Ο κουρκουμάς, ή κουρκούμη (επιστημονική ονομασία: Curcuma longa [Κουρκούμη η μακρά]) ή κιτρινόριζα, είναι ριζωματοειδές (rhizomatous)[Σημ. 1] ποώδες, πολυετές[Σημ. 2] φυτό της οικογένειας των Ζιγγιβεριδών (Zingiberaceae).[2] Είναι εγγενές στη νότια Ασία, όπου απαιτεί θερμοκρασίες μεταξύ 20 και 30 °C και ένα σημαντικό ποσό ετήσιας βροχόπτωσης για να ευδοκιμήσει.[3] Τα φυτά συγκομίζονται κάθε χρόνο για τα ριζώματά τους και πολλαπλασιάζονται κατά την επόμενη περίοδο, από μερικά εξ αυτών των ριζωμάτων.

Κιτρινόριζα,
Κουρκούμη η μακρά (Curcuma longa)
Βοτανική άποψη του φυτού Κουρκούμη η μακρά (Curcuma longa).
Βοτανική άποψη του φυτού Κουρκούμη η μακρά (Curcuma longa).
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Μονοκότυλα (Monocots)
Υφομοταξία: Κομμελινίδες Commelinids
Τάξη: Ζιγγιβερώδη (Zingiberales)
Οικογένεια: Ζιγγιβερίδες (Zingiberaceae)
Γένος: ... (Curcuma)
Είδος: Κ. η μακρά (C. longa)
Διώνυμο
Κουρκούμη η μακρά (Curcuma longa)
Κάρολος Λινναίος (L.)[1]
Συνώνυμα

Κουρκούμη η οικιακή
(Curcurma domestica) Valeton

Όταν δεν χρησιμοποιούνται φρέσκα, τα ριζώματα βράζουν για 30–45 περίπου λεπτά και κατόπιν αποξηραίνονται σε ζεστούς φούρνους και μετά αλέθονται σε μια έντονη πορτοκαλοκίτρινη σκόνη[4] η οποία, συνήθως χρησιμοποιείται ως χρωματισμός στις κουζίνες του Μπανγκλαντές, Ινδίας, Ιράν, Πακιστάν, στα κάρυ και για βαφές.

Ιστορία και ετυμολογία

Επεξεργασία
 
Ιθαγενής κιτρινόριζα σε θαμνότοπο πλησίον του Κουκτάουν, Κουίνσλαντ, Αυστραλία

Ο κουρκουμάς έχει χρησιμοποιηθεί στην Ασία για χιλιάδες χρόνια και είναι ένα σημαντικό μέρος της ιατρικής Σίντα.[Σημ. 3][5] Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική ουσία και εν συνεχεία, αργότερα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.[6][7]

Το όνομα προέρχεται από το ισπανικό «cúrcuma» που με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό «كركم».

Η ονομασία του γένους, Curcuma, είναι από την αραβική ονομασία τόσο του σαφράν όσο και της κουρκούμης (βλ. Κρόκος).

Βοτανική περιγραφή

Επεξεργασία

Παρουσίαση

Επεξεργασία
 
Ταξιανθία του Curcuma longa.
 
Μεταποιημένος κουρκουμάς.

Ο κουρκουμάς ή κιτρινόριζα είναι ένα πολυετές ποώδες φυτό το οποίο φτάνει μέχρι και το 1 μ. ύψος. Βρίσκονται πολλαπλά διακλαδισμένα, κίτρινα, πορτοκαλί, κυλινδρικά, αρωματικά ριζώματα. Τα φύλλα είναι εναλλάξ τοποθετημένα σε δύο σειρές. Χωρίζονται σε θήκη φύλλου, μίσχο (κοτσάνι) και λεπίδα φύλλου. Από τις θήκες φύλλου, σχηματίζεται ένα ψεύτικο στέλεχος. Ο μίσχος έχει μήκος 50 έως 115 cm. Οι απλές λεπίδες φύλλων συνήθως έχουν μήκος 76 έως 115 cm και σπανίως έως 230 cm. Έχουν πλάτος από 38 έως 45 cm και είναι επιμήκη προς ελλειπτικά, που στενεύουν προς στην άκρη.

Ταξιανθία ανθέων και καρπών

Επεξεργασία
 
Φυτεία κιτρινόριζας σε Ινδικό χωριό.

Στην Κίνα, ο χρόνος ανθοφορίας, συνήθως είναι τον Αύγουστο. Καταληκτικώς για το ψευδές στέλεχος έχει 12 έως 20 cm μήκους στέλεχος ταξιανθίας, το οποίο περιέχει πολλά άνθη. Τα βράκτια (bracts)[Σημ. 4] είναι ανοιχτοπράσινα και ωοειδή προς επιμήκη, με ένα αμβλύ άνω άκρο μήκους από 3 έως 5 cm.

Στην κορυφή της ταξιανθίας στελέχη βρακείων είναι παρόντα κατά την οποία δεν υπάρχουν άνθη· αυτά είναι λευκά προς πράσινα και μερικές φορές με απόχρωση κοκκινωπή ως πορφυρή και τα άνω άκρα είναι κωνικά.[8]

Τα ερμαφρόδιτα άνθη είναι ζυγομορφικά και τριπλά. Τα τρία σέπαλα μήκους 0,8 έως 1,2 cm είναι συγχωνευμένα, λευκά, έχουν αφράτες τρίχες και οι τρεις κάλυκες οδόντων είναι άνισοι. Τα τρία φωτεινά κίτρινα πέταλα είναι ενωμένα σε σωλήνα corolla[Σημ. 5] έως 3 cm. Οι τρεις λοβοί corolla έχουν μήκος από 1,0 έως 1,5 cm και είναι τριγωνικοί με μαλακά-ακανθώδη άνω άκρα. Ενώ ο μέσος λοβός corolla είναι μεγαλύτερος από τους δύο πλάγιους, μόνο ο διάμεσος στήμονας του εσωτερικού κύκλου είναι γόνιμος. Η σακούλα σκόνης παρακινείται στη βάση του. Όλοι οι άλλοι στήμονες μετατρέπονται σε staminodes.[Σημ. 6] Οι εξωτερικοί staminodes είναι κοντύτεροι από το χείλος (labellum).[Σημ. 7] Το χείλος είναι κιτρινωπό, με μια κίτρινη κορδέλα στο κέντρο του και είναι αντωοειδές (obovate), μήκους από 1,2 έως 2,0 cm. Τρία καρπόφυλλα είναι κάτω από μια σταθερή, προσκολλημένη τρίλοβη ωοθήκη, η οποία είναι αραιά τριχωτή. Η καρπική κάψα ανοίγει με τρία διαμερίσματα.[9][10][11]

Βιοχημική σύνθεση

Επεξεργασία
 
Ζωγραφική της Κουρκούμης της οικιακής (Curcurma domestica) Valeton, από τον A. Bernecker (περίπου 1860).
 
Η κουρκουμίνη σε μορφή κετόνης (keto).
 
Η κουρκουμίνη σε μορφή enol.

Τα πιο σημαντικά χημικά συστατικά της κουρκουμίνης, είναι μια ομάδα ενώσεων που ονομάζεται curcuminoids, τα οποία περιλαμβάνουν την κουρκουμίνη (diferuloylmethane), demethoxycurcumin και bisdemethoxycurcumin. Το καλύτερα μελετημένο συστατικό είναι η κουρκουμίνη, η οποία αποτελείται κατά 3,14% (κατά μέσο όρο) από σκόνη κουρκούμης.[12] Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στο περιεχόμενο κουρκουμίνης σε διαφορετικές γραμμές του είδους Κουρκούμη η μακρά (Curcuma longa) (1-3189 mg/100g). Επιπλέον, άλλα σημαντικά πτητικά έλαια περιλαμβάνουν την turmerone, atlantone και zingiberene. Κάποια γενικά συστατικά είναι τα σάκχαρα, οι πρωτεΐνες και ρητίνες.[13]

Μαγειρική

Επεξεργασία
 
Κάρυ που χρησιμοποιεί κιτρινόριζα, ο οποίος αναφέρεται ως haldi ki sabzi, ένα πιάτο από την Ινδία.

Η κιτρινόριζα φύεται σε άγρια μορφή, στα δάση της Νότιας και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά σε πολλά ασιατικά πιάτα. Η Ινδική παραδοσιακή ιατρική, που ονομάζεται Σίντα, έχει συστήσει την κουρκούμη στην ιατρική. Η χρήση της ως χρωστικής ουσίας δεν είναι πρωταρχικής αξίας στη Νότια Ασιατική κουζίνα.

Η κιτρινόριζα, συνήθως χρησιμοποιείται σε αλμυρά πιάτα, αλλά, χρησιμοποιείται και σε ορισμένα γλυκά πιάτα, όπως το κέικ σφουφ. Στην Ινδία, τα φύλλα από το φυτό της κουρκούμης, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ειδικών γλυκών πιάτων patoleo,[Σημ. 8] δια στρωματοποιήσεως ρυζάλευρου και μείγματος καρύδας-jaggery[Σημ. 9][Υποσημ. 1] στο φύλλο, εν συνεχεία κλείνοντάς το και τοποθετώντας το στον ατμό, εντός μιας χάλκινης χύτρας ατμού (goa).

Ορισμένες φορές, σε συνταγές εκτός Νοτίου Ασίας, ο κουρκουμάς χρησιμοποιείται ως παράγοντας για να προσδώσει ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Χρησιμοποιείται σε κονσερβοποιημένα αναψυκτικά, ψημένα προϊόντα, παγωτά, γιαούρτια, κίτρινα κέικ, χυμούς πορτοκαλιού, μπισκότα, χρωματισμό ποπκόρν, δημητριακών, σαλτσών, ζελατινών κλπ. Είναι ένα σημαντικό συστατικό στις περισσότερες εμπορικές σκόνες κάρι.

