Βαλκανική Ομοσπονδία
Η Βαλκανική Ομοσπονδία ήταν πολιτική πρόταση, κατά την οποία θα δημιουργείτο ένα ομόσπονδο ή συνομόσπονδο κράτος, αποτελούμενο από τα κράτη εντός της βαλκανικής χερσονήσου. Η σύλληψη της ιδέας εντοπίζεται περί τα τέλη του 19ου αιώνα στις Αριστερές [1] πολιτικές δυνάμεις της εποχής και εν πολλοίς πιστώνεται στον Έλληνα ήρωα Ρήγα Φεραίο. Η Βαλκανική Ομοσπονδία, η οποία δεν πραγματώθηκε ποτέ, είχε ως βάση τις αρχές της παγκοσμιοποίησης, του σοσιαλισμού, της οικονομικής ισότητας καθώς και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Οραματισμός της ήταν να ενώσει τους λαούς των Βαλκανίων, παρακάμπτοντας τις όποιες διαφορές μεταξύ τους (φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές κλπ), προσβλέποντας έτσι στην ουσιαστική απελευθέρωσή τους από τους δυνάστες της εποχής.
Τη Βαλκανική Ομοσπονδία διέπουν τρεις, κατά σειρά, περιόδους: η σύλληψη της ιδέας, που εκφράζεται ως αντίδραση στην κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· από τη δημιουργία των κρατών μέχρι τον Μεσοπόλεμο, όπου η ιδέα της ενοποίησης των Βαλκανίων αποτελεί κεντρικό άξονα, κυρίως, των κομμουνιστικών κομμάτων των βαλκανικών χωρών· και στα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η ιδέα των Ηνωμένων Βαλκανίων συναντά την αντίσταση του Ιωσήφ Στάλιν, οπότε και φθίνει ως πολιτική πρόταση.
Το πολιτικό υπόβαθρο
ΕπεξεργασίαΗ ιδέα ενοποίησης όλων των βαλκανικών λαών ουσιαστικά πρωτοεμφανίστηκε από τον Ρήγα Φεραίο. Στόχος του δεν ήταν η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού τύπου κράτους, αλλά μίας ενιαίας αποκεντρωμένης κρατικής οντότητας.[2] Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο[3], οι απόψεις του διαιωνίστηκαν στα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, η οποία και βρήκε ανταπόκριση σε βαλκάνιους πολιτικούς (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Τζόρτζε (Καραγιώργης) Πέτροβιτς, Τούντορ Βλαντιμιρέσκου)[4] και στρατιωτικούς ανεξαρτήτως εθνότητας.[5] Αν και υποστηρίχθηκε η δημιουργία ενός δίγλωσσου και δίθρησκου ελληνο-αρβανίτικου κράτους από σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τελικά ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος.[6]
Ο Βασίλ Λέφσκι, στην προσπάθεια του για ανεξαρτησία των Βουλγάρων, πατώντας στις αρχές του Ρήγα, υποστήριξε την ανεξαρτησία όλων των λαών οι οποίοι θα ήταν ίσοι μεταξύ τους.[7] Στο ίδιο μήκος είχε κινηθεί και ο Ιγνάτιος Μαρτίνοβιτς, ο οποίος αναφέρθηκε στην ανάγκη ενοποίησης όλων των Νότιων Σλάβων, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για το κίνημα του Ιλλυρισμού.[8]
Η εποχή μετά τη δημιουργία των κρατών
ΕπεξεργασίαΤο 1885 ένας κύκλος διαννοουμένων του Βελιγραδίου ιδρύει τη Δημοκρατική Ομοσπονδία της Ανατολής. Το όραμά τους προσέβλεπε σε μια ομοσπονδιακή ένωση των γαιών και των λαών από τις ανατολικές Άλπεις μέχρι την Κύπρο με βάση τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Η Δημοκρατική Ομοσπονδία της Ανατολής κινείται εν πολλοίς παράλληλα με τις ιδέες του Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν και αργότερα με το ευρύτερο κίνημα του σοσιαλισμού, έτσι όπως αυτό εκφράζεται στα έργα του Καρλ Μαρξ και του Μιχαήλ Μπακούνιν. Αργότερα, στη Γαλλία, η Λέγκα της Βαλκανικής Συνομοσπονδίας εδραιώνεται το 1894, στην οποία μετέχουν σοσιαλιστές από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Ρουμανία. Στα πλαίσια ενός συνομοσπονδιακού πολιτικού πλαισίου για ολόκληρη τη ΝΑ Ευρώπη, συμπεριλαμβάνεται η ανεξαρτησία της Μακεδονίας, χωρίς ωστόσο να αγνοούν το (ήδη ευαίσθητο από τότε) Μακεδονικό Ζήτημα.
Την ίδια περίοδο, σε επίσημο κρατικό επίπεδο εκφράζεται η ανάγκη κοινής βαλκανικής κινητοποίησης τόσο από τον Χαρίλαο Τρικούπη,[9] ως Υπουργός Εξωτερικών, όσο και από τον Σβέτομιρ Νικολάγιεβιτς. Ο τελευταίος, μάλιστα, ίδρυσε το 1894 την Ελληνοσερβική Αδελφότητα.[10]
Η διεκδίκηση μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας αναζωπυρώνεται αμέσως μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Τον επόμενο κιόλας χρόνο, στη Θεσσαλονίκη, συνενώνεται ο Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος Εργαζομένων με δύο βουλγαρικά σοσιαλιστικά σωματεία, ενώ ιδρύεται η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Οθωμανών Εργαζομένων. Ο ρόλος των σωματείων αυτών θα παραμείνει στο περιθώριο μέχρι το 1913, ωστόσο η πολιτική σημασία του εθνικού ζητήματος θα οδηγήσει αργότερα σε εντάσεις. Με έρεισμα το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης και την άνοδο του εθνικισμού στην ευρύτερη περιοχή, οι διοικήσεις των σωματείων θα παίξουν έναν μάλλον μετριοπαθή ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, ιδιαιτέρως σε συνάρτηση με τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής.
Επίσης προτάθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων,[11] ενώ κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε τόσο από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και από τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο.[12]
Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία
ΕπεξεργασίαΤον Ιανουάριο του 1910 τελείται το Α' Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Βαλκανίων στο Βελιγράδι, το οποίο είναι η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Σερβίας. Τα κύρια ζητήματα που απασχόλησαν τους συνέδρους ήταν η ενότητα των Βαλκανίων, καθώς και η αντίδραση στους τεκταινόμενους πολέμους, αλλά και πιθανές λύσεις στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το 1915, μετά από το Συνέδριο του Βουκουρεστίου, αποφασίστηκε η δημιουργία μιας Επαναστατικής Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Εργατικής Ομοσπονδίας, εκπροσωπώντας σωματεία τα οποία πρόσκεινται στο αντιπολεμικό μανιφέστο του Τσίμερβαλντ και δηλώνουν εναντίον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Της Ομοσπονδίας ηγείται ο Κρίστιαν Ρακόφσκυ, ενώ στα σημαίνοντα μέλη της περιλαμβάνονται οι ακτιβιστές Βασίλ Κολάρωφ και Γκεόργκι Δημητρόφ. Ο τελευταίος γράφει για τη Μακεδονία το 1915: «...αν και έχει χωριστεί σε τρία μέρη... μπορεί να επανενωθεί σε ένα ενιαίο κράτος, ισότιμο ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη της Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας».[13] Η προτεινόμενη ανεξάρτητη και ενωμένη Μακεδονία θα αποτελούνταν από τις αντίστοιχες ιστορικές της επικράτειες σε Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα. Εντούτοις, η προτεινόμενη Ομοσπονδία υπονομεύτηκε από τις κατά τόπους κυβερνήσεις, ενώ ο ίδιος ο Ρακόφσκυ συνελήφθη από τις ρουμανικές Αρχές το 1916.
Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία
ΕπεξεργασίαΜετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, δημιουργείται το 1920-21 μια Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (εφεξής ΒΚΟ). Στο μανιφέστο της είναι εμφανής η επιρροή του Βλαντιμίρ Λένιν περί εθνικότητας (βλ. Προλεταριακός διεθνισμός). Το νεοσύστατο πολιτικό σχήμα, υπό την αιγίδα των κομμουνιστικών κυβερνήσεων, εκπροσωπούσε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα των βαλκανικών χωρών, εντούτοις υπόκειντο στην κρίση της Σοβιετικής Ένωσης και στις πολιτικές επιταγές της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η ΒΚΟ υποστήριζε επί της αρχής μια «Βαλκανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», η οποία θα συμπεριελάμβανε τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Τουρκία· υπό περιστάσεις συμπεριλαμβάνετο και η Ρουμανία, ωστόσο οι περισσότεροι των εταίρων επικεντρώνονταν στον κατακερματισμό της.[14] Εν ολίγοις, το πολιτικό αυτό σώμα επέβλεπε και ήταν σε στενή συνεργασία με τα κομμουνιστικά κόμματα των προαναφερθείσων χωρών, χωρίς ωστόσο την πραγμάτωση της ζητούμενης πολιτικής ένωσης. Η λειτουργία της ΒΚΟ τερματίστηκε το 1939.
Από την ίδρυση της ΒΚΟ η βουλγαρική πλευρά έπαιξε ηγετικό ρόλο: στη Σόφια το 1922, το ζήτημα των «αυτονομιών» της Μακεδονίας, της Δοβρουτσά και της Θράκης τέθηκε από τον Βασίλ Κολάρωφ, έχοντας την υποστήριξη του αντιπροσώπου της Βουλγαρίας Δημητρώφ, ο οποίος προέδρευε του συνεδρίου. Ο Έλληνας εκπρόσωπος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης, καθώς το ζήτημα δεν είχε συμπεριληφθεί στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων.
Τον Δεκέμβριο του 1923 η ΒΚΟ τέλεσε το 5ο της συνέδριο στη Μόσχα. Τον επόμενο χρόνο η Κομιντέρν λαμβάνει μέρος στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμουνιστών και της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), καθώς και τις αντίστοιχες επαναστατικές οργανώσεις της Θράκης (ΕΕΟΘ) και της Δοβρουτσάς (ΕΕΟΔ), με σκοπό μιας ενωμένης επαναστατικής οργάνωσης. Η ιδέα μιας τέτοιας οργάνωσης έτυχε της υποστήριξης της ΕΣΣΔ, η οποία πρόσβλεπε στην επέκταση του επαναστατικού αναβρασμού στα Βαλκάνια και κατ' επέκταση την αποσταθεροποίηση των εκεί μοναρχιών. Το λεγόμενο Μανιφέστο της 6ης Μάη 1924 απαριθμεί τους στόχους της ΕΜΕΟ: ανεξαρτησία και επανένωση της κατακερματισμένης Μακεδονίας, εχθρική στάση στις γύρω μοναρχίες, με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, πάντα σε συνεργασία με την ΕΣΣΔ.
Το 1925, υπό την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (ΚΚΒ), αποσχίζονται από την ομοσπονδία μια αριστερή οργάνωση, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (Ένωση), καθώς και οι αντίστοιχες οργανώσεις της Δοβρουτσάς και της Θράκης· οι εν λόγω «σέκτες» αντιμάχονται την ιδέα μιας «Σοβιετικής Δημοκρατίας των Βαλκανίων». Το ΚΚΒ από την άλλη, ζητώντας την υποστήριξη της ΕΣΣΔ στην υλοποίηση μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, υποχρεώνεται από τον Στάλιν να αποδεχτεί τον σχηματισμό αυτών των τριών ανεξάρτητων κρατών.[15][16][17] Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, το ζήτημα της εθνικότητας της Μακεδονίας απασχολεί έντονα την Κομιντέρν, το Βαλκανικό Σεκρεταριάτο της οποίας αναγνωρίζει το 1934 την εν λόγω εθνική οντότητα. Το βούλευμα γίνεται δεκτό από το Πολιτικό Γραφείο της Μόσχας και εγκρίνεται από την Ύπατη Επιτροπή της Κομιντέρν.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), μέσω του εκπροσώπου του Νικόλαου Σαργολόγου, συνυπογράφει την ανωτέρω πολιτική κίνηση, χωρίς ωστόσο να έχει ληφθεί έγκριση από τα κεντρικά όργανα του κόμματος· ο δε Σαργολόγος, αντί να επιστρέψει στην Αθήνα, καταφεύγει στις ΗΠΑ. Το ΚΚΕ, μέσω του Ριζοσπάστη καταδικάζει το βούλευμα, διότι ωφελεί μεν το ΚΚΒ, αλλά κατακεραυνώνει την ελληνική πλευρά. Παρά τη διαφωνία των δύο κομμάτων υπάρχει -έστω και πρόσκαιρα- κοινή γραμμή πλεύσης. Το 1924, στο 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ, αναγνωρίζεται ο «μακεδονικός λαός», ενώ αργότερα το ίδιο έτος εγκρίνει την κίνηση για «μία ενωμένη και ανεξάρτητη Μακεδονία και μία ενωμένη και ανεξάρτητη Θράκη», προσβλέποντας σε μια ένωση υπό τα πλαίσια μια Βαλκανικής Ομοσπονδίας, η οποία έτσι θα αποτινάξει τον «ελληνικό και βουλγαρικό ζυγό της μπουρζουαζίας». Εντούτοις, στις εκλογές του 1928 το ΚΚΕ ηττάται κατά κράτος, ιδιαίτερα στη βόρειο Ελλάδα.
Μέχρι το 1927, οι διαξιφισμοί και οι αποσχίσεις εντός του ΚΚΕ καθιστούν την ενωτική πρόταση έωλη, ενώ στο επόμενό του συνέδριο (Μάρτιος 1927) το ΚΚΕ ρίχνει τους τόνους μιλώντας για αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων, έως ότου συνενωθούν σε μια «Βαλκανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία», η οποία όμως αφορά μόνο τη σλαβομακεδονική μειονότητα στην περιοχή της Φλώρινας.[18] Μέχρι το 1935 το ΚΚΕ δηλώνει απλώς «ίσα δικαιώματα για όλους», αφενός διότι «έχει αλλάξει η εθνική σύσταση της ελληνικής επικράτειας της Μακεδονίας, και αφετέρου διότι «η αρχή του Λενινισμού-Σταλινισμού περί αυτοδιάθεσης επιβάλει την αλλαγή του παλιού σλόγκαν».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) είχε εν τω μεταξύ να αντιμετωπίσει τους δικούς του αποστάτες, αλλά και τον φόβο του σερβικού πολιτισμικού επεκτατισμού. Δυσεπίλυτο ήταν εξάλλου και το ζήτημα με τη Μπανόβινα του Βαρδάρη, οι κάτοικοι της οποίας ένιωθαν εγγύτερα (χωρίς απαραίτητα να ταυτίζονται) πολιτισμικά στη Βουλγαρία, παρά στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Εν τέλει, το ΚΚΓ ακολούθησε το παράδειγμα του ΚΚΕ το 1936, μετριάζοντας τις προθέσεις του και προτάσσοντας έναν πιο γενικόλογο πολιτικό λόγο. Οι δε αποσχιστικές σέκτες που προαναφέρθηκαν απορροφήθηκαν σταδιακά από τα υφιστάμενα κομμουνιστικά κόμματα.
Η μεταπολεμική εποχή
ΕπεξεργασίαΜε το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και Γκεόργκι Δημητρόφ αντίστοιχα, επιχείρησαν να προχωρήσουν σε ενοποίηση των χωρών τους υπό τη μορφή μιας βαλκανικής ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Υποχωρώντας στα αιτήματα των Γιουγκοσλάβων, η Βουλγαρία συμφώνησε να αναγνωρίσει τη σλαβομακεδονική μειονότητα στην επικράτειά της, συμπεριλαμβανομένης και της σλαβομακεδονικής γλώσσας. Ο παραπάνω όρος ήταν μονάχα μέρος της λεγόμενης «Ματωμένης Συνθήκης», η οποία υπογράφηκε την 1 Αυγούστου 1947. Λίγους μήνες αργότερα, η Βουλγαρία υπέγραψε επιπλέον ένα σύμφωνο φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, εν μέρει λόγω πολιτικών πιέσεων, τόσο από τη γείτονα χώρα, όσο και από την ΕΣΣΔ.[19][20]
Στην τελευταία πράξη της Βαλκανικής Ομοσπονδίας ο Βούλγαρος πρόεδρος Δημητρόφ φάνηκε μάλλον θετικός ως προς το Μακεδονικό Ζήτημα,[21] ενώ δεδομένης της μεταπολεμικής δεινής της θέσης, η βουλγαρική ηγεσία υποχρεώθηκε εκ νέου να λειτουργήσει ως μεσολαβητής των σοβιετικών πολιτικών στα Βαλκάνια.[20] Οι όροι αυτών των συμφώνων αποδείχθηκαν εξαιρετικά βραχύβιοι, αφού το επόμενο κιόλας έτος, ακολούθως της ρήξης Στάλιν-Τίτο, η Βουλγαρία υποχώρησε στις επιταγές της Μόσχας και συνεπώς τήρησε αποστάσεις από τη Γιουγκοσλαβία.[22]
Εξήντα χρόνια μετά, η ιδέα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας έχει εγκαταλειφθεί εν πολλοίς. Τα κράτη που κάποτε συναποτελούσαν τα Βαλκάνια έχουν πλέον κατακερματιστεί σε μικρότερα, ενώ οι συνεχείς πολιτικές ζυμώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο δεν ευνοούν την παγίωση των πολιτικών συνόρων. Όλο και περισσότερες χώρες της βαλκανικής χερσονήσου προσανατολίζονται στην ένταξη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την στήριξη της Ελλάδας. Με αφορμή την Παγκόσμια οικονομική ύφεση 2008 πληθαίνουν όλο και περισσότερο οι φωνές που επιζητούν την ένωση όχι των Βαλκανίων, αλλά των οικονομικά ασθενέστερων χωρών της Μεσογείου.
Άνθρωποι των γραμμάτων με παμβαλκανικές αναφορές[23]
Επεξεργασία- Ισμαήλ Κανταρέ
- Γκιόργκι Ρακόφσκι
- Ίβο Άντριτς
- Βοϊσλάβ ΄Ιλιτς
- Χρίστο Μπότεφ
- Ιβάν Βάζοφ
- Τζέλλος Ναούμ
- Ντεσάνκα Μαξίμοβιτς
- Ναζίμ Χικμέτ
- Σβετλάνα Βέλμαρ Γιάνκοβιτς
- Κ.Δ. Πέτκοβιτς
- Βόι Σλάβνιτς
Ελληνική βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Γιάβορ Ταρίνσκι, ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΕΣ. Επαναστατικά προτάγματα στη Βουλγαρία του 19ου & 20ού αιώνα, Αθήνα: Αυτολεξεί, 2023, ISBN 978-960-7280-63-3
- Χασιώτης, Λουκιανός Ι. Η Ανατολική Ομοσπονδία. Δύο ελληνικές φεντεραλιστές κινήσεις του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2001, ISBN 978-960-288-074-6
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Balkan federation: a history of the movement toward Balkan unity in modern times, Smith College studies in history, Leften Stavros Stavrianos, Archon Books, 1964, p. 149.
- ↑ Κιτρομηλίδης, Πασχάλης Μ. (2009). Ρήγας Βελεστινλής, ο οραματιστής της "Ελληνικής Δημοκρατίας". Αθήνα: ΤΑ ΝΕΑ. σελ. 74.
- ↑ Μαζί του θανατώθηκαν και οι αγωνιστές: Ευστράτιος Αργέντης, Δημήτριος Νικολίδης, Αντώνιος Κορωνιός, Ιωάννης Καρατζάς, Θεοχάρης Γ. Τουρούντζιας, Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ.
- ↑ Ραφαηλίδης, Βασίλης (1994). Οι λαοί των Βαλκανίων. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. σελ. 132.
- ↑ Todorova, Maria (2005). Βαλκάνια, η Δυτική Φαντασίωση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 168.
- ↑ Ραφαηλίδης, Βασίλης (1994). Οι λαοί των Βαλκανίων. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. σελ. 189.
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελίδες 127–132.
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελίδες 144–147.
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελίδες 151–152.
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελ. 172.
- ↑ «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων: Ελευθέριος Βενιζέλος: ο διπλωμάτης & o επαναστάτης». foundation.parliament.gr. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2020.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελίδες 152–156.
- ↑ Georgi Dimitrov. «The Significance of the Second Balkan Conference». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2006.
- ↑ Vangelis Koutalis. «Internationalism as an Alternative Political Strategy in the Modern History of Balkans». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ v, Joseph. The Communist Party of Bulgaria; Origins and Development, 1883–1936. Columbia University Press. σελ. 126.
- ↑ A. Cook, Bernard (2001). Europe Since 1945: An Encyclopedia. Taylor & Francis. σελ. 810. ISBN 0-8153-4058-3.
- ↑ Coenen-Huther, Jacques (1996). Bulgaria at the Crossroads. Nova Publishers. σελ. 166. ISBN 1-56072-305-X.
- ↑ Ο όρος «Σλαβομακεδόνας» δεν θεωρούνταν υποτιμητικός την εποχή, ενώ το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι ανφέρει πως ο ως άνω όρος ήταν αποδεκτός εντός της κοινόητας. Στη σημερινή εποχή, ο όρος «Σλαβομακεδόνας» έχει μάλλον αρνητική χροιά (Χολέβας, 1992).
- ↑ Niel Simpson, Macedonia;Its Disputed History,Aristoc Press.1994
- ↑ 20,0 20,1 Ramet, Pedro (1989). Religion and Nationalism in Soviet and East European Politics. Duke University Press. σελ. 374. ISBN 0-8223-0891-6.
- ↑ Neil, Simpson (1994). Macedonia; Its disputed history. Aristoc Press. σελ. 89. ISBN 0-646-20462-9.
- ↑ Stavrianos, L. (1964)
- ↑ Πετρίδης, Παύλος (1999). Ρήγας Βελεστινλής, η διαβαλκανική συνεργασία σήμερα. Αθήνα: Προσκήνιο. σελίδες 121–122.