Πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού

Ο Πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού (17921797) ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας απόπειρα των σημαντικότερων μοναρχιών της Ευρώπης να περιορίσουν την επαναστατική Γαλλία και τη διάδοση των νέων ιδεών που αυτή πρέσβευε. Η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστριακή Αυτοκρατορία στις 20 Απριλίου 1792, ενώ λίγες βδομάδες αργότερα, το Βασίλειο της Πρωσίας συμμάχησε με τους Αυστριακούς. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν μια σειρά εισβολών στη Γαλλία από ξηράς και θαλάσσης, από τις αυστριακές Κάτω Χώρες και το Ρήνο και με τη Μεγάλη Βρετανία να υποστηρίζει εξεγέρσεις στην επαρχία της Γαλλίας και να πολιορκεί την Τουλόν. Η Γαλλία δοκίμασε ατυχίες (μάχη του Νεερβίντεν, 18 Μαρτίου 1793)[1] και εσωτερικές διαμάχες (πόλεμος της Βανδέας), απαντώντας με ακραία μέτρα: σχηματίστηκε η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας (6 Απριλίου 1793) και έγινε μαζική στρατολόγηση (Αύγουστος 1793) όλων των ικανών προς στρατιωτική υπηρεσία αντρών μεταξύ 18 και 25 ετών. Οι νέες γαλλικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, απέκρουσαν τους εισβολείς και προχώρησαν έξω από τη Γαλλία. Ίδρυσαν τη Βαταβική Δημοκρατία ως "δορυφορικό" κράτος (Μάιος 1795) και προσάρτησαν την πρωσική Ρηνανία με την πρώτη Συνθήκη της Βασιλείας. Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παραχώρησε τις αυστριακές Κάτω Χώρες στη Γαλλία και η βόρειος Ιταλία χωρίστηκε σε φιλικές προς τη Γαλλία Δημοκρατίες. Η Ισπανία έκανε ξεχωριστή ειρήνη με τη Γαλλία (δεύτερη Συνθήκη της Βασιλείας) και το Διευθυντήριο της Γαλλίας εκπόνησε το 1795 σχέδια για κατάκτηση περισσότερων εδαφών στη Γερμανία και τη βόρεια Ιταλία. Βόρεια των Άλπεων, ο Κάρολος Λουδοβίκος της Αυστρίας-Τέσεν αποκατέστησε τα πράγματα στα 1796, αλλά ο Ναπολέων επικράτησε εναντίον της Αυστρίας και της συμμάχου της του Βασιλείου της Σαρδηνίας στη βόρεια Ιταλία (1796–1797) κοντά στην κοιλάδα του Πο, οδηγώντας στη Συνθήκη Ειρήνης του Λεόμπεν και τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Οκτώβριος 1797). Συνακόλουθα, επήλθε η κατάρρευση του Α΄ Συνασπισμού, με τη Μεγάλη Βρετανία να μάχεται πλέον μόνη ενάντια στους Γάλλους.

Πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού
Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης
Χρονολογία1792 - 1797
ΤόποςΓαλλία, Κεντρική Ευρώπη, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Δυτικές Ινδίες
ΈκβασηΣυνθήκη του Κάμπο Φόρμιο
Αντιμαχόμενοι

Επαναστατική βία στη Γαλλία

Επεξεργασία

Στα 1791, οι άλλες μοναρχίες της Ευρώπης παρακολουθούσαν με αυξημένη προσοχή τις εξελίξεις στη Γαλλία και αναλογίζοντο εάν έπρεπε να αναμειχθούν, είτε προς υποστήριξη του Γάλλου έκπτωτου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ', είτε για να εκμεταλλευτούν το χάος που προκάλεσε η επανάσταση. Η κεντρική φιγούρα ήταν ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Λεοπόλδος Β', αδελφός της έκπτωτης βασίλισσας της Γαλλίας Μαρίας Αντουανέτας, ο οποίος αρχικώς αντιμετώπισε την Επανάσταση στωικά, αλλά βαθμιαία έγινε όλο και πιο εχθρικός απέναντί της, εξαιτίας της κλιμακούμενης ριζοσπαστικοποίησής της προϊόντος του χρόνου. Παρόλα αυτά, ο Αυστριακός ηγεμόνας ήλπιζε ακόμα ν' αποφύγει τον πόλεμο. Στις 27 Αυγούστου, ο Λεοπόλδος και ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β', σε συνεννόηση με εμιγκρέδες Γάλλους ευγενείς, εξέδωσαν τη Διακήρυξη του Πίλνιτς, η οποία διακήρυσσε το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης για την τύχη του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και της οικογένειάς του, απειλώντας παράλληλα με ασαφείς αλλά αυστηρές συνέπειες σε περίπτωση που τους συνέβαινε οτιδήποτε. Αν και ο Λεοπόλδος με τη Διακήρυξη του Πίλνιτς ήλπιζε να μην κάνει τίποτα για τη Γαλλία προς το παρόν, εμφανιζόμενος παράλληλα ότι δήθεν αναλάμβανε δράση, στη Γαλλία η Διακήρυξη αυτή ερμηνεύτηκε ως σοβαρή απειλή και αποκηρύχθηκε από τους ηγέτες της Επανάστασης.

Στις ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στη Γαλλία και τις μοναρχικές Δυνάμεις της Ευρώπης, προστέθηκαν και οι συνεχιζόμενες διαμάχες για το καθεστώς των αυτοκρατορικών κτημάτων στην Αλσατία, με τους Γάλλους επαναστάτες να ανησυχούν επιπλέον όλο και περισσότερο από την αντεπαναστατική προπαγάνδα και την αναταραχή που επέφεραν οι Γάλλοι εμιγκρέδες ευγενείς στο εξωτερικό, ειδικά στις αυστριακές Κάτω Χώρες και τα μικρότερα γερμανικά κρατίδια. Τελικώς, η Γαλλία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο στην Αυστρία με ψήφισμα της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης στις 20 Απριλίου 1792, μετά την παρουσίαση μακράς λίστας παραπόνων από τον Γάλλο υπουργό των Εξωτερικών, Κάρολο Ντυμουριέ.

Αρχικές αποτυχίες για τη Γαλλία

Επεξεργασία

Ο Ντυμουριέ προετοίμασε την άμεση εισβολή στις αυστριακές Κάτω Χώρες, όπου προσδοκούσε ο τοπικός πληθυσμός να εξεγερθεί εναντίον της αυστριακής Αρχής. Παρόλα αυτά, η επανάσταση είχε πλήρως αποδιοργανώσει το γαλλικό στρατό και οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν ήταν ανεπαρκείς για την εισβολή. Οι στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή με τα πρώτα σημάδια μάχης, λιποτακτώντας μαζικά, ενώ σε μια περίπτωση δολοφόνησαν το στρατηγό τους, Τεομπάλντ Ντιλόν.

Ενώ η επαναστατική κυβέρνηση μανιωδώς στρατολογούσε νέα στρατεύματα και αναδιοργάνωνε τις δυνάμεις της, μια συμμαχική στρατιά υπό την ηγεσία του Καρόλου Γουλιέλμου Φερδινάνδου, δούκα του Μπράουνσβαϊγκ, συγκεντρώθηκε στην πόλη Κόμπλεντς στο Ρήνο. Τον Ιούλιο ξεκίνησε η εισβολή του εχθρικού συμμαχικού στρατού με εμπροσθοφυλακή το στρατό του δουκάτου του Μπράουνσβαϊγκ, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Πρώσους βετεράνους. Σύντομα έπεσαν στα χέρια των εισβολέων τα οχυρά του Λονκγβύ και του Βερντέν. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ, εξέδωσε στις 25 Ιουλίου διακήρυξη, συνταχθείσα από τα αδέλφια του Λουδοβίκου ΙΣΤ', που διακήρυττε την πρόθεσή του να επαναφέρει το Γάλλο βασιλιά στο θρόνο του με όλες τις παλιές του εξουσίες και να μεταχειριστεί κάθε πρόσωπο ή πόλη που θα αντιδρούσε ως αντάρτες, επιβάλλοντάς τους μέσω στρατοδικείων τη θανατική ποινή. Η διακήρυξη του Μπράουνσβαϊγκ συσπείρωσε περισσότερο τους Γάλλους, έδωσε κίνητρο στο γαλλικό στρατό της Επανάστασης και στην επαναστατική γαλλική κυβέρνηση να αντιπαρατεθεί με κάθε μέσο διαθέσιμο και οδήγησε στην ανατροπή του Γάλλου βασιλέα από το επαναστατικό πλήθος που στις 10 Αυγούστου 1792 εισέβαλε στο Παλάτι του Κεραμεικού.

Η γαλλική αντεπίθεση

Επεξεργασία
 
Η μάχη του Ζεμάπ, ο Ντυμουριέ ενθαρρύνει τους στρατιώτες του

Οι εισβολές συνεχίστηκαν, αλλά στη μάχη του Βαλμί στις 20 Σεπτεμβρίου 1792 η νίκη  των Ντυμουριέ και Κελλερμάν σταμάτησε την αυστρο-πρωσική προέλαση, έδωσε χρόνο στους επαναστάτες και αναπτέρωσε το γαλλικό ηθικό. Επιπλέον, οι Πρώσοι, αντιμετωπίζοντας μια εκστρατεία μακρύτερη και ακριβότερη από ό,τι είχαν προβλέψει, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Γαλλία για να διατηρήσουν τον στρατό τους. [2]

Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι είχαν επιτυχίες και σε άλλα μέτωπα, καταλαμβάνοντας το δουκάτο της Σαβοΐας και την επαρχία της Νίκαιας, ενώ ο στρατηγός Κυστίν εισέβαλε στη Γερμανία, καταλαμβάνοντας τις πόλεις Σπάιερ, Βορμς και Μάιντς κατά μήκος του Ρήνου, και έφτασε μέχρι τη Φρανκφούρτη. Ο Ντυμουριέ συνέχισε την επίθεση στο Βέλγιο για άλλη μια φορά, κερδίζοντας μεγάλη νίκη επί των Αυστριακών στη μάχη του Ζεμάπ στις 6 Νοεμβρίου 1792 και κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα μέχρι τις αρχές του χειμώνα.

Μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στις 21 Ιανουαρίου 1793, οι ευρωπαϊκές μοναρχίες, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, της Νάπολης και των Κάτω Χωρών σχημάτισαν συμμαχία κατά της Γαλλίας, τον Α΄ Συνασπισμό. Η Γαλλία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και των Κάτω Χωρών την 1η Φεβρουαρίου 1793 και αμέσως μετά εναντίον της Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια του 1793 η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (στις 23 Μαρτίου), οι βασιλιάδες της Πορτογαλίας και της Νάπολης, και ο Μεγάλος Δούκας της Τοσκάνης κήρυξαν πόλεμο εναντίον της Γαλλίας. Έτσι η Γαλλία βρέθηκε σε πόλεμο με όλη την Ευρώπη.[3]

Η μαζική στρατολόγηση 300.000 ανδρών που εφάρμοσε η Συμβατική για να αντιμετωπίσει αυτόν τον τρομερό συνασπισμό προκάλεσε εσωτερικές εξεγέρσεις που κατέληξαν σε έναν πραγματικό εμφύλιο, τον πόλεμο της Βανδέας. Η Γαλλική Δημοκρατία έπρεπε επομένως να αντιμετωπίσει δύο μέτωπα.

 
Λαζάρ Καρνό, ο «Οργανωτής της νίκης»

Τον Φεβρουάριο, ο Ντυμουριέ ξεκίνησε την επίθεση στην Ολλανδία και πήρε τη Μπρέντα, αλλά ο αυστριακός στρατός που διοικούσε ο Αυστριακός πρίγκιπας του Κόμπουργκ, εισήλθε στο Βέλγιο τον Μάρτιο. Αντιμέτωπος με την ταχεία πρόοδο των Αυστριακών, ο Ντυμουριέ υποχώρησε νότια και τους αντιμετώπισε στο Νέερβιντεν στις 18 Μαρτίου, όπου ηττήθηκε και υπέστη δεύτερη ήττα στο Λουβαίν στις 21 Μαρτίου. Ο Ντυμουριέ ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον πρίγκιπα του Κόμπουργκ και παρέδωσε το Βέλγιο. Είχε τη φιλοδοξία να στρέψει τον στρατό του εναντίον του Παρισιού για να αποκαταστήσει το Σύνταγμα του 1791. Αντιμέτωπος με την άρνηση των στρατιωτών να τον ακολουθήσουν, αυτομόλησε στους Αυστριακούς. Το Βέλγιο χάθηκε για τη Γαλλία

Στις 25 Μαρτίου 1793, ο Μπράουνσβαϊγκ διέσχισε τον Ρήνο και ώθησε τον στρατό του Κυστίν να υποχωρήσει. Ανακατέλαβε τις πόλεις Βορμς και Σπάιερ και πολιόρκησε το Μάιντς. Τον Απρίλιο, οι σύμμαχοι συναντήθηκαν σε συνέδριο στην Αμβέρσα. Αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την απόλυτη μοναρχία στη Γαλλία και να επιτύχουν εδαφικές αποζημιώσεις.

Η επίθεση συνεχίστηκε σε όλα τα μέτωπα. Στο βορρά, οι Αυστριακοί κατέλαβαν το Κοντέ στις 10 Ιουλίου, τη Βαλανσιέν στις 28 Ιουλίου και περικύκλωσαν το Λεκενουά και το Μομπέζ, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς το Παρίσι. Στις 28 Ιουλίου, το Μάιντς, που το υπερασπίζονταν ο Κλεμπέρ και ο Μερλέν ντε Τονβίλ, κατέληξε να συνθηκολογήσει τους Πρώσους, που πολιόρκησαν το Λαντό. Στο αλπικό μέτωπο, το Πεδεμόντιο, επωφελούμενο από την απουσία του Κελλερμάν που αναγκάστηκε να μεταφέρει στρατεύματα για την αντιμετώπιση της πολιορκίας της Λυών, εισέβαλε στη Σαβοΐα, τα περάσματα κρατιόνταν μόλις και μετά βίας. Οι Ισπανοί διέσχισαν τα σύνορα με κατεύθυνση προς το Περπινιάν και τη Μπαγιόν. Ο δούκας της Υόρκης, με 35.000 στρατιώτες Άγγλους, από το Αννόβερο και Ολλανδούς, κατευθύνονταν προς τη Δουνκέρκη. Οι δημοκρατικοί στρατοί υποχωρούσαν σε όλα τα μέτωπα.[4]

Η γαλλική επίθεση και η εξάρθρωση του συνασπισμού

Επεξεργασία
 
Ο Λαζάρ Καρνό και ο Ζουρντάν στη μάχη του Βατινί στις 16 Οκτωβρίου 1793

Τα ριζοσπαστικά μέτρα που έλαβε η γαλλική επαναστατική κυβέρνηση και η αναδιάρθρωση του στρατού αλλά και η έλλειψη συντονισμού των συμμάχων κατέστησαν δυνατή την εξάλειψη του κινδύνου εισβολής.[5] Οι Γάλλοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στο βορρά και συνέχισαν την επίθεση απελευθερώνοντας την Δουνκέρκη. Ο στρατηγός Ζαν Φρανσουά Ουσάρ νίκησε τους Αυστριακούς στη μάχη του Χοντσούτ από τις 6 έως τις 8 Σεπτεμβρίου 1793, πρώτη νίκη για το 1793 μετά από σειρά ηττών,[6] αλλά δεν κατάφερε να ανακόψει την υποχώρηση των στρατευμάτων, χάνοντας την ευκαιρία να καταστρέψει τον εχθρικό στρατό που οπισθοχωρούσε άτακτα, ο δε δούκας της Υόρκης διέφυγε από τις ακτές. Ο Ουσάρ ηττήθηκε λίγο αργότερα στο Μενέν και πλήρωσε προσωπικά τις συνέπειες της ήττας αυτής, καθώς τον ανακάλεσαν και τον εκτέλεσαν. [7]Ο Ζουρντάν που τον αντικατέστησε νίκησε με τη βοήθεια του Λαζάρ Καρνό στη μάχη του Βατινί στις 16 Οκτωβρίου 1793, γεγονός που επέτρεψε την απελευθέρωση του Μομπέζ. [8]Αυτές οι νίκες απέκρουσαν την αυστριακή απειλή. Οι Αυστριακοί υποχώρησαν στο Μονς.

Στα ανατολικά, ο Λαζάρ Ος έλυσε την πολιορκία του Λαντό στις 29 Δεκεμβρίου και άρχισε την επίθεση στη Ρηνανία. Οι Πρώσοι υποχώρησαν στο Μάιντς, ενώ οι Αυστριακοί αποσύρθηκαν πίσω από τον Ρήνο. Στο νότιο μέτωπο, ο Κελλερμάν ανακατέλαβε τη Σαβοΐα τον Οκτώβριο. Οι Ισπανοί απωθήθηκαν επίσης πίσω στα δυτικά και ανατολικά των Πυρηναίων. Στις 19 Δεκεμβρίου, ο επαναστατικός στρατός κατέλαβε την Τουλόν όπου ο αγγλο-ισπανικός στόλος είχε φθάσει προς ενίσχυση των εξεγερμένων Ομοσπονδιακών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στην πολιορκία της Τουλόν διακρίθηκε ένας νεαρός αξιωματικός, ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Στο τέλος του 1793, η γαλλική επικράτεια είχε απελευθερωθεί εντελώς.

 
Η μάχη του Φλερύς, συντριπτική νίκη του Ζουρντάν επί των αυστριακών δυνάμεων στις 26 Ιουνίου 1794

Το 1794, οι γαλλικές στρατιές ξανάρχισαν την επίθεση, εκμεταλλευόμενες τις διαφωνίες των συμμάχων. Η Πρωσία ήθελε να αποχωρήσει από τον συνασπισμό, καθώς ανησυχούσε περισσότερο για την πρόοδο του ρωσικού στρατού στην Πολωνία και δεν ήθελε να υστερήσει στο διαμελισμό της Πολωνίας. Η Μεγάλη Βρετανία υποστήριξε οικονομικά έναν στρατό 62.000 ανδρών, αλλά ουσιαστικά δεν τον ήλεγχε. Στον βορρά, η Γαλλία είχε τρεις στρατιές: τον στρατό του Βορρά με διοικητή τον Πισεγκρύ, τον στρατό των Αρδεννών και τον στρατό του Μοζέλα με διοικητή τον Ζουρντάν. Ο Πισεγκρύ δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον Αυστριακό πρίγκιπα του Κόμπουργκ να πάρει το Λαντρεσί, αλλά τον νίκησε στο Τουρκουάν στις 18 Μαΐου 1794. Ο Ζουρντάν ανέλαβε τη διοίκηση των δύο τελευταίων στρατιών και επιτέθηκε στο Σαρλερουά που συνθηκολόγησε στις 25 Ιουνίου, ενώ οι Αυστριακοί ηττήθηκαν για άλλη μια φορά από τον Πισεγκρύ στην Υπρ.

Οι Αυστριακοί επιτέθηκαν στον Ζουρντάν για να προστατεύσουν την οπισθοφυλακή τους αλλά ηττήθηκαν στη μάχη του Φλερύς στις 26 Ιουνίου. Αυτή ήταν μια μεγάλη επιτυχία για τις επαναστατικές στρατιές κατά των δυνάμεων του συνασπισμού, καθώς ανακατέλαβαν όλο το Βέλγιο και τη Ρηνανία. Ο Πισεγκρύ απώθησε τους Αγγλο-Ολλανδούς προς τα βόρεια, ενώ ο Ζουρντάν απώθησε τους Αυστριακούς στα ανατολικά. Στις 27 Ιουλίου, ο πρώτος έφτασε στην Αμβέρσα και ο δεύτερος έφτασε στη Λιέγη.[9]

 
Η ναυμαχία της 1ης Ιουνίου

Το βρετανικό ναυτικό, αν και διατηρούσε την υπεροχή του στη θάλασσα, δεν μπόρεσε να υποστηρίξει αποτελεσματικά οποιεσδήποτε χερσαίες επιχειρήσεις μετά την πτώση των βελγικών επαρχιών. Οι Πρώσοι απομακρύνθηκαν σταδιακά από τα ανατολικά τμήματα [19], διαπραγματεύτηκαν μια ανακωχή με τη Γαλλία τον Νοέμβριο και μέχρι το τέλος του έτους είχαν αποσυρθεί από τον πόλεμο. Στο μέτωπο της Ισπανίας, οι Γάλλοι πραγματοποίησαν επιτυχείς επιδρομές τόσο στην Καταλονία όσο και στη Ναβάρρα.

Στη θάλασσα, η Γαλλία δεν μπορούσε να αντισταθεί στο ισχυρό βρετανικό ναυτικό, το οποίο κυριαρχούσε στη Μεσόγειο Θάλασσα και κατέλαβε την Κορσική, δημιουργώντας το βραχύβιο Αγγλο-Κορσικανικό βασίλειο (1794 έως 1796). Στον Ατλαντικό, στα ανοιχτά της Βρετάνης, ο γαλλικός στόλος, για να προστατεύσει μια νηοπομπή με σιτηρά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που είχε παραγγείλει η κυβέρνηση καθώς η σιτοδεία είχε πλήξει πάλι τη χώρα, αντιμετώπισε τον βρετανικό στόλο στις 28 Μαΐου έως την 1η Ιουνίου και υπέστη σοβαρές απώλειες αλλά επέτρεψε να περάσει το φορτίο σιτηρών. Η δράση επεκτάθηκε στις γαλλικές αποικίες στις Δυτικές Ινδίες. Ο βρετανικός στόλος κατέλαβε τη Μαρτινίκα, τη Σάντα Λουτσία και τη Γουαδελούπη, αν και ο γαλλικός στόλος έφτασε αργότερα μέσα στο έτος και τους απώθησε.

 
Η συνθήκη της Χάγης, 1795

Η Γαλλία, αφού κατέλαβε τις Κάτω χώρες σε μια ξαφνική χειμερινή επίθεση, ίδρυσε ως κράτος μαριονέτα τη Βαταβική Δημοκρατία, που περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα των τωρινών εδαφών της Ολλανδίας. Ήδη πριν από το τέλος του 1794, η Πρωσία είχε αποσυρθεί από τον πόλεμο και στις 5 Απριλίου 1795 συνήψε με τη Γαλλία την ειρήνη της Βασιλείας, η οποία αναγνώρισε την κυριαρχία της Γαλλίας στην αριστερή όχθη του Ρήνου. Η νέα ολλανδική κυβέρνηση, που ήταν υποχείρια της Γαλλίας, υπέγραψε το σύμφωνο ειρήνης της Χάγης στις 16 Μαΐου 1795 παραδίδοντας εδάφη της ολλανδικής επικράτειας στα νότια του ποταμού. Τον Ιούλιο, ακολούθησε συνθήκη ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Ο μεγάλος δούκας της Τοσκάνης είχε συνθηκολογήσει τον Φεβρουάριο. Έτσι, ο Α΄ Συνασπισμός κατέρρευσε και η Γαλλία είχε να αντιμετωπίσει μόνο την Αυστρία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Η Βρετανία έκανε μια απόπειρα να ενισχύσει τους εξεγερμένους της Βανδέας, προσπαθώντας να αποβιβάσει γαλλικά στρατεύματα μοναρχικών εμιγκρέ στο Κιμπερόν, αλλά απέτυχε. Οι προσπάθειες των μοναρχικών για ανατροπή της κυβέρνησης στο Παρίσι (13 Βαντεμιαίρ) κατεστάλησαν από τη στρατιωτική φρουρά με επικεφαλής τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση του Διευθυντηρίου.[10]

Στα σύνορα του Ρήνου, ο στρατηγός Σαρλ Πισεγκρύ ήρθε σε διαπραγματεύσεις με αυτοεξόριστους μοναρχικούς, πρόδωσε τον στρατό του και συνέβαλε στην γαλλική αποχώρηση από το Μάνχαϊμ και την αποτυχία του Ζουρντάν στη μάχη του Μάιντς.[11]

Για την εκστρατεία του 1796, ο Καρνό συνέταξε ένα σχέδιο που είχε σκοπό να νικήσει οριστικά την Αυστρία. Η στρατιά του Σαμπρ-ε-Μεζ υπό την διοίκηση του Ζουρντάν και η στρατιά του Ρήνου και Μοζέλα, υπό τον Ζαν Βικτόρ Μορό, θα διέσχιζαν τον Ρήνο και θα βάδιζαν προς τη Βιέννη, ενώ η στρατιά των Άλπεων υπό τον Κελλερμάν και η στρατιά της Ιταλίας υπό τη διοίκηση του Σερέ, που σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Βοναπάρτη και οι δύο στρατιές συγχωνεύτηκαν, θα ήταν υπεύθυνες για τμήμα των αυστριακών στρατευμάτων στο Πεδεμόντιο, για την ανακούφιση του κεντρικού μετώπου. Οι τρεις στρατιές επρόκειτο να συνδεθούν στο Τιρόλο και να προχωρήσουν κατά της Βιέννης.

 
Πολεμική κατάσταση στην Ευρώπη το 1796

Στην εκστρατεία του Ρήνου του 1796, ο Ζουρντάν και ο Μορώ διέσχισαν τον ποταμό Ρήνο και προχώρησαν στη Γερμανία. Ο Ζουρντάν προχώρησε μέχρι το Άμπεργκ στα τέλη Αυγούστου, ενώ ο Μορώ έφτασε στη Βαυαρία και στην άκρη του Τιρόλου μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, ο Ζουρντάν ηττήθηκε από τον Αρχιδούκα Κάρολο της Αυστρίας και οι δύο στρατοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πίσω από τον Ρήνο.

Ο Ναπολέων, από την άλλη πλευρά, είχε επιτυχίες σε μια τολμηρή εισβολή στο Πεδεμόντιο, στη βόρεια Ιταλία. Στην εκστρατεία του Μοντενότε, χώρισε τους στρατούς του Βασιλείου της Σαρδηνίας και της Αυστρίας, νικώντας τον καθένα χωριστά και στη συνέχεια ο Βίκτωρ Αμεδαίος Γ΄ της Σαρδηνίας στις 15 Μαΐου αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη των Παρισίων, αποχωρώντας από τον Α΄ Συνασπισμό και παραχωρώντας εδάφη του Δουκάτου της Σαβοΐας και την κομητεία της Νίκαιας. Μετά από αυτό, τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν το Μιλάνο και ξεκίνησαν την πολιορκία της Μάντοβα. Ο Βοναπάρτης νίκησε τρεις διαδοχικούς αυστριακούς στρατούς που έσπευσαν εναντίον του, ενώ συνέχισε την πολιορκία.

Οι νέες εξεγέρσεις στον πόλεμο της Βανδέας συντρίφθηκαν οριστικά το 1796 από τον Λαζάρ Ος. Η επακόλουθη προσπάθεια του Ος να αποβιβάσει μια δύναμη για εισβολή στο Μάνστερ στην Ιρλανδία για να βοηθήσει τους Ενωμένους Ιρλανδούς ήταν ανεπιτυχής.

 
Ο Ναπολέων στη μάχη του Ρίβολι, 14 Ιανουαρίου 1797

Ο Ναπολέων, μετά τη νίκη του στη μάχη του Ρίβολι τον Ιανουάριο 1797, στις 2 Φεβρουαρίου κατέλαβε τελικά τη Μάντοβα, συλλαμβάνοντας 18.000 άνδρες από τα αυστριακά στρατεύματα. Ο Κάρολος Λουδοβίκος της Αυστρίας-Τέσεν δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον Ναπολέοντα να εισβάλει στο Τιρόλο και η αυστριακή κυβέρνηση ζήτησε ειρήνη τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα, υπήρξε μια νέα γαλλική εισβολή στη Γερμανία υπό τους στρατηγούς Ζαν Βικτόρ Μορό και Λαζάρ Ος.

Στις 22 Φεβρουαρίου, μια γαλλική δύναμη αποτελούμενη από 1.400 στρατιώτες υπό τη διοίκηση του Ιρλανδο-Αμερικανού συνταγματάρχη Ουίλιαμ Τέιτ αποβιβάσθηκε κοντά στο Φίσγκαρντ στην Ουαλία σε βοήθεια στην Εταιρεία των Ηνωμένων Ιρλανδών. Ενώθηκαν με μια ομάδα περίπου 500 Βρετανών εφέδρων, πολιτοφυλάκων και ναυτικών υπό την ηγεσία του Τζον Κάμπελ. Μετά από σύντομες συγκρούσεις με τον τοπικό άμαχο πληθυσμό και τις δυνάμεις του Λόρδου Κόντορ στις 23 Φεβρουαρίου, ο Τέιτ αναγκάστηκε να παραδοθεί χωρίς όρους στις 24 Φεβρουαρίου. Αυτή ήταν η μόνη μάχη που διεξήχθη επί  βρετανικού εδάφους κατά τη διάρκεια των Επαναστατικών πολέμων.

Η Αυστρία υπέγραψε τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο τον Οκτώβριο, παραχωρώντας το Βέλγιο στη Γαλλία και αναγνώρισε τον γαλλικό έλεγχο της Ρηνανίας και του μεγαλύτερου μέρους της Ιταλίας. Η Δημοκρατία της Βενετίας χωρίστηκε μεταξύ Αυστρίας και Γαλλίας.

Έτσι, τελείωσε ο πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού, αν και η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία παρέμειναν ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση. Η ειρήνη δεν κράτησε για πολύ, τον Νοέμβριο του 1798 άρχισε ο πόλεμος του Β΄ Συνασπισμού.

Παραπομπές

Επεξεργασία