Η πλειονότης της κιτρινόριζας χρησιμοποιείται υπό τη μορφή της ριζώδους σκόνης. Σε ορισμένες περιοχές (ειδικότερα στη Μαχαράστρα, Γκόα, Konkan και Kanara), τα φύλλα κουρκούμης χρησιμοποιούνται για να τυλίξουν και να μαγειρέψουν τα τρόφιμα. Επίσης, τα φύλλα κουρκούμης, χρησιμοποιούνται κυρίως με τον τρόπο αυτό, σε περιοχές όπου η κουρκούμη καλλιεργείται σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι τα φύλλα που χρησιμοποιούνται είναι φρεσκοκομμένα. Τα φύλλα κουρκούμης προσδίδουν μια διακριτική γεύση. Παρά το γεγονός ότι συνήθως χρησιμοποιείται ξηρό, σε μορφή σκόνης, η κουρκούμη χρησιμοποιείται επίσης φρέσκα, όπως η πιπερόριζα (τζίντζερ). Έχει πολλές χρήσεις στις Ανατολικές Ασιατικές συνταγές, όπως τουρσιά που περιέχουν μεγάλα κομμάτια από μαλακό κουρκουμά, φτιαγμένα από φρέσκα κιτρινόριζα.

Η κιτρινόριζα χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα στις κουζίνες της Νότιας Ασίας και Μέσης Ανατολής. Πολλά πιάτα στην Περσική κουζίνα, χρησιμοποιούν την κουρκούμη ως ορεκτικό συστατικό. Τα διάφορα Ιρανικά πιάτα khoresh, άρχισαν να χρησιμοποιούν τα καραμελωμένα κρεμμύδια σε λάδι και κουρκούμη, ακολουθούμενα από άλλα συστατικά. Τυπικά, το Μαροκινό μείγμα μπαχαρικών ραζ ελ χανούτ (ras el hanout) περιλαμβάνει κουρκούμη.

Στην Ινδία και το Νεπάλ, η κιτρινόριζα καλλιεργείται και χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλά λαχανικά και κρεατικά για το χρώμα του· Χρησιμοποιείται επίσης, για την υποτιθέμενη αξία του στην παραδοσιακή ιατρική.

Στη Νότια Αφρική, ο κουρκουμάς χρησιμοποιείται για να προσδώσει ένα χρυσαφένιο χρώμα στο βραστό λευκό ρύζι.

Στην κουζίνα του Βιετνάμ, η σκόνη κουρκούμης χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό και αρωματισμό ορισμένων πιάτων, όπως των bánh xèo, bánh khọt και mi quang. Η σκόνη χρησιμοποιείται και σε άλλα stir-fried (γρήγορα τηγανισμένα σε δυνατή φωτιά ακολουθούμενο από έντονο ανακάτεμα) πιάτα και σούπες.

Το Καμποτζιανό είδος πρώτης ανάγκης στην πάστα κάρυ kroeung, το οποίο χρησιμοποιείται σε πολλά πιάτα συμπεριλαμβανομένου του Amok, τυπικά περιέχει φρέσκα κιτρινόριζα.

Στην Ινδονησία τα φύλλα κουρκούμης χρησιμοποιούνται από τους Minangkabau ή την κουζίνα του Padang ως η βάση για το κάρι της Σουμάτρα, όπως στα rendang, sate padang και πολλές άλλες ποικιλίες.

Στην Ταϊλάνδη, τα φρέσκα ριζώματα κουρκουμά, χρησιμοποιούνται σε πολλά πιάτα, ειδικότερα στη νότια Ταϊλανδέζικη κουζίνα, όπως το κίτρινο κάρυ και τη σούπα κιτρινόριζας.

Στη Μεσαιωνική Ευρώπη, ο κουρκουμάς έγινε γνωστός ως το Ινδικό σαφράν επειδή χρησιμοποιείτο ευρέως ως ένα εναλλακτικό του πολύ ακριβότερου μπαχαρικού ζαφορά.[14]

 
Σκόνη κιτρινόριζας.

Η κιτρινόριζα, παράγει μια κακή βαφή υφάσματος, δεδομένου ότι δεν είναι πολύ ταχεία βαφή, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται σε υφάσματα της Ινδίας και του Μπανγκλαντές, όπως τα σάρι και τις ρόμπες των μοναχών.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σαν βαφή για μαλλιά (μαζί με νερό). Βγάζει ένα έντονο κίτρινο χρώμα, το οποίο όμως για να βγει χρειάζεται ώρες.


[Σημ. 10]

[15] Η κουρκούμη (κωδικοποιούμενη ως E100, όποτε χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων)[16] χρησιμοποιείται για την προστασία τροφικών προϊόντων από την ηλιακή ακτινοβολία. Η oleoresin χρησιμοποιείται για προϊόντα που περιέχουν έλαια. Η κουρκουμίνη και διάλυμα πολυσορβικού ή σκόνη κουρκουμά αραιωμένου σε αλκοόλη, χρησιμοποιείται για προϊόντα που περιέχουν νερό. Ο υπέρ-χρωματισμός, όπως στα αγγουράκια τουρσί, νοστιμιές και μουστάρδες, χρησιμοποιείται μερικές φορές για να αντισταθμίσει το ξεθώριασμα.

Σε συνδυασμό με το annatto (E160b),[Σημ. 11] η κιτρινόριζα (turmeric) έχει χρησιμεύσει για τον χρωματισμό τυριών, γιαουρτιών, στεγνών μειγμάτων, ντρέσινγκ για σαλάτες, χειμερινών βουτύρων και μαργαρινών. Ο κουρκουμάς (turmeric), χρησιμοποιείται επίσης για να δώσει ένα κίτρινο χρώμα σε ορισμένες παρασκευασμένες μουστάρδες, κονσερβοποιημένες κοτόσουπες και άλλα τρόφιμα (συχνά πολύ φθηνότερη αντικατάσταση για το σαφράν).

Το χαρτί κιτρινόριζας, καλούμενο επίσης «χαρτί κουρκουμά» είναι χαρτί διαποτισμένο σε βάμμα κουρκούμης και αφίεται να στεγνώσει. Χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση ως δείκτης οξύτητας και αλκαλικότητας.[17] Το χαρτί είναι κίτρινο με όξινα και ουδέτερα διαλύματα και μετατρέπεται σε φαιό ή ερυθρό-φαιό σε αλκαλικά διαλύματα, με μετάβαση ανάμεσα στο pH 7,4 και 9,2.[18]

Για την ανίχνευση του pH, το χαρτί κουρκούμης έχει αντικατασταθεί στην κοινή χρήση από χαρτί ηλιοτροπίου. Η κιτρινόριζα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για τη φαινολοφθαλεΐνη, καθώς είναι παρόμοιο το φάσμα χρωμάτων που αλλάζει το pH του.

Παραδοσιακές χρήσεις

Επεξεργασία
 
Κοντινή λήψη άνθους κιτρινόριζας σε χωριό της Μαχαράστρα, Ινδία.

Στις Αγιουρβεδικές πρακτικές, η κουρκούμη έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία μιας ποικιλίας εσωτερικών διαταραχών, όπως δυσπεψία, λοιμώξεις του λαιμού, κοινά κρυολογήματα ή παθήσεις του ήπατος, καθώς και τοπικά για τον καθαρισμό των πληγών ή τη θεραπεία πληγών του δέρματος[3]

Η κουρκούμη θεωρείται ευοίωνη και ιερή στην Ινδία και έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και χιλιετίες, σε διάφορες Ινδουιστικές τελετές. Παραμένει δημοφιλής στην Ινδία για τις γαμήλιες και τις θρησκευτικές τελετές.

Η κιτρινόριζα έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον Ινδουιστικό πνευματισμό. Τα ράσα των Ινδουιστών μοναχών, χρωματίζονταν παραδοσιακά με μια κίτρινη χρωστική ουσία, από κουρκούμη. Λόγω του κίτρινου-πορτοκαλί χρωματισμού της, η κουρκούμη συνδέθηκε με τον ήλιο ή τον Thirumal[Σημ. 12] στη μυθολογία της αρχαίας θρησκείας Ταμίλ. Το κίτρινο είναι το χρώμα του ηλιακού πλέγματος τσάκρα, το οποίο στην παραδοσιακή Σίντα ιατρική των Ταμίλ είναι ένα ενεργειακό κέντρο. Το πορτοκαλί είναι το χρώμα του ιερού οστού τσάκρα.

Το φυτό χρησιμοποιείται στη γλώσσα Poosai (Ταμίλ) να αντιπροσωπεύει μια μορφή της θεάς Kottravai, των Ταμίλ. Στην Ανατολική Ινδία, το φυτό χρησιμοποιείται ως ένα από τα εννέα στοιχεία της navapatrika[Σημ. 13] μαζί με νεαρά φυτά μαγειρικής μπανάνας, φύλλα κολοκασίας, κριθάρι (jayanti), Aegle marmelos (bilva),[Σημ. 14] ροδιά (darimba), asoka, manaka ή manakochu και rice paddy.[Σημ. 15] Η λατρεία της Navaptrika είναι ένα σημαντικό τμήμα των τελετουργιών του φεστιβάλ Durga.[19][Σημ. 16]

Χρησιμοποιείται στο poosai, για να κάνει μια μορφή Γκανέσα (Ganesha).[Σημ. 17] Στον Yaanaimugathaan, τον απομακρυντή των εμποδίων, γίνεται επίκληση στην αρχή σχεδόν κάθε τελετής και για το σκοπό αυτό γίνεται μια μορφή του Yaanaimugathaan, αναμιγνυόμενη με κουρκουμά και νερό και σχηματίζοντάς την σε ένα κωνοειδές σχήμα.

Η τελετή Haldi (που στη Βεγγάλη ονομάζεται Gaye holud) (κυριολεκτικά «κίτρινο στο σώμα»), είναι μια τελετή η οποία παρατηρείται σε πολλά μέρη της Ινδίας, κατά τη διάρκεια των Ινδουιστικών γαμήλιων εορτών, συμπεριλαμβανομένης της Βεγγάλης, Παντζάμπ, Μαχαράστρα και του Γκουτζαράτ. Η τελετή λαμβάνει χώρα μια ή δυο ημέρες πριν από τις θρησκευτικές και γαμήλιες τελετές της Βεγγάλης. Η πάστα της κουρκούμης αλείφεται από τους φίλους στα σώματα του ζεύγους. Αυτό λέγεται ότι μαλακώνει το δέρμα, αλλά και τα χρωματίζει με το διακριτικό κίτρινο χρώμα που δίνει την ονομασία του σε αυτή την τελετή. Μπορεί να είναι μια κοινή εκδήλωση για τις οικογένειες της νύφης και του γαμπρού ή μπορεί να αποτελείται από ξεχωριστές εκδηλώσεις για την οικογένεια της νύφης και την οικογένεια του γαμπρού.

Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Pongal[Σημ. 18] των Ταμίλ, ένα ολόκληρο φυτό κιτρινόριζας με φρέσκα ριζώματα προσφέρεται ως ευχαριστήρια προσφορά στον Suryan, τον θεό του ήλιου. Επίσης, πολλές φορές, το φρέσκο φυτό δένεται πέριξ του δοχείου Pongal εντός του οποίου προετοιμάζεται μια προσφορά Pongal.

Στο Ταμίλ Ναντού και Άντρα Πραντές, ως μέρος του τελετουργικού του γάμου των Ταμίλ / Τελούγκου, αποξηραμένοι κόνδυλοι κουρκούμης δεμένοι με σπάγκο χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός κολιέ Thali,[Σημ. 19] το αντίστοιχο των δακτυλιδιών γάμου στους δυτικούς πολιτισμούς. Στη δυτική και παράκτια Ινδία, κατά τη διάρκεια γάμων των Μαράθι, Konkani, Κανάντα και Βραχμάνων, οι κόνδυλοι της κουρκούμης, δένονται από το ζευγάρι, με κορδόνια στους καρπούς τους κατά τη διάρκεια της τελετής που ονομάζεται Kankanabandhana.[20]

Το 1896, ο Friedrich Ratzel στο «Η Ιστορία της Ανθρωπότητας» («The History of Mankind»), ανέφερε ότι, στη Μικρονησία η προετοιμασία της σκόνης κουρκούμης για τον καλλωπισμό του σώματος, ενδυμάτων και σκευών, είχε τελετουργικό χαρακτήρα.[21]

Δεδομένου ότι ο κουρκουμάς και άλλα μπαχαρικά συνήθως πωλούνται αναλόγως του βάρους τους, ελλοχεύει η πιθανότητα ώστε τοξικοί φθηνότεροι παράγοντες με παρόμοιο χρώμα να προστίθενται, όπως π.χ. οξείδιο του μολύβδου (II, IV), δίνοντας στον κορκουμά, ένα πορτοκαλο-κόκκινο χρώμα αντί του φυσικού του χρυσο-κίτρινου.[22] Μια άλλη κοινή ουσία νόθευσης στον κουρκουμά, είναι η κίτρινη metanil (επίσης γνωστή ως το κίτρινο οξύ 36), που θεωρείται παράνομη βαφή για χρήση σε τρόφιμα από τη British Food Standards Agency.[23]

 
Ρίζωμα και σκόνη κουρκουμά.

Η βασική έρευνα δείχνει οτι τα αποστάγματα από κουρκουμά μπορεί να έχουν αντιμυκητιακές και αντιβακτηριακές ιδιότητες.[24]

Η κουρκούμη ή το κύριο της συστατικό η κουρκουμίνη, έχει μελετηθεί σε μικρές κλινικές δοκιμές σε πολλές ανθρώπινες ασθένειες και παθήσεις.[25][26][27]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Στη βοτανική και τη δενδρολογία, ένα ρίζωμα (από το αρχαίο ελληνικό: ῥίζωμα, "μάζα των ριζών", από το ῥιζόω, "αιτία να χτυπήσει η ρίζα") είναι ένα τροποποιημένο υπόγειο στέλεχος του φυτού, που συνήθως βρίσκεται υπογείως, συχνά στέλνοντας ρίζες και βλαστούς από τα μεσογόνατιά του.[Παρ. Σημ. 1][Παρ. Σημ. 2]
  2. πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 3]
  3. Η Ιατρική Σίντα (Ταμίλ Citta- ή Ταμίλ-maruthuvam), είναι ένα σύστημα παραδοσιακής ιατρικής, που έχει την καταγωγή της από την αρχαία Tamilakam, στη Νότια Ινδία.[Παρ. Σημ. 4][Παρ. Σημ. 5]
  4. Στη βοτανική, βράκειο (ή βράκτιο), είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
  5. Ο συλλογικός όρος για τα πέταλα ενός άνθους, συνήθως σχηματίζοντας μια σπείρα εντός των σεπάλων και περικλείοντας τα αναπαραγωγικά όργανα.
  6. Ένας αποστειρωμένος στήμονας, συχνά υποτυπώδης, ορισμένες φορές σαν-πέταλο.
  7. Στη βοτανική, το labellumlip) είναι το τμήμα του άνθους μιας ορχιδέας ή Canna ή άλλων λιγότερων γνωστών γενών, το οποίο χρησιμεύει στο να προσελκύει τα έντομα, τα οποία επικονιάζουν το λουλούδι και λειτουργεί ως πλατφόρμα προσγείωσης για αυτά. Ετυμολογικά, το labellum (πληθυντικός: labella), είναι το λατινικό υποκοριστικό του labium, δηλαδή το χείλος.
  8. Patoleo (ονομάζεται επίσης patoli) ή κέικ φύλλων κουρκούμης, είναι ένα πιάτο το οποίο ως επί το πλείστον παρασκευάζεται στη δυτική ακτή της Ινδίας. Παρασκευάζεται από τριμμένη καρύδα, ρύζι και jaggery και μαγειρεύεται στον ατμό, τυλιγμένων φύλλων κουρκούμης.
  9. Το jaggery, είναι μια χοντρή σκούρα καφέ ζάχαρη που παρασκευάζεται στην Ινδία από την εξάτμιση του χυμού (sap) των φοινικόδενδρων.
  10. Kāṣāya (Σανσκριτικά: काषाय kāṣāya· Pali: kasāva· Σινχάλα: කසාවත· Κινεζικά: 袈裟? Πινγίν: jiāshā· Καντωνικά Jyutping: gaa1saa1· Ιαπωνικά: 袈裟 kesa· Κορεατικά: 袈裟 가사 gasa· Βιετναμέζικα: cà-sa), «chougu» (Θιβέτ) είναι οι ρόμπες των βουδιστών μοναχών και καλογραιών, ονομάζονται μετά από την καφέ ή σαφράν βαφή. Στα Σανσκριτικά και Pali, σε αυτές τις ρόμπες δίνεται επίσης ο πιο γενικός όρος cīvara, ο οποίος αναφέρεται στα ράσα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το χρώμα.
  11. Το ανάττο (/əˈnætoʊ/ ή /əˈnɑːtoʊ/), είναι ένα πορτοκαλί-κόκκινο καρύκευμα και χρωματική τροφίμων, που προέρχεται από τους σπόρους του δέντρου ατσιότε (achiote) (Bixa orellana).
  12. Perumal ή Perumaal (Ταμίλ: பெருமாள்) επίσης Thirumal (Ταμίλ: திருமால்) είναι ο Βισνού (όπως περιγράφεται στα γραπτά Ταμίλ), ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής μεταξύ των Ταμίλ και των Ταμίλ της διασποράς.
  13. Navapatrika ονομάζεται το μικροσκοπικό φυτό της μπανάνας.
  14. Το Aegle marmelos, κοινώς γνωστό ως baelbili ή bhel), επίσης κυδώνι Βεγγάλης, χρυσόμηλο, Ιαπωνικό νεράντζι, πετρόμηλο ή ξυλόμηλο, είναι ένα είδος δέντρου, ιθαγενές στο Μπανγκλαντές και την Ινδία. Είναι παρόν σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία ως εγγενές είδος. Το δέντρο θεωρείται ιερό από τους Ινδουιστές. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή ιατρική και ως τροφή σε όλο τους φάσμα.[Παρ. Σημ. 6][Παρ. Σημ. 7][Παρ. Σημ. 8][Παρ. Σημ. 9]
  15. Μια ορυζοφυτεία (paddy field), είναι ένα πλημμυρισμένο αγροτεμάχιο αρόσιμης γης το οποίο χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια ημι-υδρόβιου ρυζιού. Η καλλιέργεια ορυζώνα δεν πρέπει να συγχέεται με την καλλιέργεια της όρυζας βαθέος ύδατος, η οποία καλλιεργείται για τουλάχιστον ένα μήνα, στις πλημμυρισμένες συνθήκες με βάθος νερού πάνω από 50 cm (20 in).
  16. Η Ντούργκα (Durga), είναι μια άγρια θεά, σύζυγος του Σίβα (Shiva), συχνά ταυτίζεται με την Κάλη (Kali). Συνήθως απεικονίζεται ιππεύουσα τίγρη ή λιοντάρι, σκοτώνοντας τον δαίμονα βουβάλι και με οκτώ ή δέκα χέρια.
  17. Ο Γκανέσα (/ɡəˈneɪʃəΣανσκριτικά: गणेश, Gaṇeśa· άκουσε , επίσης γνωστός ως Ganapati και Vinayaka, αποτελεί μία από τις γνωστότερες και πιο λατρευόμενες θεότητες στο Ινδουιστικό πάνθεο. Η εικόνα του βρίσκεται σε ολόκληρη την Ινδία, Σρι Λάνκα και Νεπάλ.[Παρ. Σημ. 10]
  18. Το Pongal της Ταϊλάνδης (Ταμίλ: தைப்பொங்கல், /ˈθaɪˈpoʊŋʌl/), είναι ένα φεστιβάλ Ευχαριστιών των Ταμίλ. Το Pongal της Ταϊλάνδης είναι ένα τετραήμερο φεστιβάλ το οποίο σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο συνήθως εορτάζεται από τις 14 Ιανουαρίου έως 17 Ιανουαρίου. Αυτό αντιστοιχεί στην τελευταία ημέρα του μήνα Maargazhi έως την τρίτη ημέρα του μήνα Τάϊ (Thai) των Ταμίλ.[Παρ. Σημ. 11]
  19. Thali ή mangala sutra (από το σανσκριτικό mangala, που σημαίνει «ιερό, ευοίωνο» και sutra, που σημαίνει «νήμα»), είναι ένα περιδέραιο όπου ο Ινδουιστής γαμπρός τυλίγει γύρω από τον λαιμό της νύφης, σε μια τελετή που ονομάζεται «Mangalya Dharanam» (Σανσκριτικά για "φορώντας το ευοίωνο"), το οποίο τη χαρακτηρίζει ως μια παντρεμένη γυναίκα. Αυτή είναι μια κοινωνική πρακτική ευρέως διαδεδομένη στην Ινδία. Η πρακτική αυτή είναι επίσης, αναπόσπαστο μέρος μιας τελετής του γάμου, όπως ορίζεται από το Manusmriti.[Παρ. Σημ. 12]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. ῥίζωμα. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project
  2. ῥιζόω
  3. The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
  4. Recipes for Immortality : Healing, Religion, and Community in South India: Healing, Religion, and Community in South India, p.93, Wellington Richard S Weiss, Oxford University Press, 22-Jan-2009
  5. The Encyclopedia of Ayurvedic Massage, John Douillard, p. 3, North Atlantic Books, 2004
  6. «FOI search results». flowersofindia.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. 
  7. Wilder, G.P. (1907), Fruits of the Hawaiian Islands, Hawaiian Gazette, ISBN 9781465583093, https://books.google.ca/books?id=ZRN1DZJPhuMC 
  8. «Taxonomy - GRIN-Global Web v 1.9.4.2». ars-grin.gov. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]«M.M.P.N.D. - Sorting Aegle names». unimelb.edu.au. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. 
  9. «Bael». purdue.edu. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2016. 
    • Brown, p. 1. "Πρότυπο:IAST is often said to be the most worshipped god in India."
    • Getty, p. 1. "Πρότυπο:IAST, Lord of the Πρότυπο:IAST, although among the latest deities to be admitted to the Brahmanic pantheon, was, and still is, the most universally adored of all the Hindu gods and his image is found in practically every part of India."
  10. «Pongal - Tamil Thanksgiving Festival». pongal-festival.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2016. 
  11. Subhamoy Das. «Mangalsutra Necklace - Hindu Symbol of Love & Marriage». About.com Religion & Spirituality. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2016. 

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Ο χυμός (βοτανική) (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στη Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στη θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ.), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός (βοτανική), με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός (βοτανική), δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο (vacuole). [Παρ. Υποσημ. 1]
Παραπομπές υποσημειώσεων
  1. Aslam Khan (1 Ιανουαρίου 2001). Plant Anatomy And Physiology. Gyan Publishing House. ISBN 978-81-7835-049-3. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2013. 

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Curcuma longa information from NPGS/GRIN». ars-grin.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2008. 
  2. Priyadarsini KI (2014). «The chemistry of curcumin: from extraction to therapeutic agent». Molecules 19 (12): 20091–112. doi:10.3390/molecules191220091. PMID 25470276. http://www.mdpi.com/1420-3049/19/12/20091/htm. 
  3. 3,0 3,1 Prasad, S.· Aggarwal, B. B.· Benzie, I. F. F.· Wachtel-Galor, S (2011). Benzie IFF· Wachtel-Galor S, επιμ. Turmeric, the Golden Spice: From Traditional Medicine to Modern Medicine; In: Herbal Medicine: Biomolecular and Clinical Aspects; chap. 13. 2nd edition. CRC Press, Boca Raton (FL). PMID 22593922. 
  4. «Turmeric processing». Kerala Agricultural University, Kerala, India. 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. 
  5. Chattopadhyay, Ishita; Kaushik Biswas; Uday Bandyopadhyay; Ranajit K. Banerjee (2004-07-10). «Turmeric and curcumin: Biological actions and medicinal applications». Current Science (Indian Academy of Sciences) 87 (1): 44–53. ISSN 0011-3891. http://repository.ias.ac.in/5196/1/306.pdf. Ανακτήθηκε στις 2013-03-16. 
  6. «Herbs at a Glance: Turmeric, Science & Safety». National Center for Complementary and Integrative Health (NCCIH), National Institutes of Health. 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2012. 
  7. Ταμπάκη, Αλεξάνδρα (5 Ιουνίου 2017). «Ο κουρκουμάς, το μπαχαρικό που επηρεάζει θετικά 700 γονίδια». E-Διατροφή. 
  8. Curcuma longa Linn. Description from Flora of China, South China Botanical Garden. Accessed November 2013
  9. SIEWEK (στα Γερμανικά), [[1], σ. 72, στα Google Books Exotische Gewürze Herkunft Verwendung Inhaltsstoffe], Springer-Verlag, pp. 72, ISBN 978-3-0348-5239-5, [2], σ. 72, στα Google Books 
  10. «Kurkuma kaufen in Ihrem». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2016. 
  11. Rudolf Hänsel, Konstantin Keller, Horst Rimpler, Gerhard Schneider (2013) (στα German), [[3], σ. 1085, στα Google Books Drogen A-D], Springer-Verlag, pp. 1085, ISBN 978-3-642-58087-1, [4], σ. 1085, στα Google Books 
  12. Tayyem RF; Heath DD; Al-Delaimy WK; Rock CL (2006). «Curcumin content of turmeric and curry powders». Nutr Cancer 55 (2): 126–131. doi:10.1207/s15327914nc5502_2. PMID 17044766. 
  13. Nagpal M; Sood S (2013). «Role of curcumin in systemic and oral health: An overview». J Nat Sci Biol Med 4 (1): 3–7. doi:10.4103/0976-9668.107253. PMID 23633828. 
  14. Prasad S· Aggarwal BB (2011). «13: Turmeric, the Golden Spice. From Traditional Medicine to Modern Medicine». Στο: Benzie IF· Wachtel-Galor S, επιμ. Herbal Medicine: Biomolecular and Clinical Aspects (2η έκδοση). Boca Raton, FL: CRC Press. ISBN 978-1439807132. PMID 22593922. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2015. 
  15. Brennan, James (15 Οκτωβρίου 2008). «Turmeric». Lifestyle. The National. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2012. 
  16. «UK food guide». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2016. 
  17. Ravindran, P. N., επιμ. (2007). The genus Curcuma. Boca Raton, FL: Taylor & Francis. σελ. 244. ISBN 9781420006322. 
  18. Berger S· Sicker D (2009). Classics in Spectroscopy. Wiley & Sons. σελ. 208. ISBN 978-3-527-32516-0. 
  19. «Nabapatrika or Navapatrika – Nine leaves of plants used during Durga Puja». Hindu Blog. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2015. 
  20. Singh KS· Bhanu BV (2004). People of India: Maharashtra, Volume 1. Popular Prakashan. σελ. 487. ISBN 9788179911006. 
  21. Ratzel, Friedrich (1896). «Craftmanship – household utensils». The History of Mankind. London: MacMillan. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2009. 
  22. «Detention without physical examination of turmeric due to lead contamination». US Food and Drug Administration. 3 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2015. 
  23. «Producing and distributing food – guidance: Chemicals in food: safety controls; Sudan dyes and industrial dyes not permitted in food». Food Standards Agency, UK Government. 8 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2015. 
  24. Ragasa C; Laguardia M; Rideout J (2005). «Antimicrobial sesquiterpenoids and diarylheptanoid from Curcuma domestica». ACGC Chem Res Comm 18 (1): 21–24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-12-16. https://web.archive.org/web/20161216003827/http://acquire.cqu.edu.au:8080/vital/access/manager/Repository/cqu:3199. Ανακτήθηκε στις 2016-12-10. 
  25. Mishra S; Palanivelu K (Ιανουάριος–Μάρτιος 2008). «The effect of curcumin (turmeric) on Alzheimer's disease: An overview». Ann Indian Acad Neurol 11 (1): 13–9. doi:10.4103/0972-2327.40220. PMID 19966973. 
  26. Maithili Karpaga; Selvi, N.; Sridhar, M. G.; Swaminathan, R. P.; Sripradha, R. (2014). «Efficacy of turmeric as adjuvant therapy in type 2 diabetic patients.». Indian Journal of Clinical Biochemistry 30 (2): 180–186. doi:10.1007/s12291-014-0436-2. PMID 25883426. 
  27. Vaughn, A. R.; Branum, A; Sivamani, R. K. (2016). «Effects of Turmeric (Curcuma longa) on Skin Health: A Systematic Review of the Clinical Evidence». Phytotherapy Research 30 (8): 1243–64. doi:10.1002/ptr.5640. PMID 27213821. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία