Chevrolet Corvette C4

μοντέλο αυτοκινήτου

Η τέταρτη γενιά της Chevrolet Corvette, γνωστή ως Chevrolet Corvette C4, παρουσιάστηκε επίσημα μέσα στο 1982, αλλά καθυστέρησε αρκετούς μήνες για να φτάσει στην αγορά, λόγω μεγάλου πλήθους σοβαρών κατασκευαστικών προβλημάτων των πρώτων αντιτύπων. Η μαζική παραγωγή της, τελικώς, ξεκίνησε στις 3 Ιανουαρίου 1983 και κυκλοφόρησε επίσημα σε όλες σχεδόν τις πολιτείες των ΗΠΑ μέσα στον Μάρτιο, με εξαίρεση την Καλιφόρνια, όπου έφτασε τον Απρίλιο. Διατηρήθηκε στην παραγωγή έως τις 20 Ιουνίου 1996,[2] συμπληρώνοντας 13 έτη παραγωγής, και αντικαταστάθηκε τον Ιανουάριο του 1997 από την Chevrolet Corvette C5. Συνολικά κατασκευάστηκαν 358.180 αντίτυπα της Corvette C4, από τα οποία τα 74.651 ήταν καμπριολέ.

Chevrolet Corvette C4
Chevrolet Corvette C4 coupé του 1983 - 1990
Chevrolet Corvette C4 convertible του 1991 - 1996
Σύνοψη
Κατασκευαστής Chevrolet
Μητρική εταιρεία General Motors
ΠαραγωγήΙανουάριος 1983 — Ιούνιος 1996
Σεζόν1984 — 1996
ΣυναρμολόγησηBowling Green, Κεντάκι, ΗΠΑ
ΣχεδιαστήςJerry Palmer (1980) υπό την ηγεσία του Dave McLellan[1]
Αμάξωμα και σασί
ΚατηγορίαΣπορ αυτοκίνητο
ZR-1: Σπορ υπεραυτοκίνητο (supercar)
Αμάξωμα2-πορτο, 2-θέσιο coupé (1983 - 1996)
2-πορτο, 2-θέσιο convertible (1986 - 1996)
ΔιαμόρφωσηΚινητήρας μπροστά, πίσω κίνηση
ΠλατφόρμαGM Y-body
Σχετική εξέλιξηCallaway Corvette
Σύστημα κίνησης
Κινητήρας5.7 λίτρα L83 (1983 - 1984)
5.7 λίτρα L98 (1985 - 1991)
5.7 λίτρα LT1 (1992 - 1996)
5.7 λίτρα LT4 (1996)
5.7 λίτρα LT5 (1990 - 1995) στην ZR-1
Όλοι V8 βενζίνης
Μετάδοση4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο (1983 - 1996)
«4+3» μηχανικό κιβώτιο της Doug Nash (1984 - 1988)
6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο της ZF (1988 - 1996)
Χωρητικότητα καυσίμου75,7 λίτρα
Διαστάσεις
Μεταξόνιο2.440 χιλιοστά
Μήκος4.480 χιλιοστά
Πλάτος1.800 χιλιοστά
ZR-1: 1.880 χιλιοστά
ΎψοςCoupé: 1.190 χιλιοστά
Convertible: 1.180 χιλιοστά
Κενό Βάρος1.469 - 1.530 κιλά
Χρονολόγιο
Προηγούμενο μοντέλοChevrolet Corvette C3
Επόμενο μοντέλοChevrolet Corvette C5

Εξέλιξη Επεξεργασία

Η εξέλιξη της Corvette C4 ξεκίνησε το 1978 και διήρκησε 4 χρόνια. Το ζήτημα ήταν εξαιρετικά σοβαρό για τον μητρικό όμιλο της General Motors, καθώς ο βασικός σκοπός του σχετικού πρότζεκτ, ήταν η δημιουργία μιας νέας γενιάς Corvette που θα εκπλήρωνε τους εξής στόχους:

  • Οδική συμπεριφορά φιλική προς τον οδηγό και, παράλληλα, με γνήσια πλέον χαρακτηριστικά ενός καθαρόαιμου σπορ αυτοκινήτου, καθώς η προκάτοχος Chevrolet Corvette C3 είχε εισπράξει άκρως αρνητικά σχόλια για απρόβλεπτη έως κτηνώδη οδική συμπεριφορά. Ορισμένα έντυπα μάλιστα, κυρίως ευρωπαϊκά, αλλά και αρκετά αμερικανικά, είχαν φτάσει στο σημείο να την θεωρήσουν ως ένα μη γνήσιο σπορ αυτοκίνητο.
  • Σημαντική βελτίωση της ποιότητας κατασκευής στο σαλόνι, ως απάντηση σε ανάλογα αρνητικά σχόλια εναντίον των παλαιότερων Corvette, ότι διέθεταν απαράδεκτο φινίρισμα για αυτοκίνητο τέτοιας κατηγορίας και τόσο υψηλής εμπορικής τιμής.
  • Προσφορά μεγαλύτερου διαθέσιμου χώρου για τους επιβάτες, καθώς η προκάτοχος Corvette C3 είχε επικριθεί αρνητικά από τον Τύπο αυτοκινήτου ότι είχε ένα κάπως στριμωγμένο και άβολο σαλόνι.
  • Εκπλήρωση των ολοένα και αυστηρότερων προδιαγραφών εκπομπών καυσαερίων και οικονομίας καυσίμων. Ειδικότερα η ανάγκη μιας πιο οικονομικής Corvette είχε γίνει ήδη επιτακτική, εξαιτίας της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης του 1973, ενώ κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της Corvette C4 ξέσπασε και η δεύτερη συνεχόμενη πετρελαϊκή κρίση τον Ιούνιο του 1979 και οξύνθηκε ραγδαία τα έτη 1980 και 1981, ενισχύοντας περαιτέρω την προσοχή της εταιρείας προς τον τομέα αυτό.
 
Το αεροδυναμικό προφίλ μιας Chevrolet Corvette C4 της πρώτης σεζόν της, του 1984 (έτη 1983 - 1984).

Καθώς την τότε εποχή, η τεχνολογία ηλεκτρονικού ελέγχου των κινητήρων ήταν ακόμα σε εντελώς πρώιμο στάδιο, έγινε σύντομα αντιληπτό ότι ο μοναδικός τρόπος εκπλήρωσης του στόχου των προδιαγραφών καυσαερίων και οικονομίας, ήταν η μείωση του βάρους και η βελτίωση της αεροδυναμικής. Αντιθέτως, με την τότε τεχνολογία, δεν ήταν ακόμα εφικτή η απόδοση υψηλής ισχύος με ταυτόχρονη επίτευξη αυτών των στόχων, με αποτέλεσμα οι Corvette C4 των ετών 1983 - 1991 να έχουν σχετικά μέτρια ιπποδύναμη, εμφανώς χαμηλότερη από τις αποδόσεις των Corvette που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 1960 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970.

Αισθητική Επεξεργασία

 
Το τεράστιο καμπυλωτό πίσω παρμπρίζ μιας Chevrolet Corvette C4 του 1984 - 1985, λίγο πριν καθιερωθεί το στάνταρ τρίτο πίσω φως φρένων.

Από την άλλη, λόγω της μεγάλης έμφασης που δόθηκε τότε στην αεροδυναμική, η C4 απέκτησε μια εξαιρετικά φουτουριστική αισθητική για τα τότε δεδομένα, με ομαλές αεροδυναμικές γραμμές, που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Τύπο και το κοινό κατά την εισαγωγή του μοντέλου. Παράλληλα, για την σχεδίασή της είχε χρησιμοποιηθεί και αεροδυναμική σήραγγα, με αποτέλεσμα να έχει αεροδυναμικό συντελεστή Cd 0,34 - νούμερο εντυπωσιακό τότε για τα σπορ υπεραυτοκίνητα μαζικής παραγωγής. Ο συντελεστής αυτός αντιπροσώπευε μια τεράστια μείωση κατά 23,7% ως προς την Corvette C3 του 1982, η οποία είχε Cd 0,44. Γενικότερα, κάθε λεπτομέρεια του νέου αυτοκινήτου είχε μελετηθεί προσεκτικά προς την κατεύθυνση αυτή. Εντυπωσιακά παραδείγματα ήταν το τεράστιο καμπυλωτό πίσω παρμπρίζ, που κατέβαινε ομαλά προς τα πίσω, δίνοντας στην Corvette C4 το προφίλ ενός hatchback, καθώς και οι εξωτερικοί καθρέφτες σε σχήμα κώνου, με τις μυτερές κορυφές τους να δείχνουν προς την ροή του αέρα. Μοναδική εξαίρεση ήταν τα αντίτυπα ευρωπαϊκών προδιαγραφών, που έφεραν εξωτερικούς καθρέφτες επίπεδης μετωπικής επιφάνειας και επίσης αναδιπλούμενους (αντιθέτως, στα αντίτυπα για τη Βόρεια Αμερική οι εξωτερικοί καθρέφτες ήταν ακλόνητοι και δεν μπορούσαν να αναδιπλωθούν).

Η τελική αισθητική του μοντέλου διαμορφώθηκε και επελέγη επίσημα στα τέλη του 1979, ενώ η σχεδίαση στο σαλόνι διαμορφώθηκε λίγους μήνες μετά, στις αρχές του έτους 1980. Για πρώτη φορά μετά το 1957, η Corvette υιοθέτησε μονούς μπροστινούς προβολείς αντί για διπλούς, αν και παρέμειναν αναδιπλούμενοι, οι οποίοι μάλιστα περιστρέφονταν σε εξαιρετικά μεγάλη γωνία 167 μοιρών όταν άνοιγαν ή όταν έκλειναν, αριθμός - ρεκόρ για μοντέλο παραγωγής.

Σε αντίθεση με την προκάτοχο C3, που είχε βασιστεί στο σασί της ακόμα παλαιότερης Corvette C2, η Corvette C4 βασίστηκε σε ένα εντελώς νέο σασί, την πλατφόρμα Y-body, που εξελίχθηκε τότε για πρώτη φορά και αποκλειστικά για την Chevrolet Corvette. Μεγάλη έμφαση δόθηκε και στη βελτίωση της οδικής συμπεριφοράς και για τον σκοπό αυτό αναπτύχθηκε μια εντελώς νέα διάταξη ανάρτησης, που ήταν ανεξάρτητη και στους 4 τροχούς, καθώς και νέα, ισχυρότερα φρένα, με στάνταρ μπροστινά και πίσω δισκόφρενα.

Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκαν υλικά ακόμα υψηλότερης ποιότητας στο σαλόνι, ιδίως στα στάνταρ δερμάτινα καθίσματα, αλλά και στο ταμπλό, ενώ επίσης τοποθετήθηκε ένας στάνταρ εντυπωσιακός ψηφιακός πίνακας οργάνων, που διατηρήθηκε το διάστημα μεταξύ του 1983 και του 1989 και συχνά αναφερόταν από τον Τύπο και το κοινό ως «τα νυχτερινά φώτα του Τόκιο». Τα ψηφιακά όργανα ήταν ταχύμετρο με ψηφιακές οριζόντιες μπάρες και ταυτόχρονα με τρία ψηφία στο πλάι για παράλληλη λεπτομερή αναγραφή του αριθμού της ταχύτητας, θερμόμετρο λαδιού, δείκτης πίεσης λαδιού, θερμόμετρο νερού, ημερήσιος χιλιομετρητής, δείκτης στάθμης καυσίμου με οριζόντιες μπάρες, μετρητής των βολτ της μπαταρίας, μέση κατανάλωση, στιγμιαία κατανάλωση και στροφόμετρο με οριζόντιες μπάρες και ταυτόχρονα με δύο ψηφία στο πλάι για παράλληλη λεπτομερή αναγραφή του αριθμού των στροφών του κινητήρα. Στα αντίτυπα που διατέθηκαν στη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ και Καναδάς), όλα αυτά τα όργανα προσέφεραν τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο αγγλικό σύστημα μονάδων και στο μετρικό σύστημα μονάδων. Παραδόξως όμως, ο συνολικός χιλιομετρητής (που ήταν μάλιστα σε ένα ασυνήθιστο σημείο, στην πάνω δεξιά γωνία του πίνακα οργάνων) ήταν με παραδοσιακά γρανάζια και φυσικά με εξ αρχής εργοστασιακή ρύθμιση στο αγγλικό σύστημα μονάδων (μίλια) για τα μοντέλα που διατέθηκαν στις ΗΠΑ και στο μετρικό σύστημα μονάδων (χιλιόμετρα) για τα μοντέλα που διατέθηκαν στον Καναδά.

Στα μοντέλα που κυκλοφόρησαν στη Βόρεια Αμερική, οι ψηφιακές οριζόντιες μπάρες στο ταχύμετρο είχαν εκατέρωθεν κλίμακες με αριθμούς, με μέγιστη ένδειξη τα 85 μίλια την ώρα στα αριστερά και τα αντίστοιχα 137 χιλιόμετρα την ώρα στα δεξιά, και ο οδηγός μπορούσε να επιλέξει τον φωτισμό της ένδειξης είτε των μιλίων είτε των χιλιομέτρων, ενώ ανάλογα με την επιλογή εμφανιζόταν ο παράλληλος ψηφιακός αριθμός, κάτω δεξιά από τις μπάρες, σε μίλια ή σε χιλιόμετρα. Αντιθέτως, στα μοντέλα επίσημης εξαγωγής στην Ευρώπη υπήρχε αποκλειστική ένδειξη και στα δύο ταχύμετρα (με τις μπάρες και με τον ξεχωριστό αριθμό) σε χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς μίλια, και η μέγιστη ένδειξη στο ταχύμετρο με τις μπάρες ήταν εξ αρχής και έως την ανανέωση της Corvette C4 που έγινε το καλοκαίρι του 1989 (όταν άλλαξε επίσης και ο πίνακας οργάνων και καθιερώθηκε ταχύμετρο με αποκλειστικά ψηφιακό αριθμό, χωρίς μπάρες, καθώς και ένα αναλογικό στροφόμετρο) στα 260 χιλιόμετρα την ώρα. Στατιστικώς, τα περισσότερα από αυτά κυκλοφόρησαν στη Γερμανία και στην Ελβετία, ενώ στις άλλες χώρες ελάχιστα έφτασαν τότε ως καινούρια, αν και υπήρξαν και κάποιες μεταγενέστερες ευρωπαϊκές εισαγωγές της Corvette C4 ως μεταχειρισμένη.

Εισαγωγή Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 της σεζόν του 1984.

Η πρώτη επίσημη παρουσίαση της Corvette C4 έγινε το 1982, με αρχική προοπτική να εισαχθεί το φθινόπωρο του 1982, ως μοντέλο 1983. Ωστόσο, οι υψηλές πωλήσεις της προκατόχου Corvette C3 έως και την τελευταία στιγμή πριν την αντικατάστασή της, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο πλήθος κατασκευαστικών προβλημάτων των πρώτων αντιτύπων προ-παραγωγής της C4, οδήγησαν σε αναβολή της εισαγωγής. Αν και επίσημα κατασκευάστηκαν 44 αντίτυπα της Corvette C4 με κωδικό VIN (Vehicle Identification Number) να αναφέρει τη σεζόν του 1983, τελικώς κανένα δεν διατέθηκε στο κοινό. Μεταγενέστερα έγινε γνωστό ότι, εκτός από ένα, όλα τα άλλα καταστράφηκαν σε δοκιμές πρόσκρουσης, κατά τη διάρκεια των πρώτων πειραματικών δοκιμών για την εισαγωγή των μπροστινών αερόσακων.

Η μοναδική «1983 Corvette» που διατηρήθηκε επίσημα, ήταν μία λευκή εξωτερικά με μπλε σαλόνι, κινητήρα L83, κυβισμού 350 κυβικών ιντσών / 5.7 λίτρων και V8, με ρύθμιση της ισχύος στους 250 hp (186 kW), 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο και επίσημο εργοστασιακό κωδικό VIN 1G1AY0783D5100023. Το όχημα κατέληξε απευθείας στο Εθνικό Μουσείο της Corvette (National Corvette Museum) στο Μπόουλινγκ Γκριν (Bowling Green), Κεντάκι, όπου φυσικά διατηρείται έως σήμερα.[3] Ταυτόχρονα όμως, άλλες πηγές ανεβάζουν σε 47 τα αντίτυπα των Chevrolet Corvette της σεζόν του 1983, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μία σειρά από φήμες για 3 επιπλέον «Corvette μοντέλα 1983» που ενδεχομένως να είχαν διασωθεί τότε ανεπίσημα και να αποκτήθηκαν μυστικά από άγνωστους ιδιοκτήτες.

 
Chevrolet Corvette C4 του 1988.

Καθώς το νέο μοντέλο πληρούσε ήδη τις επίσημες προδιαγραφές που είχε θέσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για το 1984, η Chevrolet αποφάσισε τελικώς να το εισάγει στην αγορά ως μοντέλο 1984 και η σεζόν του 1983 παρακάμφθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη σεζόν, διάρκειας 17 μηνών, με τον συνολικό όγκο παραγωγής στη σεζόν αυτή να ανέρχεται στα 51.547 αντίτυπα, το δεύτερο υψηλότερο νούμερο στην ιστορία της Corvette μετά τη σεζόν (model year) του 1979, όταν είχε φτάσει τα 53.807 αντίτυπα.[4]

Οι πρώτες Chevrolet Corvette C4 της σεζόν του 1984, κύλησαν από τη γραμμή παραγωγής στις 3 Ιανουαρίου 1983, αν και η εκκίνηση είχε κάπως αργούς ρυθμούς παραγωγής, με λίγα αντίτυπα τους 2 πρώτους μήνες, τα οποία εκτέθηκαν σε ειδικά επιλεγμένες αντιπροσωπείες. Ο πλήρης ρυθμός παραγωγής, τελικώς, έγινε εφικτός τον Μάρτιο του 1983 και κυκλοφόρησε επίσημα σε όλες σχεδόν τις πολιτείες των ΗΠΑ μέσα στον ίδιο μήνα, με μοναδική εξαίρεση την Καλιφόρνια, όπου έφτασε τον Απρίλιο. Έως τον Οκτώβριο του 1983, το εργοστάσιο κατασκευής της Corvette είχε πλέον φτάσει στον μέγιστο δυνατό ρυθμό παραγωγής του μοντέλου.

Ενεργητική και παθητική ασφάλεια Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 convertible του 1986 - 1987.

Όλες οι Chevrolet Corvette C4 έφεραν εξ αρχής 4 δισκόφρενα, ενώ το καλοκαίρι του 1985, με την έναρξη της σεζόν του 1986, απέκτησαν και στάνταρ Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών (ABS) δεύτερης γενιάς και τρίτο πίσω φως φρένων (ειδικότερα το τρίτο πίσω φως φρένων, καθιερώθηκε από τη σεζόν του 1986 δια νόμου ως υποχρεωτικό για όλα τα μοντέλα αμερικανικής κυκλοφορίας). Τη σεζόν του 1990, το ABS υπέστη περαιτέρω βελτιώσεις στο λογισμικό του, ενώ τη σεζόν του 1992 προστέθηκε στάνταρ Σύστημα Ελέγχου Πρόσφυσης (traction control system). Μια εντυπωσιακή καινοτομία της C4 ήταν το Σύστημα Ελέγχου Πίεσης Ελαστικών, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη σεζόν του 1987, με έξτρα χρέωση 325 δολάρια. Τα πρώτο έτος, ωστόσο, εμφάνισε κάποια κρούσματα λανθασμένων ενδείξεων κινδύνου, χωρίς να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί καταστροφική εντύπωση στην κοινή γνώμη και να παραγγελθούν με αυτό μόλις 46 αντίτυπα την πρώτη σεζόν που διατέθηκε.

Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε και στην παθητική ασφάλεια. Ήδη από την εισαγωγή της, η Corvette C4 έφερε τιμόνι και «κουτί» μπροστά από τον συνοδηγό που αμφότερα κατασκευάζονταν από αφρώδες παραμορφώσιμο πλαστικό, για προστασία και των δύο επιβατών σε τυχόν μετωπική πρόσκρουση. Είναι αξιοσημείωτο ότι το πλαστικό κουτί αρχικά προοριζόταν για τοποθέτηση αερόσακου συνοδηγού μέσα σε αυτό και ότι λόγω του μεγάλου όγκου του η Corvette C4 αρχικά δεν είχε ντουλαπάκι συνοδηγού. Τα μπροστινά της αναδιπλούμενα φώτα ήταν αλογόνου. Με την έναρξη της σεζόν του 1990 καθιερώθηκε στάνταρ αερόσακος οδηγού, μαζί με ένα καλύτερο ηχοσύστημα, βελτιώσεις στον εξαερισμό, ένα νέας σχεδίασης και πιο καμπυλωτό ταμπλό και έναν εντελώς καινούριο πίνακα οργάνων, ο οποίος είχε συνδυασμό αναλογικών και ψηφιακών ενδείξεων, σε αντίθεση με τον αποκλειστικά ψηφιακό πίνακα οργάνων των C4 μεταξύ των ετών 1983 και 1989. Επίσης, με την έναρξη της σεζόν του 1994 προστέθηκε και στάνταρ αερόσακος συνοδηγού.

Εκδόσεις Επεξεργασία

Εκδοχές αμαξώματος Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 convertible του 1986 - 1990 (δεξιά) και του 1991 - 1996 (αριστερά), στο Κεμπέκ του Καναδά, σε φωτογραφία του 2010.

Τα πρώτα 3 χρόνια, η Corvette C4 διατέθηκε αποκλειστικά ως coupé με αποσπώμενο κεντρικό τμήμα οροφής, που συχνά αναφέρεται ως οροφή targa (τάργκα). Το ανοιχτό convertible προστέθηκε στις αρχές του 1986, σηματοδοτώντας έτσι την επιστροφή των Corvette καμπριολέ, καθώς μετά την Corvette C3 κάμπριο των ετών 1968 έως 1975, δεν είχε προσφερθεί ανοιχτή έκδοση επί 11 έτη. Μολονότι η Corvette C4 κάμπριο ήταν, για πρώτη φορά στην ιστορία της Corvette, ακριβότερη από την στάνταρ εκδοχή, γνώρισε αμέσως μεγάλη απήχηση στο κοινό (ενδεικτικώς, το 1987 το ένα τρίτο των αγοραστών της Corvette προτίμησε την έκδοση κάμπριο) και διατήρησε την υψηλή δημοτικότητά της έως την τελευταία σεζόν της C4, του 1996. Επίσης, υπέστη ταυτόχρονα με την έκδοση coupé όλες τις αναβαθμίσεις που έγιναν στην C4 στα επόμενα χρόνια.

ZR-1 Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 ZR-1 της σεζόν του 1990.

Η κορυφαία έκδοση της C4 παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 1989 στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Ντιτρόιτ (που άνοιξε επίσημα στις 11 Ιανουαρίου 1989) και ήταν η Corvette C4 ZR-1, που έφτασε στην αγορά λίγους μήνες μετά, ως μοντέλο της σεζόν του 1990 (κατά συνέπεια, απευθείας με στάνταρ αερόσακο οδηγού και με το νέο ταμπλό και τον νέο πίνακα οργάνων που καθιερώθηκαν όλα από τότε στις Corvette C4). Διατέθηκε αποκλειστικά σε coupé εκδοχή αμαξώματος και απέκτησε από τον Τύπο αυτοκινήτου και το ευρύ κοινό το διαχρονικό παρατσούκλι «King of the Hill», δηλαδή «Βασιλιάς του Λόφου», με την έννοια ότι ήταν ασυναγώνιστο στην επιτάχυνση σε ανηφορικούς δρόμους. Ο κινητήρας της, ήταν ο εντελώς νέος LT5, κυβισμού επίσης 5.7 λίτρων (για την ακρίβεια 5.732 cm³) και V8, αλλά εντελώς διαφορετικής σχεδίασης και έχοντας μάλιστα 32 βαλβίδες, αντί για 16, και τέσσερις εκκεντροφόρους επικεφαλής, αντί για δύο. Επίσης, ο κινητήρας της C4 ZR-1 έφερε μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων και δύο μπεκ ψεκασμού καυσίμου ανά κύλινδρο, ενώ συνδυαζόταν μόνο με το 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο. Μάλιστα ο κινητήρας αυτός είχε σχεδιαστεί από την Lotus, η οποία ανήκε στον όμιλο της General Motors από το 1986 έως το 1993, και όταν η GM την απέκτησε, είχε τότε την ιδέα να αναθέσει στο τμήμα ανάπτυξης της Lotus την εξέλιξη και την παραγωγή του ταχύτερου αυτοκινήτου παραγωγής παγκοσμίως, θέτοντας ως στόχο ήδη από το 1986 τους 400 hp. Αξιοσημείωτο είναι και ότι ο κινητήρας αυτός παραγόταν ξεχωριστά σε ένα ειδικό για αυτό τον σκοπό εργοστάσιο στο Στίλγουοτερ της πολιτείας Οκλαχόμα, όπου μάλιστα κατασκευαζόταν σε μεγάλο βαθμό στο χέρι, και στη συνέχεια μεταφερόταν στο επίσημο εργοστάσιο της Corvette στο Μπόουλινγκ Γκριν της πολιτείας Κεντάκι και τοποθετείτο στο αμάξωμα των Corvette C4 ZR-1.

 
Chevrolet Corvette C4 ZR-1 της σεζόν του 1995.

Η αρχική ισχύς του κινητήρα στην C4 ZR-1 παραγωγής, ήταν 375 hp (280 kW) στις 6.000 στροφές το λεπτό και η ροπή ήταν 502 N·m στις 4.800 στροφές το λεπτό. Η επιτάχυνση 0-60 mph ή 0-97 km/h της ερχόταν σε μόλις 4,4 δευτερόλεπτα και η τελική ταχύτητα ήταν 180 mph, δηλαδή 290 km/h. Από τη σεζόν του 1993, η ισχύς του κινητήρα αυξήθηκε στους 405 hp (302 kW) στις 5.800 στροφές το λεπτό, επιτυγχάνοντας έτσι τον αρχικό στόχο για την ιπποδύναμη, και η ροπή έφτασε τα 522 N·m στις 4.800 στροφές το λεπτό, ενώ η τελική ταχύτητα τα 181 mph, δηλαδή 291,2 km/h. Διατηρήθηκε στην παραγωγή έως το 1995 και κατασκευάστηκε σε μόλις 6.939 αντίτυπα, καθώς η τιμή της ήταν η διπλάσια από την στάνταρ Corvette C4 και λίγο υψηλότερη από τις Porsche 964 και Porsche 993, που ήταν οι τότε γενιές της Porsche 911. Αν και τελικώς δεν ήταν το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής παγκοσμίως την τότε εποχή, όπως είχε αρχικά επιδιώξει η General Motors, διατηρεί εξαιρετικά υψηλό πρεστίζ στον κύκλο των οπαδών της αυτοκίνησης και θεωρείται σήμερα ως άκρως συλλεκτική.

Grand Sport Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 Grand Sport coupe του 1996.

Το 1996, η ZR-1 αντικαταστάθηκε από τη συλλεκτική έκδοση Corvette Grand Sport, που κυκλοφόρησε για να σηματοδοτήσει την τελευταία σεζόν της Corvette C4. Πήρε το όνομά της ως ιστορική αναφορά στην κλασική Corvette Sport του 1963 και έφερε τον κινητήρα LT4, κυβισμού 5.7 λίτρων και V8, με ισχύ 330 hp (246 kW) και ροπή 461 N·m (340 lb·ft). Προσφερόταν σε έναν μόνο εξωτερικό χρωματισμό, τον μπλε Admiral Blue, με μια εγκάρσια κεντρική λευκή λωρίδα, μαύρες ζάντες και δύο παράλληλες κόκκινες γραμμές πάνω από τον θόλο του μπροστινού τροχού στην πλευρά του οδηγού. Κατασκευάστηκε σε μόλις 1.000 αντίτυπα: 810 κουπέ και 190 καμπριολέ.[5]

Collector Edition Επεξεργασία

Η τελική έκδοση της Corvette C4 ήταν η Corvette Collector Edition, που διατέθηκε το 1996 ως ένα πακέτο με έξτρα χρέωση 1.250 δολάρια, για να σηματοδοτήσει την οριστική λήξη της παραγωγής της C4. Πήρε το όνομά της από την αντίστοιχη Collector Edition του 1982, η οποία ήταν η τελική έκδοση της Chevrolet Corvette C3. Εξωτερικά, η C4 Collector Edition έφερε την ασημί βαφή Sebring Silver, ενώ δεν είχε τόσο περιορισμένη διαθεσιμότητα όσο η Grand Sport, καθώς παρήχθη σε 5.412 αντίτυπα: 4.031 κουπέ και 1.381 καμπριολέ.

Κινητήρες Επεξεργασία

 
Το σαλόνι μιας Chevrolet Corvette C4 του 1986 με αυτόματο κιβώτιο.
 
Chevrolet Corvette C4 του 1990.
 
Chevrolet Corvette C4 convertible του 1990.
 
Chevrolet Corvette C4 convertible του 1996.
Κινητήρας Σεζόν Ισχύς Ροπή
5.7 L (350 cu.in.)
L83 V8
1984 205 hp (153 kW) 290 lb·ft (393 N·m)
5.7 L (350 cu.in.)
L98 V8
1985–1986 230 hp (172 kW) 330 lb·ft (447 N·m)
1987–1989 240 hp (179 kW) 345 lb·ft (468 N·m)
1987
B2K Callaway
345 hp (257 kW) 465 lb·ft (630 N·m)
1988–1989
(coupe με πίσω διαφορικό 3.07)
245 hp (183 kW) 345 lb·ft (468 N·m)
1988–1989
B2K Callaway
382 hp (285 kW) 562 lb·ft (762 N·m)
1990–1991 245 hp (183 kW) 345 lb·ft (468 N·m)
1990–1991
(coupe με πίσω διαφορικό 3.07)
250 hp (186 kW) 345 lb·ft (468 N·m)
1990–1991
B2K Callaway
403 hp (301 kW) 575 lb·ft (780 N·m)
5.7 L (350 cu.in.)
LT5 V8
1990–1992 ZR-1 375 hp (280 kW) 370 lb·ft (502 N·m)
1993–1995 ZR-1 405 hp (302 kW) 385 lb·ft (522 N·m)
5.7 L (350 cu.in.)
LT1 V8
1992 300 hp (224 kW) 330 lb·ft (447 N·m)
1993–1995 300 hp (224 kW) 340 lb·ft (461 N·m)
1996 300 hp (224 kW) 335 lb·ft (454 N·m)
5.7 L (350 cu.in.)
LT4 V8
1996 330 hp (246 kW) 340 lb·ft (461 N·m)

Μολονότι ο κυβισμός όλων των κινητήρων της Corvette C4, καθώς και της διαδόχου Corvette C5, ήταν σταθερά στα 5.7 λίτρα, στην πραγματικότητα έγιναν συχνές τοποθετήσεις νέων μηχανικών συνόλων, εντελώς διαφορετικής σχεδίασης, όπως υποδηλώνουν οι διαφορετικοί κωδικοί.

Από την άλλη πάντως, όσα αντίτυπα κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 1980 με σκοπό την εξαγωγή στην Ευρώπη και γενικότερα σε άλλες ηπείρους, είχαν λίγο υψηλότερη ισχύ από όσα κυκλοφόρησαν στη Βόρεια Αμερική. Αυτό οφειλόταν στις λιγότερο αυστηρές προδιαγραφές εκπομπών καυσαερίων εκτός ΗΠΑ την τότε εποχή, όπως και στο ότι τα εξαγωγικά μοντέλα των πρώτων ετών είχαν ρυθμιστεί για βενζίνη με μόλυβδο και, κατά συνέπεια, δεν έφεραν καταλύτη, καθώς στη δεκαετία του 1980 η αμόλυβδη βενζίνη δεν ήταν ακόμα ευρέως διαθέσιμη στα κράτη εκτός Βόρειας Αμερικής.

Κιβώτια ταχυτήτων Επεξεργασία

 
Chevrolet Corvette C4 έκδοσης 40th Anniversary του 1993.

Για ολόκληρο το 1983, το πρώτο έτος που διατέθηκε στην αγορά, η Chevrolet Corvette C4 προσφερόταν αποκλειστικά με ένα 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο, χωρίς να διατίθεται μηχανικό κιβώτιο. Από τον Ιανουάριο του 1984 έως τα μέσα του 1988, μπορούσε προαιρετικά να παραγγελθεί με ένα εντελώς ασυνήθιστο και μοναδικό στην ιστορία της αυτοκίνησης χειροκίνητο κιβώτιο της εταιρείας Doug Nash που, λόγω της παράξενης διάταξής του, ήταν γνωστό ως «μετάδοση 4+3», ενώ αντιθέτως δεν αναφερόταν ως «7-τάχυτη μετάδοση». Το κιβώτιο αυτό ήταν ένα 4-τάχυτο χειροκίνητο, με επιπλέον μία αυτόματη overdrive ταχύτητα για κάθε μία από τις 2-α, 3-η και 4-η, με ένα κουμπί στο πάνω μέρος του λεβιέ ταχυτήτων με την αναγραφή «OD», δηλαδή Overdrive, και όταν ο οδηγός πατάει το κουμπί αυτό, εμπλέκεται η επιπλέον overdrive σχέση και οι στροφές του κινητήρα πέφτουν ακαριαία κατά 1.000 στροφές το λεπτό χαμηλότερα, ενώ αν το ξαναπατήσει, τότε η overdrive απεμπλέκεται. Ο σκοπός αυτού του κιβωτίου ήταν να μπορούν να διατηρούνται οι στροφές του κινητήρα σε χαμηλά νούμερα αν το επέλεγε ο οδηγός, με στόχο την εκπλήρωση των τότε προδιαγραφών των ΗΠΑ στον τομέα της οικονομίας καυσίμων.[6] Στην πράξη, ωστόσο, η συγκεκριμένη μετάδοση απεδείχθη δύσχρηστη για τους οδηγούς και δεν γνώρισε μεγάλη απήχηση στους υποψήφιους αγοραστές της Corvette, ενώ εμφάνισε και κάποια προβλήματα αναξιοπιστίας. Τελικώς, το καλοκαίρι του 1988, για τη σεζόν του 1989, αντικαταστάθηκε από ένα πολύ πιο σύγχρονο 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο της εταιρείας ZF.[7]

 
Chevrolet Corvette C4 του 1996.

Στα μετέπειτα χρόνια, η Corvette C4 προσφερόταν με 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο ή 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο, μια παράμετρος που διατηρήθηκε και στη διάδοχο Corvette C5 επί όλα τα έτη παραγωγής της. Ειδικότερα πάντως, η κορυφαία έκδοση Corvette ZR-1, που διατέθηκε από τη σεζόν του 1990 έως το 1995, συνδυαζόταν μόνο με το 6-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον κινητήρα LT4, ισχύος 330 hp, που διατέθηκε μόνο την τελευταία σεζόν της C4, δηλαδή του 1996. Αντιστρόφως, την τελευταία σεζόν της Corvette C4 ο στάνταρ κινητήρας LT1, ισχύος 300 hp, συνδυάστηκε μόνο με το 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο.

Αναφορές Επεξεργασία

  1. «JERRY PALMER – GM/CHEVROLET – 2000 CORVETTE HALL OF FAME». Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2017. 
  2. Editors of Consumer Guide (2003). Corvette 50th Anniversary Chapter 1984-2006. Linconwood, Illinois: Publications International, Ltd. ISBN 0-7853-7987-8.
  3. Mueller, Mike. The complete book of Corvette: every model since 1953. Motorbooks. ISBN 0760341400.
  4. The Corvette Black Book-2009 edition, p. 56-84.
  5. Mueller, Mike (1996). Corvette milestones. Motorbooks International. ISBN 076030095X.
  6. Newton, Richard (2003). 101 projects for your Corvette: 1984-1996. Motorbooks International. ISBN 0760314616.
  7. Jump up Cangialosi, Paul (2010). How to rebuild and modify high-performance manual transmissions. CarTech. ISBN 1934709298.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία