και ο οποίος μετέπειτα έγινε σκηνοθέτης κινηματογράφου. Κατά το ίδιο έτος, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ ήρθε στην Καλκούτα για τις ανάγκες προετοιμασίας των γυρισμάτων της ταινίας του με τίτλο Το ποτάμι. Ο Ράι τον βοήθησε να βρει τις κατάλληλες τοποθεσίες στην εξοχή, και παράλληλα συζήτησε μαζί του την ιδέα που είχε ως προς το να δημιουργήσει μια ταινία με βάση το Pather Panchali, κάτι που σκόπευε πολύ καιρό, και ο Ρενουάρ τον ενθάρρυνε.[32] Το 1950, η εταιρεία όπου εργάζονταν ο Ράι τον έστειλε στο Λονδίνο για να εργαστεί στα κεντρικά γραφεία της. Κατά την τρίμηνη παραμονή του εκεί ο Ράι παρακολούθησε 99 ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν η νεορεαλιστική ταινία Ο κλέφτης των ποδηλάτων (1948) του Βιτόριο ντε Σίκα, η οποία είχε τεράστια επίπτωση στον Ράι. Μετά το τέλος της ταινίας ο Ράι βγήκε από τον κινηματογράφο αποφασισμένος να γίνει σκηνοθέτης.[33]

Η περίοδος του Άπου (1950–59)

Επεξεργασία

Το τραγούδι του δρόμου

Επεξεργασία

Ο Ράι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το βιβλίο του 1928 με τίτλο Το Τραγούδι του Δρόμου (1928), την κλασική ιστορία της Βεγγαλικής λογοτεχνίας, ως τη βάση για την πρώτη του ταινία. Η ημι-αυτοβιογραφική νοβέλα περιγράφει την ωρίμανση του Άπου, ένος μικρού αγοριού σε ένα χωριό της Βεγγάλης.

 
Ο Ράι (αριστερά) και δίπλα του στο προσκήνιο ο Ραβί Σανκάρ κατά τα γυρίσματα της ταινίας Το τραγούδι του δρόμου (1955)

Το προσωπικό που χρησιμοποίησε ο Ράι για τις ανάγκες των γυρισμάτων δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία -ο βιντεολήπτης του, Σουμπράτα Μίτρα, και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, Μπανσί Τσαντραγκούπτα γνώρισαν σημαντική καταξίωση αργότερα-, ενώ οι ηθοποιοί της ταινίας ήταν ερασιτέχνες. Ξεκίνησε τα γυρίσματα στα τέλη του 1952 με δικά του έξοδα και έλπιζε να συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα αφότου ολοκλήρωνε κάποιες σκηνές, κάτι που εν τέλει δεν κατάφερε.[34] Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία της ταινίας να διαρκέσει πάνω από τρία έτη, με τα γυρίσματα να γίνονται περιστασιακά μόλις βρισκόταν κάποια χρήματα που κατάφερνε να συγκεντρώσει ο υπεύθυνος παραγωγής.[34] Ο Ράι αρνήθηκε τη χρηματοδότηση από πηγές οι οποίες ως προϋπόθεση είχαν τον έλεγχο στο σενάριο ή εποπτεία στην παραγωγή. Αγνόησε επίσης τις συστάσεις της κυβέρνησης ώστε η ταινία να έχει ένα ευτυχισμένο τέλος, ωστόσο κατάφερε και έλαβε κυβερνητική χρηματοδότηση με την οποία ολοκλήρωσε την ταινία του.[35] Ο Ράι έδειξε ένα απόσπασμα της ταινίας στον Αμερικανό σκηνοθέτη Τζον Χιούστον ο οποίος βρισκόταν στην Ινδία την περίοδο εκείνη ερευνώνοντας τοποθεσίες για την ταινία του με τίτλο Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς. Το απόσπασμα από την ταινία είχε τον Άπου να οραματίζεται μαζί με την αδερφή του ένα τρένο καθώς διασχίζει ένα τοπίο στην εξοχή, το μόνο απόσπασμα που είχε ως τότε κινηματογραφήσει ο Ράι με βάση την πενιχρή του χρηματοδότηση. Ο Χιούστον μετά την παρακολούθηση του αποσπάσματος, ειδοποίησε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης (MOMA) πως ένα μεγάλο ταλέντο βρισκόταν στον ορίζοντα.[36]

Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το 1955 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε κοινό και κριτικούς, κερδίζοντας πολλά βραβεία στην Ινδία και στο εξωτερικό. Στην Ινδία η αντίδραση ήταν ενθουσιώδης, με τις εφημερίδες όπως οι Τάιμς της Ινδίας να αναφέρουν πως η ταινία δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες Ινδικές ταινίες και πως αποτελεί παράδειγμα γνήσιου κινηματογράφου.[37] Ανάλογες κριτικές έλαβε η ταινία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.[37] Ωστόσο η υποδοχή της ταινίας δεν ήταν ανεξαιρέτως ευνοϊκή. Έχοντας παρακολουθήσει την ταινία ο Φρανσουά Τρυφώ αρχικά σχολίασε πως δεν θέλει να δει μια ταινία με χωρικούς να τρώνε με τα χέρια τους.[38] Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, έγραψαν μια ιδιαίτερα άσχημη κριτική για την ταινία, κάτι που όμως δεν επηρέασε την πορεία της ταινίας όταν κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ.

Ο Ανίκητος

Επεξεργασία

Η διεθνής σταδιοδρομία του Ράι ωστόσο ξεκίνησε για τα καλά με την επόμενη του ταινία, το Ο Ανίκητος.[39] Η ταινία εξιστορεί την αιώνια διαμάχη μεταξύ των φιλοδοξιών ενός νεαρού άντρα, του Άπου, και της μητέρας του που τον αγαπά και ανυσηχεί γι'αυτόν.[39] Η υποδοχή της ταινίας ήταν και πάλι θριαμβευτική, με μερίδα των κριτικών να κατατάσσει την ταινία υψηλότερα από την πρώτη του ταινία,[39] και το Απαραχίτο να κερδίζει το βραβείο του Χρυσού Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, φέρνοντας σημαντική φήμη στον Ράι.

Καθώς έκανε τα γυρίσματα του Απαραχίτο, ο Ράι κινηματογράφησε και άλλες δύο μικρότερες ταινίες, την κινουμένων σχεδίων με τίτλο Parash Pathar (Ο φιλοσοφικός λίθος), και το Jalsaghar (Το μουσικό δωμάτιο), μια ταινία σχετικά με την παρακμή της αριστοκρατίας στην Ινδική κοινωνία.[40]

Ο Κόσμος του Απού

Επεξεργασία

Αρχικά ο Ράι δεν σκόπευε να δημιουργήσει και τρίτη ταινία σχετικά με τη ζωή του Άπου, ωστόσο όταν ερωτήθηκε σχετικά του Βενετία φαίνεται πως του άρεσε η ιδέα.[41] Η τελευταία ταινία της τριλογίας του Άπου ήταν Ο κόσμος του Άπου το 1959. Οι κριτικές υπήρξαν για ακόμη μια φορά διθυραμβικές με την ταινία να αποκαλείται η κορωνίδα της τριλογίας. Στην ταινία αυτή ο Ράι χρησιμοποίησε ηθοποιούς με τους οποίους μετέπειτα ανέπτυξε στενή και συχνή συνεργασία και σε άλλες ταινίες. Το έργο ξεκινά με τον Άπου να ζει σε ένα σπίτι στην Καλκούτα σε συνθήκες φτώχειας, όπου και παντρεύεται σε ένα ασυνήθιστο γάμο. Οι σκηνές όπου ζει μαζί με τη σύζυγο του στο φτωχικό τους σπιτικό αποτελούν μια από τις θετικότερες απεικονίσεις του έγγαμου βίου στον κινηματογράφο.[42] Ενώ ο Ράι σπανίως απαντούσε στις αρνητικές κριτικές, απάντησε σε μια αιχμηρή κριτική από ένα Βεγγαλέζο αρθρογράφο υπερασπιζόμενος την ταινία του αυτή, κάτι που έκανε και αργότερα για την ταινία του Η μοναχική σύζυγος η οποία ήταν και η αγαπημένη του.[43]

Παρόλη την καταξίωση που γνώρισε με την τριλογία του, η προσωπική του ζωή παρέμεινε ανεπηρέαστη και συνέχισε να ζει με τη σύζυγο του και τα παιδιά τους στο σπίτι που νοίκιαζαν, μαζί και με τη μητέρα του, θείο και άλλα μέλη της εκτεταμένης οικογένειας του.[44]

Από τη Θεά στη Μοναχική σύζυγο (1959–64)

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο Ράι συνέθεσε ταινίες σχετικά με την περίοδο του Βρετανικού Ρατζ (όπως το Η θεά το 1960), ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, μια ταινία κινουμένων σχεδίων (Mahapurush) και την πρώτη του ταινία με πρωτότυπο σενάριο (Κανγκτσενγιούνγκα). Δημιούργησε επίσης μια σειρά από ταινίες των οποίων το σύνολο λογίζεται από τους κριτικούς ως οι πιο συναισθηματικές απεικονίσεις γυναικών στη μεγάλη οθόνη.[45]

Μετά την ταινία Ο κόσμος του Απού ακολούθησε το Η θεά (Devi), μια ταινία στην οποία εξέτασε τις δεισιδαιμονίες της Ινδικής κοινωνίας. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι μια νεαρή σύζυγος η οποία έχει θεοποιηθεί από τον πεθερό της. Ο Ράι ανησυχούσε πως η επιτροπή δεοντολογίας των κινηματογραφικών ταινιών θα απαγόρευε την κυκλοφορία της ταινίας, ή θα τον ανάγκαζε να περικόψει αποσπάσματα από την ταινία, ωστόσο η ταινία γλίτωσε από τη λογοκρισία. Το 1961, μετά από πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της Ινδίας, του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ανατέθηκε στον Ράι η δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ για τον συγγραφέα και φιλόσοφο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, ως μέρος των αφιερωμάτων και εορτασμών για τα 200 έτη από τη γέννηση του, ο οποίος είχε αποτελέσει και μια από τις κύριες πηγές έμπνευσης για τον Ράι. Λόγω του περιορισμένου οπτικοακουστικού υλικού που ήταν διαθέσιμο για τον Ταγκόρ, ο Ράι αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει κυρίως φωτογραφίες για τη δημιουργία του αφιερώματος. Μετά τη δημιουργία της ταινίας ανέφερε πως λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής, η δουλειά που έγινε πάνω στο ντοκιμαντέρ ήταν τόση όση αντιστοιχούσε για να δημιουργηθούν τρεις ταινίες.[46]

Κατά το ίδιος έτος ο Ράι μαζί με τη συνεργασία άλλων κατάφερε να επανεκδώσει το παιδικό περιοδικό Σαντές, το οποίο αρχικά εκδιδόταν από τον παππού του, και ο Ράι συγκέντρωνε χρήματα για μερικά χρόνια για αυτό τον σκοπό.[47] Η εκπαιδευτική και ψυχαγωγική φύση του περιοδικού υποδηλώνονταν και από το όνομα του, όπου η λέξη σημαίνει ειδήσεις αλλά και αποτελεί και την ονομασία γλυκού. Ο Ράι ξεκίνησε να δημιουργεί εικονογραφήσεις καθώς και να γράφει και ιστορίες για παιδιά, με τη συγγραφή να αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων του για την περίοδο αυτή.[48]

Το 1962, ο Ράι σκηνοθέτησε την ταινία με τίτλο Κανγκτσενγιούνγκα (από το ομώνυμο βουνό). Ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία που δημιούργησε, και η πλοκή της αφορούσε μια οικογένεια της άνω τάξης στην περιοχή του Νταρτζιλίγκ, καθώς οι γονείς προσπαθούν να προξενέψουν τη νεότερη κόρη τους σε ένα υψηλά αμοιβόμενο πολιτικό μηχανικό με σπουδές στο Λονδίνο. Στο έργο αυτό ο Ράι επέλεξε να κάνει χρήση της τεχνικής των φωτοσκιάσεων ώστε να αποδίδονται εντονότερα οι δραματικές σκηνές.[49]

Κατά την ίδια δεκαετία, ο Ράι επισκέφτηκε την Ιαπωνία όπου με ιδιαίτερη ευχαρίστηση γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα τον οποίο είχε σε υψηλή υπόληψη.[50]

Το 1964 ο Ράι δημιούργησε την ταινία Η Μοναχική Σύζυγος (Charulata) ,[51] ένα έργο το οποίο επαινέθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς ως αριστούργημα.[52] Ο ίδιος ο Ράι θεωρούσε πως η ταινία αυτή είχε τα λιγότερα ελαττώματα σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες του, και πως εάν μπορούσε θα τη δημιουργούσε ξανά με ακριβώς τον ίδιο τρόπο.[53] Άλλες ταινίες τις οποίες δημιούργησε κατά την περίοδο αυτή ήταν η Η Μεγάλη Πόλη (Mahanagar) [54] Teen Kanya (Οι 3 κόρες), Abhijan (Η αποστολή) και η Kapurush o Mahapurush (Ο Δειλός και ο Άγιος).

Νέες κατευθύνσεις (1965–82)

Επεξεργασία

Σταδιακά ο Ράι άρχισε να ασχολείται με όλο και πιο ευρεία θεματολογία, από φαντασία έως επιστημονική φαντασία, αστυνομικές ιστορίες έως ιστορικά δράματα. Στις ταινίες αυτές περιέγραφε θέματα της Ινδικής κοινωνίας για τα οποία του είχε γίνει παλαιότερα κριτική πως οι ταινίες του έως τότε δεν ασχολούνταν με αυτά. Η πρώτη μεγάλη ταινία της περιόδου αυτής ήταν η Nayak (Ο ήρωας), η ιστορία ενός ταξιδιώτη σε ένα τρένο ο οποίος συναντά μια νεαρή και γοητευτική δημοσιογράφο, όπου στις 24 ώρες που διαρκεί το ταξίδι η ταινία ασχολείται με τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές αμφιβολίες που αντιμετωπίζει μέσα του ο ταξιδιώτης αυτός. Παρά το ότι η ταινία έλαβε το βραβείο κριτικών της Μπερλινάλε, η υποδοχή της ήταν γενικά χλιαρή.[55]

Ο εξωγήινος και Ε.Τ. ο εξωγήινος

Επεξεργασία

Το 1967, έκανε τη διασκευή του σεναρίου για την ταινία The Alien (Ο Εξωγήινος), βασισμένο σε μια ιστορία την οποία είχε γράψει ο ίδιος το 1962 για το περιοδικό Σαντές, το περιοδικό το οποίο εκδιδόταν από το τυπογραφείο της οικογένειας Ράι. Η Columbia Pictures ήταν ο παραγωγός για την ταινία παραγωγής Ινδίας-ΗΠΑ, και οι Πήτερ Σέλερς και Μάρλον Μπράντο προσλήφθηκαν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Ωστόσο σύντομα ο Ράι ανακάλυψε πως το σενάριο που έγραψε αντιγράφτηκε και ιδιοποιήθηκε από έναν άλλο κινηματογραφιστή με το όνομα Μάικ Ουίλσον, ο οποίος γνώρισε τον Ράι μέσω του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Άρθουρ Κλαρκ ο οποίος ήταν κοινός τους φίλος. Ο Ουίλσον κατοχύρωσε νομικά τα πνευματικά δικαιώματα στο σενάριο και ως δημιουργούς ανέφερε Μάικ Ουίλσον & Σατιατζίτ Ράι αν και ο ίδιος ο Ουίλσον είχε συνεισφέρει μόλις μια λέξη, ενώ αργότερα ο Ράι είπε πως δεν έλαβε ποτέ κανένα χρηματικό ποσό από τα κέρδη του σεναρίου.[56] Ο Μπράντο αποφάσισε να αποχωρήσει από την ταινία, και στη θέση του έγινε προσπάθεια να έρθει ο Τζέιμς Κόμπουρν, ωστόσο ο Ράι ήταν ήδη αρκετά απογοητευμένος με την έκβαση όλων των παραπάνω και επέστρεψε πίσω στην Καλκούτα.[56] Η Columbia εξέφρασε το ενδιαφέρον επανεκκίνησης των γυρισμάτων της ταινίας κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, ωστόσο δεν υπήρξε εξέλιξη.

Όταν η αμερικανική ταινία Ε.Τ. ο Εξωγήινος σκηνοθεσίας Στήβεν Σπίλμπεργκ βγήκε το 1982, ο Ράι και ο Κλαρκ βρήκαν αρκετές ομοιότητες με το σενάριο του Εξωγήινου που είχε γράψει αρχικά ο Ράι. Ο Ράι ισχυρίστηκε πως η ταινία του Σπίλμπεργκ αντέγραψε τη δική του ιστορία, και πως δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθεί χωρίς την ιστορία που έγραψε ο Ράι. Ο Σπίλμπεργκ αρνήθηκε τις κατηγορίες λέγοντας πως το σενάριο κυκλοφορούσε ήδη στο Χόλιγουντ την εποχή όπου ο ίδιος ήταν ακόμα στο σχολείο, ο ίδιος έχοντας αποφοιτήσει το 1965 και έχοντας δημιουργήσει την πρώτη του ταινία το 1968.[57]

Πέρα από το The Alien, 2 άλλα έργα τα οποία σκόπευε να ασχοληθεί ο Ράι αλλά τελικά έμειναν απραγματοποίητα, ήταν η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του Ινδικού έπους Μαχαμπχαράτα, και το βιβλίο του Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ με τίτλο Το Πέρασμα την Ινδία.[58][59] Το 1969, ο Ράι δημιούργησε την εμπορικά πιο επιτυχημένη ταινία του, ένα μιούζικαλ με τον τίτλο Goopy Gyne Bagha Byne (Οι περιπέτειες του Γκούπι και του Μπάγκα), με το σενάριο της ταινίας να βασίζεται σε μια ιστορία την οποία αρχικά είχε γράψει ο παππούς του Ράι. Με την παραγωγή να είναι ιδιαίτερα ακριβή, ο Ράι εγκατέλειψε την αρχική του ιδέα να γυρίσει την ταινία ως έγχρωμη.[60]

Κατόπιν δημιούργησε την ταινία Aranyer Din Ratri (Μέρες και Νύχτες στο Δάσος),[61] και μετά επέστρεψε στα ζητήματα της καθημερινής στη Βεγγαλική κοινωνία. Την περίοδο αυτή δημιούργησε 3 ταινίες οι οποίες μετέπειτα έγιναν γνωστές ως η τριλογία της Καλκούτας, το Pratidwandi (1970, Ο αντίπαλος), Seemabaddha (1971, Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης), και το Jana Aranya (1975, Ο μεσάζοντας), με τις 3 ταινίες να είναι ανεξάρτητες αλλά να μοιράζονται το ίδιο θεματικό περιεχόμενο.[62] Κατά τη δεκαετία του 1970, ο Ράι διασκεύασε δύο από τις δημοφιλείς ιστορίες του σε αστυνομικές ταινίες, τις Sonar Kella (Το χρυσό φρούριο) και το Joi Baba Felunath (Ο θεός ελέφαντας), οι οποίες αν και απευθυνόταν κυρίως σε νεαρής ηλικίας κοινό σημείωσαν ευρύτερη απήχηση.[63]

Ο Ράι σκόπευε να δημιουργήσει μια ταινία σχετικά με το πόλεμο της ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές ωστόσο αργότερα εγκατέλειψε την ιδέα, καθώς ανέφερε πως ως κινηματογραφιστής τον ενδιέφεραν περισσότερο τα παθήματα των προσφύγων παρά η πολιτική.[64] Το 1977 δημιούργησε την ταινία Shatranj Ke Khiladi (Οι σκακιστές), η οποία ήταν και η πρώτη ταινία στην οποία δεν χρησιμοποιούνταν τα Βεγγαλικά ως κύρια γλώσσα αλλά τα Χίντι, και ως θέμα είχε τη Βρετανική διακυβέρνηση της Ινδίας κατά τον 19ο αιώνα, λίγο πριν την Ινδική εξέγερση του 1857. Ήταν η πλέον ακριβή ταινία η οποία δημιούργησε, στην οποία πρωταγωνίστησαν καταξιωμένοι Ινδοί ηθοποιοί καθώς και ο Άγγλος ηθοποιός Ρίτσαρντ Ατένμπορο.

Το 1980, ο Ράι δημιούργησε τη συνέχεια του Goopy Gyne Bagha Byne, το Hirak Rajar Deshe (Βασίλειο των διαμαντιών) η οποία ήταν περισσότερο πολιτικοποιημένη, και ήταν μια παραβολή της Ινδίας κατά την περίοδο της ανόδου της Ίντιρα Γκάντι.[65] Άλλα μικρότερα έργα που δημιούργησε την περίοδο αυτή ήταν οι μικρού μήκους Pikoo (Ημερολόγιο του Πίκου) και η Sadgati, η οποία ήταν επίσης στη γλώσσα Χίντι.

Η τελευταία φάση (1983–92)

Επεξεργασία
 
Ο Ράι παραλαμβάνει το τιμητικό βραβείο Όσκαρ το 1992 κοντά στο τέλος της ζωής του και ενώ ήταν βαριά ασθενής (στιγμιότυπο από την τελετή απονομής μέσω τηλεοπτικής σύνδεσης)

Το 1983, ενώ εργάζονται στην ταινία Ghare Baire (Το σπίτι και ο κόσμος), ο Ράι υπέστη καρδιακή προσβολή. Μετά το συμβάν αυτό, η παραγωγικότητα του μειώθηκε κατακόρυφα κατά το υπόλοιπο της ζωής του. Η ταινία ολοκληρώθηκε τελικά το 1984 με τη βοήθεια του γιου του, ο οποίος ανέλαβε περιορισμένα καθήκοντα σκηνοθέτη βοηθώντας τον Ράι, και η θεματολογία του έργου αφορούσε τους κινδύνους του άκρατου εθνικισμού, όντας μια ταινία την οποία ο Ράι σκόπευε να δημιουργήσει για πολύ καιρό έχοντας γράψει το σενάριο ήδη από τη δεκαετία του 1940.[66] Παρά τις μικρές ατέλειες της ταινίας λόγω της ασθένειας του Ράι, κέρδισε ευνοϊκή υποδοχή από τους κριτικούς. Το 1987, δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τον πατέρα του τον Σουκουμάρ Ράι.

Οι τελευταίες τρεις ταινίες του Ράι έγιναν μετά τη μερική βελτίωση της υγείας του, ωστόσο λόγω της κατάστασης του υπήρξε ιατρικός εξοπλισμός στο στούντιο, και οι ταινίες γυρίστηκαν σε κλειστό χώρο. Έχουν ξεχωριστή τεχνοτροπία σε σχέση με τις παλαιότερες ταινίες του, όπως πολύ περισσότερο διάλογο και συχνά δεν θεωρούνται τόσο καλές όσο το σύνολο του προηγούμενου έργου του.[67] Η πρώτη είναι η Ganashatru (Εχθρός του Λαού) η οποία αποτελεί διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Ερρίκου Ίψεν, και θεωρείται η πιο αδύναμη από τις 3.[68] Η δεύτερη ταινία το 1990 με τίτλο Shakha Proshakha (Τα κλαδιά του δέντρου)[69] ήταν κάπως πιο αντιπροσωπευτική του ταλέντου του Ράι, και ασχολείται με τη σχέση ενός πατέρα με τους γιους του. Η τελευταία ταινία του Ράι ήταν η Agantuk (Ο Ξένος), η οποία είχε ελαφρύ τόνο με σοβαρή θεματολογία, και ασχολείται με φιλοσοφικές ερωτήσεις σχετικά με τον πολιτισμό.[70]

Το 1992 η κατάσταση του Ράι χειροτέρευσε λόγω επιπλοκών με την καρδιά του. Εισήχθηκε σε νοσοκομείο, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί η κατάσταση του. Η Ακαδημία του Αμερικανικού Κινηματογράφου του απένειμε το Τιμητικό Βραβείο Όσκαρ κατά το ίδιο έτος για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, και ο Ράι έγινε ο πρώτος Ινδός σκηνοθέτης που έλαβε βραβείο Όσκαρ. Η απονομή έγινε ενώ ήταν κλινήρης σε άσχημη φυσική κατάσταση, και ο ίδιος ανέφερε κατά την απονομή πως η λήψη του βραβείου ήταν το μεγαλύτερο του προσωπικό επίτευγμα στη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο.[71] Μόλις 28 ημέρες μετά τη λήψη του βραβείου, ο Ράι πέθανε στις 23 Απριλίου του 1992 στην ηλικία των 71 ετών.

Άλλες δραστηριότητες

Επεξεργασία

Λογοτεχνικά έργα

Επεξεργασία

Ο Ράι δημιούργησε δύο δημοφιλείς χαρακτήρες στην ινδική παιδική λογοτεχνία, τον Φελούντα, ένα ντετέκτιβ, και τον Καθηγητή Σονκού, έναν επιστήμονα, με το ζευγάρι των χαρακτήρων να είναι κατά τα πρότυπα του Σέρλοκ Χολμς και Ντόκτορ Ουάτσον της δυτικής λογοτεχνίας του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ. Έγραψε επίσης μια σειρά από παιδικά ποιήματα και χιουμοριστικές ιστορίες στη Βεγγαλική γλώσσα, καθώς και μια μετάφραση του Jabberwocky του Άγγλου συγγραφέας Λιούις Κάρολ.

Ανάμεσα στα άλλα έργα του ήταν και οι σύντομες ιστορίες μυστηρίου, οι οποίες περιείχαν στοιχεία τα οποία δεν είχε αποτυπώσει στο κινηματογραφικό του έργο, όπως η ενασχόληση με το μακάβριο και το σασπένς.[72]

Δημιούργησε και αρκετά άλλα συγγράμματα όπως την αυτοβιογραφία των παιδικών του χρόνων με τίτλο Jakhan Choto Chilam (1982, Κατά την παιδική μου ηλικία), απομνημονεύματα για τη δημιουργία της τριλογίας του Άπου, καθώς και διάφορα δοκίμια και εκθέσεις σχετικά με τον κινηματογράφο και την κριτική ταινιών, στα οποία ασχολήθηκε τόσο με τον Ινδικό κινηματογράφο όσο και με τις ταινίες του Χόλιγουντ, τον Ιταλικό νεορεαλισμό και τη γενικότερη κινηματογραφική τέχνη.

Καλλιγραφία

Επεξεργασία

Ο Ράι ασχολήθηκε επίσης και με την καλλιγραφία δημιουργώντας 4 γραμματοσειρές για το λατινικό αλφάβητο με τις ονομασίες Ray Roman, Ray Bizarre, Daphnis, και Holiday Script, πέρα από πλήθος άλλων γραμματοσειρών για το Βεγγαλικό αλφάβητο.[73][74] Οι γραμματοσειρές Ray Roman και Ray Bizarre τιμήθηκαν με βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό το 1971.[75] Παράλληλα εξακολουθούσε να παράγει γραφιστικό έργο καθώς εικονογραφούσε όλα τα βιβλία του αλλά και τις θεατρικές αφίσες των ταινιών του με δικές του δημιουργίες, ενώ σχεδίασε και αναπαραστάσεις εξώφυλλων και για τα βιβλία άλλων συγγραφέων.[76] με το δικό του ιδιόμορφο ύφος.[77]

Αξιολόγηση

Επεξεργασία
 
Αναπαράσταση του Ράι σε μεγάλη ηλικία

Το έργο του Ράι έχει περιγραφεί ως γεμάτο ανθρωπισμό και οικουμενικότητα, συνοδευόμενο από μια απλότητα πίσω από την οποία υπάρχει μια βαθιά πολυπλοκότητα.[78][79] Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Ακίρα Κουροσάβα ανέφερε πως το να μην έχει παρακολουθήσει κάποιος τον κινηματογράφο του Ράι είναι σαν να μην έχει δει τον Ήλιο ή τη Σελήνη,[80] ενώ ο Μάρτιν Σκορτσέζε τον συνέκρινε με τους άλλους μεγάλους σκηνοθέτες του διεθνούς κινηματογράφου όπως οι Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Ακίρα Κουροσάβα και Φεντερίκο Φελίνι.[81] Ο Ράι είναι πολιτιστικό σύμβολο της Ινδίας και της Βεγγάλης διεθνώς,[82] ενώ μετά τον θάνατο του η πόλη της Καλκούτας κήρυξε γενικό πένθος, με εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστών του Ράι να επισκέπτονται το σπίτι του για να αποτίσουν φόρο τιμής.[83] Η επιρροή του στον Ινδικό κινηματογράφο[84][85][86][87][88][89][90] ήταν μνημειώδης ως προς την τεχνική και αισθητική που εισήγαγε, όπως και στον διεθνή κινηματογράφο με σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε,[91][92] Φράνσις Φορντ Κόπολα, Ηλία Καζάν, Φρανσουά Τρυφώ,[93] Ουές Άντερσον,[94] Ντάνι Μπόιλ[95] και πολλοί άλλοι επηρεάστηκαν από το έργο του.[80][96][97][98]

Πολλά μετέπειτα λογοτεχνικά έργα εμπνεύστηκαν από τον Ράι και το έργο του, όπως το Χέρτσογκ του Σολ Μπέλοου ή το Ο Χαρούν και η θάλασσα των παραμυθιών του Σάλμαν Ρούσντι, καθώς και διασκευές των ιστοριών του σε ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές.[99][100]

Η κριτική που του ασκήθηκε επικεντρώθηκε στο ότι η εξέλιξη της πλοκής στις ταινίες του ήταν πάρα πολύ αργή,[52] το μήνυμα απλοϊκό, και μη σύγχρονο, και πως δεν κατάφερε να εισάγει νέες τεχνικές έκφρασης όπως έκαναν άλλοι σκηνοθέτες του διεθνούς κινηματογράφου.[101][102][103] Ωστόσο ακόμα και οι κριτικοί αναγνώρισαν πως ο Ράι είχε την ικανότητα να μεταφέρει το πνεύμα της Ινδικής κουλτούρας με όλες τις ιδιοσυγκρασίες του στην οθόνη.[42][104][105][106] Επιπλέον κριτική που του ασκήθηκε ήταν πως ωραιοποιούσε τη φτώχεια, έκανε διαλογή ηθοποιών οι οποίοι δεν ήταν πραγματικά φτωχοί, και πως εξήγαγε τη φτώχεια αντί οι ταινίες του να αναδεικνύουν τη σύγχρονη Ινδία.[107][108][109]

Διακρίσεις

Επεξεργασία

Ο Ράι έλαβε πολλά βραβεία και διακρίσεις κατά τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο, ενδεικτικά αυτά συμπεριλαμβάνουν:

Κατά τις δεκαετίες μετά τον θάνατο του ο Ράι συνέχισε να συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σκηνοθέτες όλων των εποχών, στις διάφορες κατατάξεις περιοδικών και εκπομπών με ενασχόληση τον διεθνή κινηματογράφο.[116][117][118].[119]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 11921263z. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 «Benezit Dictionary of Artists» (Αγγλικά) Oxford University Press. 2006. B00149569. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6vd72f1. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 31  Ιουλίου 2007. 500127865. Ανακτήθηκε στις 21  Μαΐου 2021.
  5. (Αγγλικά) ISFDB. 163413. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. «Modernity, Globality, Sexuality, and the City». (Αγγλικά) Indiana University Press. 2008. σελ. 35–58.
  7. CONOR.SI. 123318883.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11921263z. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  9. www.nytimes.com/movies/movie/37409/Pather-Panchali/details.
  10. (Αγγλικά) NNDB. 444/000268637.
  11. www.telegraphindia.com/1131019/jsp/calcutta/story_17124998.jsp.
  12. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  13. (Αγγλικά) www.acmi.net.au. creators/24727.
  14. www.dashboard-padmaawards.gov.in?Award=Bharat+Ratna.
  15. Ανακτήθηκε στις 2  Φεβρουαρίου 2019.
  16. books.google.ru/books?id=eAP2DwAAQBAJ&pg=PA106.
  17. Tmh (1 Οκτωβρίου 2007). Book Of Knowledge Viii, 5E. Tata McGraw-Hill Education. σελ. 33. ISBN 9780070668065. 
  18. 18,0 18,1 «Satyajit Ray | Indian film director» (στα αγγλικά). Encyclopedia Britannica. http://www.britannica.com/biography/Satyajit-Ray. Ανακτήθηκε στις 2017-09-25. 
  19. «Iconic filmmaker Satyajit Ray's 94th birth anniversary celebrated | Latest News & Updates at Daily News & Analysis» (στα αγγλικά). dna. 2015-05-02. http://www.dnaindia.com/india/report-iconic-filmmaker-satyajit-ray-s-94th-birth-anniversary-celebrated-2082628. Ανακτήθηκε στις 2017-09-25. 
  20. Sen A. «Western Influences on Satyajit Ray». Parabaas. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2006. 
  21. «Cine.gr - Τανίες Pather Panchali - Το Τραγούδι του Δρόμου - AKA : Song of the Little Road - The Lament of the Path». www.cine.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2016. 
  22. «Cine.gr - Τανίες Aparajito - Ο Ανίκητος - AKA : The Unvanquished». www.cine.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2016. 
  23. «Cine.gr - Τανίες Apur Sansar - Ο Κόσμος του Απού - AKA : The World of Apu». www.cine.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2016. 
  24. Seton 1971, σελ. 36
  25. Robinson 2003, σελ. 46
  26. Seton 1971, σελ. 70
  27. Seton 1971, σελίδες 71–72
  28. Robinson 2003, σελίδες 56–58
  29. Robinson 2005, σελ. 38
  30. Robinson 2005, σελίδες 40–43
  31. Arup Kr De, "Ties that Bind" by The Statesman, Calcutta, 27 Απριλίου 2008. Quote: "Satyajit Ray had an unconventional marriage. He married Bijoya (born 1917), youngest daughter of his eldest maternal uncle, Charuchandra Das, in 1948 in a secret ceremony in Bombay after a long romantic relationship that had begun around the time he left college in 1940. The marriage was reconfirmed in Calcutta the next year at a traditional religious ceremony."
  32. Robinson 2005, σελίδες 42–44
  33. Robinson 2005, σελ. 48
  34. 34,0 34,1 Robinson 2003, σελίδες 74–90
  35. Seton 1971, σελ. 95
  36. Hoffman, Jordan (2015-05-05). «Back on the little road: Satyajit Ray’s Pather Panchali returns in all its glory» (στα αγγλικά). The Guardian. ISSN 0261-3077. http://www.theguardian.com/film/2015/may/05/satyajit-ray-pather-panchali-restoration-apu-trilogy. Ανακτήθηκε στις 2017-09-25. 
  37. 37,0 37,1 Seton 1971, σελίδες 112–15
  38. «Filmi Funda Pather Panchali (1955)». The Telegraph (Calcutta, India). 20 Απριλίου 2005. http://www.telegraphindia.com/1050420/asp/calcutta/story_4634530.asp. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2006. 
  39. 39,0 39,1 39,2 Robinson 2003, σελίδες 91–106
  40. Malcolm D (19 Μαρτίου 1999). «Satyajit Ray: The Music Room». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/film/1999/jan/14/derekmalcolmscenturyoffilm.derekmalcolm. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2006. 
  41. Wood 1972, σελ. 61
  42. 42,0 42,1 Wood 1972
  43. Ray 1993, σελ. 13
  44. Robinson 2003, σελ. 5
  45. Palopoli S. «Ghost 'World'». metroactive.com. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2006. 
  46. Robinson 2003, σελ. 277
  47. Seton 1971, σελ. 189
  48. «Sandesh forced to move again - Times of India». The Times of India. http://timesofindia.indiatimes.com/city/kolkata/Sandesh-forced-to-move-again/articleshow/10563096.cms. Ανακτήθηκε στις 2017-09-25. 
  49. Robinson 2003, σελ. 142
  50. «When Ray Met Kurosawa | OPEN Magazine». OPEN Magazine (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. 
  51. arx.net. «Cine.gr - Τανίες». cine.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2016. 
  52. 52,0 52,1 Robinson 2003, σελ. 157
  53. Antani J. «Charulata». Slant magazine. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2006. 
  54. arx.net. «Cine.gr - Τανίες». cine.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2016. 
  55. Dasgupta 1996, σελ. 91
  56. 56,0 56,1 Ray, Satyajit. «Ordeals of the Alien». The Unmade Ray. Satyajit Ray Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2008. 
  57. Newman J (17 Σεπτεμβρίου 2001). «Satyajit Ray Collection receives Packard grant and lecture endowment». UC Santa Cruz Currents online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2005-11-04. https://web.archive.org/web/20051104203511/http://www.ucsc.edu/currents/01-02/09-17/ray.html. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2006. 
  58. C. J. Wallia (1996). «Book review: Satyajit Ray by Surabhi Banerjee». India Star. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2009. 
  59. «.:BiblioNet : the greek books in print». www.biblionet.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2016. 
  60. Seton 1971, σελίδες 291–297
  61. Wood 1972, σελ. 13
  62. Robinson 2003, σελίδες 200–220
  63. Rushdie 1992
  64. Robinson 2003, σελ. 206
  65. Robinson 2003, σελίδες 188–189
  66. Robinson 2003, σελίδες 66–67
  67. Robinson 2003, σελίδες 339–364
  68. Dasgupta 1996, σελ. 134
  69. Robinson 2003, σελ. 353
  70. Robinson 2003, σελίδες 353–364
  71. «Acceptance Speeches: Satyajit Ray». Academy of Motion Picture Arts and Sciences. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2013. 
  72. Nandy 1995
  73. Datta, Sudipta (19 Ιανουαρίου 2008). «The Ray show goes on». The Financial Express (Indian Express Newspapers (Mumbai) Ltd). http://www.financialexpress.com/news/The-Ray-show-goes-on/263406/. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2008. 
  74. «Ray Typography». Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2014. 
  75. Robinson 2003, σελ. 57
  76. Robinson 2003, σελίδες 57–59
  77. «Chobi Lekhen Sottojit (Satyajit Ray Writes Paintings)». academia.edu. 
  78. Malcolm D (2 Μαΐου 2002). «The universe in his backyard». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/culture/2002/Μαΐου/02/artsfeatures1. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2007. 
  79. Swagrow M. «An Art Wedded to Truth». The Atlantic Monthly. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2007. 
  80. 80,0 80,1 Robinson 2003, σελ. 96
  81. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2016. 
  82. Tankha, Madhur (1 Δεκεμβρίου 2007). «Returning to the classics of Ray». The Hindu (Chennai, India). http://www.hindu.com/2007/12/01/stories/2007120151070200.htm. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2008. 
  83. Amitav Ghosh. «Satyajit Ray». Doom Online. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2006. 
  84. Mrinal Sen. «Our lives, their lives». Little Magazine. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2006. 
  85. SK Jha (9 Ιουνίου 2006). «Sacred Ray». Calcutta, India: Telegraph India. http://www.telegraphindia.com/1060609/asp/etc/story_6319302.asp. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2006. 
  86. André Habib. «Before and After: Origins and Death in the Work of Jean-Luc Godard». Senses of Cinema. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2006. 
  87. Sragow, Michael (1994). «An Art Wedded to Truth». The Atlantic Monthly (University of California, Santa Cruz). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-04-12. https://web.archive.org/web/20090412212046/http://satyajitray.ucsc.edu/articles/sragow.html. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2009. 
  88. «Subrata Mitra». Internet Encyclopedia of Cinematographers. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2009. 
  89. Nick Pinkerton (14 Απριλίου 2009). «First Light: Satyajit Ray From the Apu Trilogy to the Calcutta Trilogy». The Village Voice. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2009. 
  90. «An Interview with Satyajit Ray». 1982. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2009. 
  91. Chris Ingui. «Martin Scorsese hits DC, hangs with the Hachet». Hatchet. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2009. 
  92. Jay Antani (2004). «Raging Bull Review 1980». contactmusic.com. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2015. 
  93. Dave Kehr (5 Μαΐου 1995). «The 'World' of Satyajit Ray: Legacy of India's Premier Film Maker on Display». Daily News. http://www.nydailynews.com/archives/nydn-features/world-satyajit-ray-legacy-india-premier-film-maker-display-article-1.678937. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2009. 
  94. «A Review of Wes Anderson's The Darjeeling Limited». 28 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2007. 
  95. Alkarim Jivani (Φεβρουαρίου 2009). «Mumbai rising». Sight & Sound. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2009. 
  96. Suchetana Ray (11 Μαρτίου 2008). «Satyajit Ray is this Spanish director's inspiration». CNN-IBN. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2009. 
  97. Sheldon Hall. «Ivory, James (1928–)». Screen Online. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2007. 
  98. Daniel Thomas (20 Ιανουαρίου 2003). «Film Reviews: Grave of the Fireflies (Hotaru no Haka)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2009. 
  99. Datta S. «Feluda goes global, via radio». The Financial Express. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2007. 
  100. Isabel Stevens (13 Αυγούστου 2013). «Satyajit Ray's film posters: in pictures». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2014. 
  101. Robinson 2003, σελίδες 306–318
  102. Robinson 2003, σελίδες 352–353
  103. Robinson 2003, σελίδες 314–315
  104. Ebert R. «The Music Room (1958)». Chicago Sun-Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2005-12-26. https://web.archive.org/web/20051226145349/http://rogerebert.suntimes.com/apps/pbcs.dll/article?AID=%2F19990117%2FREVIEWS08%2F401010342%2F1023. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2006. 
  105. Robinson 2003, σελ. 246
  106. Robinson 2005, σελίδες 13–14
  107. Robinson 2003, σελ. 177
  108. Robinson 2003, σελ. 205
  109. Robinson 2003, σελίδες 327–328
  110. «11th Moscow International Film Festival (1979)». Moscow International Film Festival. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2013. 
  111. «Personal Awards». Satyajit Ray official site. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2009. 
  112. Robinson 2003, σελ. 1
  113. 113,0 113,1 «Personal Awards». Awards. satyajitray.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2008. 
  114. «Padma Awards» (PDF). Ministry of Home Affairs, Government of India. 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 15 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις Ιουλίου 21, 2015. 
  115. «Awards and Tributes: Satyajit Ray». San Francisco International Film Festival: The First to Fifty. San Francisco Film Society. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2008. 
  116. «Sight and Sound Poll 1992: Critics». California Institute of Technology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2009. 
  117. Kevin Lee (5 Σεπτεμβρίου 2002). «A Slanted Canon». Asian American Film Commentary. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2009. 
  118. «Greatest Film Directors and Their Best Films». Filmsite.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2009. 
  119. «The Greatest Directors Ever by Total Film Magazine». Filmsite.org. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2009. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία