Δεσποτεία (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)

Η Δεσποτεία, αγγλ.: Dominate, γνωστή και ως ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι το όνομα που δίνεται μερικές φορές στη «δεσποτική» μεταγενέστερη φάση της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, μετά την προγενέστερη περίοδο γνωστή ως «Ηγεμονία», στην αρχαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η πρώτη της φάση ονομάζεται Τετραρχία [1] τουλάχιστον μέχρι το 313, οπότε η Αυτοκρατορία επανενώθηκε. [2]

Η Σύγκλητος και ο Λαός της Ρώμης (Senatus Populus que Romanus).

Μπορεί να ξεκινήσει με την έναρξη της βασιλείας του Διοκλητιανού το 284 μ.Χ., μετά την κρίση τού 3ου αι. του 235-284, και να τελειώσει στα δυτικά με την κατάρρευση της Δυτικής Αυτοκρατορίας το 476, ενώ στα ανατολικά το τέλος της είναι συνέβη στο τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ (565) [3] είτε του Ηρακλείου (641). [4] Στη μορφή της, η Δεσποτεία θεωρείται ότι ήταν πιο αυταρχική, λιγότερο συλλογική και πιο γραφειοκρατική από την Ηγεμονία από την οποία προέκυψε.

Ετυμολογία Επεξεργασία

Ο σύγχρονος όρος Dominate προέρχεται από το λατινικό dominus, το οποίο μεταφράζεται ως κύριος, άρχων, δεσπότης. Το dominus, το οποίο παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι σκλάβοι για να απευθυνθούν στους κυρίους τους, χρησιμοποιείτο σποραδικά για να απευθυνθεί κάποιος στον Aυτοκράτορα σε όλη την Ηγεμονία, συνήθως με τη μορφή υπερβολικής κολακείας (ή πολιτικής ύβρης) όταν αναφερόταν στον Αυτοκράτορα. [5] Ο Αύγουστος αποθάρρυνε ενεργά την πρακτική, και συγκεκριμένα ο Τιβέριος λέγεται ότι την κατηγόρησε ως συκοφαντεία. [6] Ο Δομιτιανός ενθάρρυνε τη χρήση της [7], αλλά κανένας από τους Αυτοκράτορες δεν χρησιμοποίησε τον όρο σε οποιαδήποτε ημιεπίσημη ιδιότητα μέχρι τη βασιλεία του Αυρηλιανού το 274, όπου εκδόθηκαν νομίσματα με την επιγραφή deus et dominus natus (γεννημένος θεός και κύριος). [8]

Ωστόσο, μόνο επί Διοκλητιανού υιοθετήθηκε ο όρος dominus ως μέρος του επίσημου τίτλου τού Αυτοκράτορα, αποτελώντας μέρος των ριζικών μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού. [1]

Μετάβαση από την Ηγεμονία Επεξεργασία

Το σύστημα διακυβέρνησης της Δεσποτείας εμφανίστηκε ως απάντηση στα 50 χρόνια χάους, που αναφέρονται ως Κρίση του 3ου αι. Οι δυσκολίες και οι πιέσεις εκείνων των χρόνων (χρόνιοι σφετερισμοί, στρατιωτικές εξεγέρσεις, ταυτόχρονες στρατιωτικές συγκρούσεις σε πολλαπλά σύνορα με εχθρούς) εξέθεσαν τις αδυναμίες του Ρωμαϊκού κράτους που υπήρχαν υπό την Ηγεμονία και έγινε μία σταδιακή μετατόπιση από το συλλογικό μοντέλο διακυβέρνησης που υπήρχε πριν από το 235 μ.Χ., προς μία πιο τυπικά αυταρχική εκδοχή που ξεκινά μετά το 285. [9] Σε γενικές γραμμές, συντελέστηκε ο σταδιακός αποκλεισμός των συγκλητικών από τις θέσεις των υψηλών στρατιωτικών διοικητών και την παράλληλη ανύψωση της τάξης των ιππέων, την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και τη δημιουργία κινητών στρατών πεδίου (πεζικού), αλλαγές στην αυτοκρατορική ενδυμασία και στις τελετουργικές εκδηλώσεις. Δημιουργήθηκε μία θρησκευτική πολιτική που στόχευε στη θρησκευτική ενότητα, έγινε μία μεγάλης κλίμακας νομισματική μεταρρύθμιση και συγκροτήθηκε μία πολιτική γραφειοκρατία σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. [10]

Αν και ο Διοκλητιανός θεωρείται συνήθως ως δημιουργός της Δεσποτείας, η προέλευσή της έγκειται στις καινοτομίες των προηγούμενων Αυτοκρατόρων, κυρίως των αλλαγών που έκανε ο Αυρηλιανός (270–275) [11], με μερικές καινοτομίες να εκτείνονται πιο πριν, από τη βασιλεία του Γαλλιηνού (253–268). [12] και ακόμη πιο πριν επί Τραϊανού, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οποίου «οι ιππείς έλαβαν μία κλιμακούμενη σημασία στη διοίκηση της Ρώμης και της Αυτοκρατορίας». [13] Δεν είχαν ολοκληρωθεί όλες οι αλλαγές, που προκάλεσαν τη «Δεσποτεία», ως την παραίτηση του Διοκλητιανού το 305: πολλές αλλαγές είτε εισήχθησαν, είτε τροποποιήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Α΄. Κατά συνέπεια, ακριβώς όπως η Ηγεμονία εμφανίστηκε κατά την περίοδο 31 π.Χ. έως το 14 μ.Χ., μόνο το 337 οι μεταρρυθμίσεις που κατέληξαν στη Δεσποτεία ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. [14]

Κατά τη γνώμη του ιστορικού Τζων Μπάγκναλ Μπιούρυ, το σύστημα διακυβέρνησης,

«Κατασκευασμένο με την πιο προσεκτική προσοχή στις λεπτομέρειες, ήταν μία λύση του τρομερού προβλήματος της συγκράτησης μίας τεράστιας, ετερογενούς Αυτοκρατορίας, που απειλούνταν με διάλυση και χρεοκοπία, μία Αυτοκρατορία που δεν ήταν γεωγραφικά συμπαγής και είχε τέσσερα μεγάλα, καθώς και αρκετά μικρότερα, σύνορα προς υπεράσπιση. Το να κυβερνιέται ένα εκτεταμένο κράτος από δύο ανεξάρτητους, αλλά απόλυτα όμοιους μηχανισμούς, ελεγχόμενους όχι από ένα κέντρο, αλλά από δύο εστίες, χωρίς να θυσιάζεται η ενότητά του, ήταν ένα ενδιαφέρον και εντελώς νέο πείραμα. Αυτοί οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί λειτούργησαν σχετικά καλά, και η επιτυχία τους θα μπορούσε να ήταν εκπληκτική, αν οι μονάρχες που τις διηύθυναν ήταν πάντα άνδρες ανώτερης ικανότητας. Κηλίδες φυσικά και ελαττώματα υπήρχαν, ειδικά στους τομείς της οικονομίας και των φόρων. Η πολιτική δημιουργία των Ιλλυριών Αυτοκρατόρων δεν ήταν ανάξια της ιδιοφυΐας της Ρώμης» [15]

Χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Πολλαπλοί Αυτοκράτορες Επεξεργασία

Υπό την Ηγεμονία, η θέση του Αυτοκράτορα είδε τη συγκέντρωση διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων σε ένα ενιαίο αξίωμα. [16] Ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του συνήθως φρόντιζαν πολύ να συγκαλύπτουν την αυταρχική φύση του αξιώματος, κρυβόμενοι πίσω από τους θεσμούς της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και την εικόνα ότι ο Αυτοκράτορας ήταν απλώς ο princeps δηλ. ο πρώτος της Συγκλήτου, του οποίου η εξουσία παραχωρήθηκε από τη Σύγκλητο. Αυτόν τον ρόλο αναλάμβανε σχεδόν πάντα ένα μεμονωμένο άτομο και η ημερομηνία που ανατίθετο η δικαστική εξουσία (tribunicia potestas) σε αυτό το πρόσωπο, ήταν το σημείο όπου μπορούσε να αρχίσει η Αυτοκρατορική εξουσία. [17] Κατά τη διάρκεια της Ηγεμονίας, έγινε σύνηθες για τον Αυτοκράτορα (καλούμενο Aύγουστο) να διορίζει έναν διάδοχο (αναφέρεται ως Καίσαρας), αλλά ο Καίσαρας δεν είχε πρόσβαση στις εξουσίες του Αυτοκράτορα, ούτε του εκχωρείτο κάποια επίσημη εξουσία. [18]

Κατά τη διάρκεια της Κρίσης του 3ου αι., η παραδοσιακή Αυτοκρατορική προσέγγιση ενός μόνο Αυτοκρατορικού αξιωματούχου με έδρα τη Ρώμη έγινε ανίκανη να αντιμετωπίσει πολλαπλές και ταυτόχρονες εισβολές και σφετερισμούς, που απαιτούσαν από τον Αυτοκράτορα να βρίσκεται σε διάφορα σημεία ταυτόχρονα. Επιπλέον, η απουσία του προκαλούσε σφετερισμό ως επακόλουθο σε μία τοπική ή επαρχιακή κρίση, που παραδοσιακά θα αντιμετωπιζόταν από τον Αυτοκράτορα. [19]

Κάτω από τη Δεσποτεία, το βάρος της Αυτοκρατορικής θέσης μοιραζόταν όλο και περισσότερο μεταξύ συναδέλφων, που αναφέρονται ως Consortium imperi. Ήταν ο Διοκλητιανός που εισήγαγε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, κάτω από ένα σύστημα που ονομαζόταν Τετραρχία, το οποίο αρχικά αποτελούταν από δύο συναυτοκράτορες (augusti) και δύο αντίστοιχους υποτελείς κατώτερους συναυτοκράτορες (καίσαρες), καθένας από τους οποίους συμμετείχε στην Αυτοκρατορική εξουσία. Αυτό το αρχικό μοντέλο κατανομής της εξουσίας διήρκεσε από το 289 έως το 324, και αναιρέθηκε κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων πολέμων της Τετραρχίας. Με το τέλος του Κωνσταντίνου Α΄ το 337 η Αυτοκρατορία μοιράστηκε ξανά μεταξύ πολλών Αυγούστων, που διήρκεσε μέχρι το 350. Το μοντέλο έγινε μόνιμο χαρακτηριστικό της Αυτοκρατορίας το 364 με την άνοδο του Βαλεντινιανού Α΄, ο οποίος μοιράστηκε πάλι το αυτοκρατορικό αξίωμα με τον αδελφό του Βάλη. Μετά από την τριετή περίοδο της μοναχικής διακυβέρνησης του Θεοδόσιου Α΄ από το 392-395, αυτή η δυαρχία επανήλθε και διήρκεσε μέχρι την ανατροπή του τελευταίου δυτικού Αυτοκράτορα το 476.

Ενώ κάθε Αύγουστος ήταν αυτόνομος σε κάθε τμήμα της Αυτοκρατορίας που διαχειρίζονταν, όλοι οι νόμοι που εισάγοντο από οποιονδήποτε Αυτοκράτορα ίσχυαν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.

Απαξίωση της υπατείας Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, το αξίωμα του υπάτου (consul) ήταν το υψηλότερο με εκλογή αξίωμα στο Ρωμαϊκό κράτος, με δύο υπάτους που εκλέγονταν ετησίως. Με το ξεκίνημα της Ηγεμονίας, αν και όλη η πραγματική εξουσία αναλήφθηκε από τον Αυτοκράτορα, οι ύπατοι εξακολουθούσαν να είναι θεωρητικά αρχηγοί του κράτους και το ημερολογιακό έτος προσδιοριζόταν από τους δύο κανονικούς υπάτους, που άρχιζαν να ασκούν τα καθήκοντά τους στην αρχή του έτους. [20] Σε όλη την Ηγεμονία, η Αυτοκρατορική υπατεία ήταν μία σημαντική θέση, αν και ήταν η μέθοδος, μέσω της οποίας η ρωμαϊκή αριστοκρατία μπορούσε να προχωρήσει στα ανώτερα επίπεδα της αυτοκρατορικής διοίκησης: μόνο ένας πρώην ύπατος μπορούσε να γίνει εκπρόσωπος (legatus), ανθύπατος (proconsul) της Αφρικής και της Ασίας ή έπαρχος (prefectus) της πόλης της Ρώμης. [21]

Κατά συνέπεια, η υψηλή εκτίμηση που έδινε η κανονική υπατεία παρέμεινε ανέπαφη, καθώς ήταν ένα από τα λίγα αξιώματα, που μπορούσε κανείς να μοιραστεί με τον Αυτοκράτορα, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι θέσεις καλύπτονταν κυρίως από πατρικίους ή από άτομα που είχαν υπάτους ως προγόνους. Ήταν μία θέση που θα καταλάμβανε ένας άνδρας στα μισά της σταδιοδρομίας του, στα 30 για έναν πατρίκιο, ή στα 40 για τους περισσότερους άλλους. [22] Αν ήταν ιδιαίτερα ικανοί ή σε εκτίμηση, μπορεί να αποκτούσαν ακόμη και δεύτερη (ή σπάνια, τρίτη) υπατεία. Πριν φτάσουν στην υπατεία, αυτά τα άτομα είχαν ήδη μία σημαντική σταδιοδρομία πίσω τους και περίμεναν να συνεχίσουν να υπηρετούν το κράτος, συμπληρώνοντας τη θέση από την οποία διοικείτο το κράτος. [23]

Κάτω από τη Δεσποτεία, η απώλεια πολλών μικρότερων της υπατείας αξιωμάτων και η καταπάτηση από τους ιππείς των -παραδοσιακά από συγκλητικούς- διοικητικών και στρατιωτικών θέσεων, σήμαινε ότι οι τέτοιες σταδιοδρομίες ουσιαστικά εξαφανίστηκαν για έναν συγκλητικό, πριν από τον διορισμό του ως υπάτου. [23] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χορηγείται η υπατεία σε μικρότερη ηλικία, σε σημείο που τον 4ο αι. να την κατέχουν άνδρες με ηλικία στις αρχές της δεκαετίας των 20 ετών τους, και πιθανώς νεότεροι. [23] Καθώς ο καιρός προχωρούσε, η δεύτερη υπατεία, κάτι συνηθισμένο, γινόταν πολύ πιο συχνά από ό,τι συνέβαινε κατά τους δύο πρώτους αιώνες, ενώ η πρώτη υπατεία ήταν συνήθως η θέση του αναπληρωτή υπάτου (suffect consul). Επίσης, η υπατεία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν ήταν πλέον μόνο το αξίωμα των συγκλητικών: η αυτόματη απονομή αναπληρωματικής υπατείας στους ιππείς πραιτωριανούς επάρχους (στους οποίους δινόταν και η ornamenta consularia όταν τελείωναν στο αξίωμά τους) τούς επέτρεπε να αποκαλούνται consul II, όταν αργότερα τους παραχωρείτο η κανονική υπατεία από τον Αυτοκράτορα. [23] Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω υποτίμηση του αξιώματος του υπάτου, σε σημείο που την εποχή της Δεσποτείας, η κατοχή μίας κανονικής υπατείας μερικές φορές έμενε έξω από τις επιγραφές, ενώ το αξίωμα τού αναπληρωτή υπάτου δεν καταγραφόταν σχεδόν ποτέ. [23]

Μετασχηματισμός της παραδοσιακής συγκλητικής τάξης Επεξεργασία

 
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος προσάρμοσε πολλές από τις πολιτικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχός του Διοκλητιανός.

Μία από τις βασικές αλλαγές στη διαχείριση της Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της Δεσποτείας, ήταν η μεγάλης κλίμακας αφαίρεση της παλαιού τύπου συμμετοχής συγκλητικών σε διοικητικές και στρατιωτικές λειτουργίες. Η διαδικασία ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις του Γαλλιηνού, ο οποίος αφαίρεσε τους συγκλητικούς από τις στρατιωτικές διοικήσεις, δίδοντάς τες στα χέρια των ιππέων. [24]

Επί Διοκλητιανού, ο μετασχηματισμός της τάξης των ιππέων πήγε ένα βήμα παραπέρα, με την απομάκρυνση των κληρονομικών συγκλητικών από τις περισσότερες διοικητικές, καθώς και στρατιωτικές, θέσεις (όπως του αντιπροσώπου της λεγεώνας, legatus legionis). Οι κληρονομικοί συγκλητικοί περιορίστηκαν σε διοικητικές θέσεις στην Ιταλία και σε μερικές γειτονικές επαρχίες (Σικελία, Αφρική, Αχαΐα και Ασία), παρά το γεγονός ότι οι ανώτερες διοικητικές θέσεις είχαν πολλαπλασιαστεί σημαντικά από τον τριπλασιασμό του αριθμού των επαρχιών και την ίδρυση διοικήσεων (dioceses) ως υπερ-επαρχιών. Ο αποκλεισμός της παλαιάς Ιταλικής αριστοκρατίας, συγκλητικών και ιππέων, από την πολιτική και στρατιωτική εξουσία που τη μονοπωλούσαν για πολλούς αιώνες, ήταν σε μεγάλο βαθμό πλήρης. Η Σύγκλητος έγινε πολιτικά ασήμαντη, αν και διατήρησε μεγάλο κύρος. [25]

Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Α΄ εισήγαγε εκ νέου μία περιορισμένη μορφή συγκλητικής σταδιοδρομίας, βασίζοντας τα αξιώματα σε προηγούμενα, αλλά με αλλαγμένες λειτουργίες. [26] Ξεκινώντας με το αξίωμα τού ταμία (quaestor), ένας ρόλος που είχε λειτουργήσει ως μορφή μαθητείας για έναν φιλόδοξο συγκλητικό κατά τη διάρκεια της Ηγεμονίας, υποβαθμίστηκε κατά τη διάρκεια της Δεσποτείας και ανατέθηκε στους γιους των συγκλητικών, με το νόμιμο όριο ηλικίας να έχει μειωθεί στα 16. Ακολουθούσε το αξίωμα τού υπάτου και/ή τού πραίτωρα. Το αξίωμα τού πραίτορα είχε επίσης χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής του, καθώς είχε αφαιρεθεί από τις νομικές του λειτουργίες, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια της Δεσποτείας σκοπός του ήταν πρωτίστως να οργανώσει τους Ρωμαϊκούς Αγώνες (Ludi Romani). [27]

Η πιο διάσημη θέση που θα μπορούσε να έχει ένας συγκλητικός υπό τη Δεσποτεία, ήταν αυτή του επάρχου της πόλεως (praefectus urbi) της Ρώμης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το αξίωμα απέκτησε μεγάλη ισχύ, καθώς η Αυτοκρατορική αυλή απομακρύνθηκε από την πόλη της Ρώμης, πράγμα που σημαίνει ότι οι έπαρχοι δεν ήταν πλέον υπό την άμεση εποπτεία του Αυτοκράτορα. Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η επιστροφή των κυβερνητών των επαρχιών (recor provinciae) στη συγκλητική τάξη, με τις μεγαλύτερες ή πιο σημαντικές επαρχίες να παραδίδονται σε εκείνους τους συγκλητικούς, που είχαν πρώτα μία κανονική υπατεία. Ωστόσο, σε αντίθεση με την εποχή της Ηγεμονίας, ο ρόλος τού κυβερνήτη ήταν πολύ μειωμένος, καθώς ήταν ένας καθαρά πολιτικός αξιωματούχος χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα και με επαρχίες πολύ μειωμένες σε μέγεθος. Ο αριθμός αυξήθηκε από τις περίπου 50 προϋπάρχουσες επαρχίες σε περίπου 100. [28]

Η παρακμή των λειτουργιών που επιτελούσαν οι παλαιές αριστοκρατικές συγκλητικές οικογένειες που ενεργούσαν συλλογικά με τον Αυτοκράτορα στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας, αντισταθμίστηκε από την άνοδο μίας διευρυμένης Αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, που υπηρετούσε τον Αυτοκράτορα σε υποτελή ρόλο. Ανάμεσα στους κυβερνήτες και τους Αυτοκράτορες παρεμβαλλόταν ο εκπρόσωπος (vicarius) και, επάνω από αυτόν, ο πραιτωριανός έπαρχος, που και οι δύο ήταν πολιτικοί (μη στρατιωτικοί) ρόλοι. Η διαίρεση μεταξύ των επαρχιών που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Συγκλήτου και εκείνων που τελούσαν υπό την εξουσία του Αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της Ηγεμονίας είχε λήξει. Τώρα όλες οι επαρχίες, οι διοικήσεις και οι πραιτωριανές επαρχίες ήταν υπό την εξουσία του Αυτοκράτορα. [29] Οι πραιτωριανοί έπαρχοι είχαν ευρύ φάσμα διοικητικών, οικονομικών, δικαστικών και νομοθετικών εξουσιών. Οι επαρχιακοί κυβερνήτες διορίζονταν κατόπιν σύστασής του, και από αυτόν εξαρτιόταν η απόλυσή τους, με την επιφύλαξη της έγκρισης της Συγκλήτου. Οι μόνοι πολιτικοί αξιωματούχοι που δεν τελούσαν υπό την άμεση εποπτεία των πραιτωριανών επάρχων ήταν οι ανθύπατοι κυβερνήτες της Αφρικής, της Αχαΐας και της Ασίας, μαζί με τον έπαρχο της πόλης. [30]

Ο αυξανόμενος διοικητικός μηχανισμός γύρω από τον Αυτοκράτορα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των γραφειοκρατικών λειτουργιών. Αυτοί οι κρατικοί αξιωματούχοι πληρώνονταν αρχικά τόσο σε τρόφιμα όσο και με χρήματα, αλλά κατά τη διάρκεια της Δεσποτείας, το σιτηρέσιο (annona, μερίδα φαγητού) μετατράπηκε σε χρήματα. Οι μισθοί τους λοιπόν κατανάλωναν ένα σημαντικό κομμάτι του Αυτοκρατορικού προϋπολογισμού. Αν και δεν είναι διαθέσιμοι οι ακριβείς αριθμοί, εικάζεται ότι η κρατική γραφειοκρατία στην επαρχότητα του πραιτωρίου της Ανατολής και την επαρχότητα του πραιτωρίου του Ιλλυρικού, συμπεριλαμβανομένων των επιτελείων της διοίκησης και του επαρχιακού κυβερνήτη, θα αποτελούνταν από περίπου 10.000 άτομα. [31] Αυτός ο αριθμός δεν περιελάμβανε το προσωπικό των στρατιωτικών διοικητών ή των οικονομικών και άλλων κεντρικών λειτουργιών, και έρχεται σε αντίθεση με τους εκτιμώμενους 300 κρατικούς γραφειοκράτες, που απασχολούνταν σε όλες τις επαρχίες κατά την περίοδο των Ιουλιο-Κλαυδιανών Αυτοκρατόρων. [32]

Μεταξύ των σημαντικότερων γραφείων υπό τη Δεσποτεία ήταν τα εξής:

  • Quaestor sacri palatii (υπεύθυνος για τη σύνταξη των νόμων και των Αυτοκρατορικών εγγράφων, που απαντούν σε αιτήματα)
  • Magister officiorum (υπεύθυνος για τη διαχείριση των τμημάτων γραμματείας στο παλάτι, τη διεξαγωγή αυλικών τελετών και τον έλεγχο του ειδικού τμήματος που ασχολείτο με τις τελετουργικές ρυθμίσεις και τις αυτοκρατορικές ακροάσεις)
  • Magistri scriniorum (γραμματείς του Αυτοκράτορα, που ανήκουν στα γραφεία memoriae, epistularum και libellorum).
  • Praepositus sacri cubiculi (θαλαμηπόλος του Αυτοκράτορα, που ασκούσε γενική εξουσία σε όλους τους υπαλλήλους που συνδέονταν με την Αυτοκρατορική αυλή).

Όλα τα σημαντικά αξιώματα συνεπάγονταν αυτόματα την είσοδο στη Σύγκλητο, διαβρώνοντας έτσι περαιτέρω τη θέση των παραδοσιακών αριστοκρατικών Συγκλητικών οικογενειών της Ηγεμονίας υπό τη Δεσποτεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα συγκλητικό σώμα περίπου 2.000 μελών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α΄, [26] και αυτοί οι αριθμοί αυξήθηκαν όταν έγιναν δύο συγκλητικά σώματα, ένα στην Παλαιά Ρώμη και ένα στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).

Όλοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι στην Αυτοκρατορική γραφειοκρατία ανήκαν σε μία από τις τρεις τάξεις ή βαθμούς που εισήγαγε ο Κωνσταντίνος Α΄ – οι εκλαμπρότατοι (illustres), οι αξιολογότατοι (spectabiles) και οι διασημότατοι (clarissimi), που ήταν όλοι αυτόματα μέλη της συγκλητικής τάξης. Οι επικεφαλής των μεγάλων κεντρικών πολιτικών υπουργείων, ο μάγιστρος του στρατού (magistri militum) και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές υψηλού επιπέδου, καθώς και ο praepositus sacri cubiculi εκφωνούνταν όλοι ως εκλαμπρότατοι, τον υψηλότερο από τους νέους συγκλητικούς βαθμούς. Η δεύτερη βαθμίδα (οι αξιολογότατοι) ανατέθηκε σε μία μεγάλη ομάδα δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των ανθυπάτων, των βικαρίων, των στρατιωτικών διοικητών στις επαρχίες και του magistri scriniorum. [33]

Η βαθμίδα εισαγωγικού επιπέδου, οι διασημότατοι, ήταν το ελάχιστο προσόν για τη συμμετοχή στη Σύγκλητο. Απονεμόταν αυτόματα στον κυβερνήτη μίας επαρχίας και σε μυριάδες άλλους κατώτερους αξιωματικούς. Τον κατείχε μεγάλος αριθμός κατώτερων αυτοκρατορικών δημοσίων υπαλλήλων, και επίσης τους απονεμόταν μετά τη συνταξιοδότησή τους. Η γενναιοδωρία των Αυτοκρατόρων στην παραχώρηση του διασημοτάτου (clarissimus) επέφερε τη σταδιακή διάβρωση της αξίας του. Ως αποτέλεσμα, οι Αυτοκράτορες άρχισαν να ανεβάζουν πολλούς αξιωματούχους τού βαθμού τού διασημότατου στην τάξη των αξιολογοτάτων, κάτι που με τη σειρά του μείωσε την αξία της υψηλότερης βαθμίδας των εκλαμπροτάτων. Αυτή η πληθωριστική πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας νέας συγκλητικής βαθμίδας πριν από τα μέσα του 6ου αι, αυτή των ενδοξοτάτων (gloriosi). Ανώτεροι σε βαθμολόγηση από τους εκλαμπροτάτους, όλοι οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι αναβαθμίστηκαν σε αυτόν τον βαθμό. [34]

Στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις Επεξεργασία

 
Η αρχική δομή διοίκησης του Ύστερου Ρωμαϊκού στρατού, με έναν μάγιστρο ιππικού (magister equitum) και έναν μάγιστρο πεζικού ( magister peditum) ξεχωριστά στη μεταγενέστερη μία θέση του γενικού μαγίστρου τού στρατού (magister militum) στη δομή διοίκησης του στρατού της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Υπό την Ηγεμονία, οι επαρχίες που περιείχαν λεγεώνες υπάγονταν στην ανθυπατική εξουσία τού Αυτοκράτορα, ο οποίος διαχειριζόταν αυτές τις επαρχίες μέσω καθορισμένων αντιπροσώπων (legatus Augusti pro praetore), ενώ οι μονάδες που στάθμευαν στη Ρώμη ήταν υπό την εξουσία του πραιτωριανού επάρχου. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 3ου αι., μεγαλύτερη εξουσία στα Αυτοκρατορικά στρατιωτικά ζητήματα παραχωρήθηκε στους πραιτωριανούς επάρχους, [35] ενώ οι Αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι εκμεταλλεύτηκαν την αποδυναμωμένη κεντρική εξουσία, για να χρησιμοποιήσουν τα στρατεύματα υπό τις διαταγές τους, ώστε να επαναστατήσουν εναντίον του Αυτοκράτορα και να διεκδικήσουν τον αυτοκρατορικό τίτλο για τον εαυτό τους.

Ήταν ο Διοκλητιανός, που αρχικά χώρισε τον στρατιωτικό διοικητικό μηχανισμό από την πολιτική διοίκηση, για να μετριάσει τον κίνδυνο τού να επιχειρήσουν μελλοντικοί αυτοκρατορικοί κυβερνήτες ή πραιτωριανοί έπαρχοι να καταλάβουν τον θρόνο με τη βία, και στη συνέχεια αναδιοργάνωσε και τους δύο. [36] Κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας, οι πραιτωριανοί έπαρχοι ήταν οι κορυφαίοι διοικητές του Αυτοκράτορα, που κατατάσσονταν ακριβώς κάτω από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα σε αξίωμα. Ενώ οι έπαρχοι αρχικά υπηρετούσαν ως δεύτεροι στην εξουσία του Αυτοκράτορα σε όλα τα ζητήματα της αυτοκρατορικής διοίκησης (στρατιωτικά, αστικά, δικαστικά, φορολογικά κ.λπ.), κατά τη διάρκεια της Δεσποτείας σταδιακά αφαιρέθηκαν τμήματα της εξουσίας τους και παραχωρήθηκαν σε άλλους αξιωματούχους: οι μάγιστροι του στρατού ανέλαβαν τις στρατιωτικές υποθέσεις και ο μάγιστρος των γραφείων ανέλαβε την κεντρική πολιτική διοίκηση. [37] Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν αποτέλεσμα τόσο της έλλειψης αξιωματούχων, κατάλληλων για τα ευρέως φάσματος καθήκοντα του επάρχου, όσο και της επιθυμίας να μειωθεί η πιθανή διεκδίκηση της εξουσίας του Αυτοκράτορα, που θα έθετε ένας ισχυρός έπαρχος. [38]

Τις επόμενες μεταρρυθμίσεις ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος αναδιοργάνωσε την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Δύο σημαντικά μέρη της μεταρρύθμισης είναι εμφανή: ο διαχωρισμός των στρατιωτικών διοικητών από την πολιτική διοίκηση και η διαίρεση του στρατού σε δύο τάξεις: τις Στρατιές Πεδίου (comitatenses) και τα Συνοριακά Στρατεύματα (limitanei). [39] Οι Στρατοί Πεδίου χρησίμευαν ως στρατηγικό εφεδρικό απόθεμα της Αυτοκρατορίας, για να ανταποκριθεί αυτή σε κρίσεις όπου μπορούσαν να προκύψουν, ενώ τα Συνοριακά Στρατεύματα ήταν μόνιμα τοποθετημένα κατά μήκος των συνόρων της Αυτοκρατορίας (limes). Από τις τάξεις των Στρατιών Πεδίου στρατολογούντο οι μονάδες των Ανακτορικών Στρατευμάτων (Palatini), οι οποίες συνόδευαν τον Αυτοκράτορα καθώς ταξίδευε σε όλη την Αυτοκρατορία, λειτουργώντας ως διάδοχοι της Πραιτωριανής Φρουράς της εποχής της Ηγεμονίας. [40]

Την ίδια περίπου εποχή, ο Κωνσταντίνος Α΄ καθιέρωσε τους νέους στρατιωτικούς ρόλους του μάγιστρου του στρατού (magister militum), που ήταν οι ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές της Αυτοκρατορίας. Ξεκινώντας με τον επικεφαλής των στρατευμάτων πεδίου, ο μάγιστρος του πεζικού (magister peditum) και έναν για τα πιο διάσημα στρατεύματα ιππικού, ο μάγιστρος του ιππικού (magister equitum), οι δύο αυτοί καθιερώθηκαν σε καθεμία από τις τέσσερις πραιτωριανές επαρχίες. Με την πάροδο του χρόνου, οι αριθμοί και οι τύποι των μαγίστρων θα διέφεραν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Η ίδρυση αποκλειστικά στρατιωτικών αξιωματούχων προέβλεπε μία πιο επαγγελματική στρατιωτική ηγεσία. Οι μάγιστροι κατατάχθηκαν όλοι ως εκλαμπρότατοι (illustres).

  • Στην Ανατολή, στα τέλη του 4ου αι., υπήρχαν μάγιστροι του στρατού, στο Ιλλυρικό (per Illyricum), στη Θράκη (per Thracias) και στην Ανατολή (per Orientem). Καθένας από αυτούς τους τρεις μαγίστρους ασκούσε ανεξάρτητη διοίκηση σε έναν από τους τρεις Στρατούς Πεδίου της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν επίσης δύο μάγιστροι του στρατού επί τη παρουσία (in praesenti), που συνόδευαν τον Ανατολικό Αυτοκράτορα και που ο καθένας διοικούσε τα μισά στρατεύματα του Παλατιού. Καθένας από τους πέντε μαγίστρους ήταν ίσου βαθμού. [41]
  • Στη Δύση, υπήρχαν αρχικά τέσσερις μάγιστροι του στρατού: για το πεζικό και για το ιππικό στη Γαλατία (per Gallias) και στην Ιταλία (per Italiam). Με την πάροδο του χρόνου, έγινε πιο σύνηθες για τα αξιώματα (πεζικού και ιππικού) να συνδυάζονται κάτω από ένα μόνο άτομο, που ονομαζόταν μάγιστρος του ιππικού και του πεζικού (magister equitum et peditum) ή μάγιστρος και των δύο στρατευμάτων (magister utriusquae militiae). Την εποχή του Στιλίχωνος, ο μάγιστρος και των δύο υπηρεσιών ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της Δύσης, κατατασσόμενος μόνο κάτω από τον Αυτοκράτορα και επάνω από όλους τους άλλους στρατιωτικούς διοικητές, και διοικητής των μισών στρατευμάτων του Παλατιού. Ο μάγιστρος του ιππικού διοικούσε πάνω από τα μισά στρατεύματα του Παλατιού και τον Στρατό Πεδίου της Γαλατίας, αλλά ακόμη υπό τη διοίκηση του μαγίστρου και των δύο Υπηρεσιών. [41]

Για να υποστηρίξει τους μαγίστρους του στρατού, η Αυτοκρατορία ίδρυσε αρκετούς κόμητες των στρατιωτικών πραγμάτων (comes rei militaris). Υπήρχαν έξι τέτοιοι στρατιωτικοί κόμητες σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι κόμητες των στρατιωτικών κατατάχθηκαν όλοι ως αξιολογότατοι (spectabiles).

  • Εντός της Ανατολής, υπήρχε μόνο ένας κόμης των στρατιωτικών: ο κόμης των στρατιωτικών της Αιγύπτου (comes rei militaris Aegypti). Σε αντίθεση με τους κόμητες των στρατιωτικών της Δύσης, αυτός ο κόμης διοικούσε τα Συνοριακά Στρατεύματα που στάθμευαν στην Αίγυπτο και αναφέρονταν απευθείας στον Ανατολικό Αυτοκράτορα.
  • Εντός της Δύσης, υπήρχαν έξι τέτοιοι κόμητες των στρατιωτικών, ένας για κάθε έναν από τους πέντε Στρατούς Πεδίου στην Ιλλυρία, την Αφρική, τη Μαυριτανία Τινγκιτάνα, την Ισπανία και τη Βρετανία. Ο έκτος κόμης των στρατιωτικών, ο κόμης της Σαξονικής Ακτής (comes littoris Saxonici per Britanniam), διοικούσε τα Συνοριακά Στρατεύματα κατά μήκος των δύο πλευρών της Μάγχης και υπαγόταν στον κόμη της Βρετανίας. Οι πέντε τακτικοί κόμητες των στρατιωτικών υπαγόταν στον μάγιστρο και των δύο Υπηρεσιών.

Τα διάφορα Συνοριακά Στρατεύματα ήταν υπό τη διοίκηση των συνοριακών δουκών (duces limitis). Αυτοί οι διοικητές ήταν οι πιο κοντινοί σε λειτουργία με τους αυτοκρατορικούς αντιπροσώπους της εποχής της Ηγεμονίας. [42] Στους περισσότερους δούκες δόθηκε η διοίκηση των δυνάμεων σε μία μόνο επαρχία, ενώ μερικοί (λίγοι) έλεγχαν περισσότερες από μία επαρχίες. Στην Ανατολή, οι δούκες υπάγονταν στον μάγιστρο του στρατού της περιοχής τους, ενώ στη Δύση υπάγονταν στον αντίστοιχο κόμη των στρατιωτικών.

Θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις Επεξεργασία

Η Δεσποτεία είδε τεράστιες αλλαγές στην επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας από την προηγούμενη πανθεϊστική Ηγεμονία. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η ανάδειξη μίας υπέρτατης θεότητας, που όλοι οι λαοί της Αυτοκρατορίας έπρεπε να λατρεύουν. Σύμφωνα με τον Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ,

«Ενώ σε όλες τις αρχαίες μοναρχίες η θρησκεία και η για τα ιερά περισυλλογή ήταν πολιτική, αλλά και κοινωνική δύναμη, η θέση της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα νέο πράγμα στον κόσμο, παρουσιάζοντας τέτοια προβλήματα, τα οποία κανένας ηγεμόνας δεν είχε μέχρι τώρα αντιμετωπίσει και για το οποίο καμία προηγούμενη εμπειρία δεν προσέφερε λύση. Η ιστορία της Αυτοκρατορίας θα ήταν βαθιά διαφορετική, αν η Εκκλησία είχε παραμείνει τόσο ανεξάρτητη από το Κράτος, όσο πριν από τον Κωνσταντίνο Α΄. Αλλά οι αιρέσεις και τα σχίσματα και η θρησκευτική μισαλλοδοξία από τη μια πλευρά, και η επιθυμία του Δεσπότη [Αυτοκράτορα] να ελέγχει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις από την άλλη, επέφερε μία στενή ένωση Κράτους και Εκκλησίας, που άλλαξε τον χαρακτήρα και το πνεύμα του Κράτους και αποτελούσε ίσως την πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της πρώιμης και της μεταγενέστερης Αυτοκρατορίας» [43]

Οι απαρχές της αλλαγής ξεκίνησαν στη βασιλεία του Αυρηλιανού, ο οποίος προώθησε τη λατρεία του Ανίκητου Ήλιου (Sol Invictus) ως την υπέρτατη θεότητα της Αυτοκρατορίας. [11] Αν και η λατρεία του Sol Invictus δεν αφαίρεσε τη λατρεία προς τους παραδοσιακούς Ρωμαϊκούς θεούς, θεωρήθηκε ως σημάδι Αυτοκρατορικής ευνοιοκρατίας και οι Αυτοκράτορες συνέδεσαν τη λατρεία του Ηλίου με την ευημερία του κράτους και τις συνεχιζόμενες στρατιωτικές νίκες της Αυτοκρατορίας. [44]

Στη συνέχεια, ήταν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Διοκλητιανού, που η λατρεία του Αυτοκράτορα υιοθετήθηκε πλήρως από τους Αυτοκράτορες, ως μέθοδος έκφρασης πίστης στο κράτος. [45] Προηγουμένως, οι αποβιώσαντες Αυτοκράτορες λατρεύονταν ως θεϊκοί (divus) σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι ζωντανοί Αυτοκράτορες λατρεύονταν ως θεοί στο ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας από την εποχή του Αυγούστου, αλλά αυτό δεν ενθαρρυνόταν επίσημα κατά τη διάρκεια της Ηγεμονίας και δεν εισήχθη στην Ιταλία. Ήταν ο Διοκλητιανός που το άλλαξε, για να έχει τη λατρεία των ζώντων Αυτοκρατόρων ως επίσημο μέρος του θρησκευτικού πλαισίου ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. [46] Για να διευκολυνθεί αυτό, ο Διοκλητιανός συνδέθηκε με τον θεό Δία, ενώ ο συνάδελφός του Μαξιμιανός συνδέθηκε με τον Ηρακλή. [47]

Ήταν υπό τον Κωνσταντίνο Α΄, που ο θρησκευτικός μετασχηματισμός άρχισε να παίρνει μορφή κατά την ύστερη Δεσποτεία, αρχικά με τον Κωνσταντίνο Α΄ να ευνοεί επίσημα τη λατρεία μίας μοναδικής θεότητας στη μορφή του Ανίκητου Ήλιου (Sol Invictus). [48] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η ταύτιση του Ανίκητου Ήλιου -ως κύριου θεού- άρχισε να συγχωνεύεται με τον Χριστιανικό Θεό. [49] Για να αποφύγει να προσβάλει τους Χριστιανούς, ο Κωνσταντίνος Α΄ εγκατέλειψε την επίσημη αξίωση του Αυτοκράτορα ως θεϊκού και έπαψε να απαιτεί θυσίες στον ηγεμόνα, που αποτελούσαν μέρος της Αυτοκρατορικής λατρείας. [50] Σε μία προσπάθεια να απευθυνθεί τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους εθνικούς ("ειδωλολάτρες"), ο Κωνσταντίνος Α΄ υιοθέτησε δύο νέα θρησκευτικά σύμβολα στην Αυτοκρατορική εικονογραφία, με τη μορφή του Χι Ρο και του λαβάρου. [51] Μέχρι το τέλος του Κωνσταντίνου Α΄ το 337, αυτή η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό, με τον Κωνσταντίνο Α΄ να ασπάζεται επίσημα τον Χριστιανισμό στην επιθανάτια κλίνη του.

Στην Αυτοκρατορική αυλή, οι Χριστιανοί άρχισαν αδιακρίτως να ευνοούνται, εις βάρος των εθνικών (ειδωλολατρών). Αυτό δεν άρχισε να παρεμποδίζει την άνοδο των εθνικών αυλικών αμέσως, δηλ. μετά την ήττα του Μαξέντιου το 312, καθώς τα πλήρη αποτελέσματα δεν ήταν ορατά. Η παρεμπόδιση έγινε με την απαγόρευση της εθνικής θρησκείας ("παγανισμού") στα τέλη του 4ου αι. [51] Τελικά, ως αποτέλεσμα της Αυτοκρατορικής προστασίας του Κωνσταντίνου Α΄ και ιδιαίτερα των γιων του, ο Χριστιανισμός αναδείχθηκε γρήγορα ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, αν και πολλά υπολείμματα της Αυτοκρατορικής λατρείας χρειάστηκαν κάποιο χρόνο για να λησμονηθούν, όπως το ότι οι Αυτοκράτορες εξακολουθούσαν να αναλαμβάνουν τον ρόλο του Μεγίστου Αρχιερέως (Pontifex Maximus) των εθνικών (παγανιστικών) λατρειών, μέχρι το 381. [51]

Την εποχή του Θεοδοσίου Α΄ η οργάνωση της Αυτοκρατορικής Εκκλησίας είχε ευθυγραμμιστεί με την πολιτική διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Κάθε πόλη είχε έναν επίσκοπο, κάθε επαρχία είχε έναν μητροπολίτη και κάθε διοίκηση είχε έναν έξαρχο. [52] Στο επίπεδο των πραιτωριανών επαρχιών βρίσκοντο περίπου τα πέντε Πατριαρχεία. Για την ακρίβεια, η εξουσία του επισκόπου της Ρώμης εκτεινόταν σε ολόκληρο το δυτικό (λατινικό) μισό της Αυτοκρατορίας και περιλάμβανε την πραιτοριανή επαρχία του Ιλλυρικού. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε την εποπτεία των αστικών επισκοπών Θράκης, Πόντου και Ασίας. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αντιστοιχούσε στη Μητρόπολη Αιγύπτου. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας είχε δικαιοδοσία στην πλειονότητα της πραιτωριανής επαρχίας της Ανατολής, ενώ το μικρότερο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ κυριαρχούσε στις τρεις Παλαιστινιακές επαρχίες. [53]

Οι Αυτοκράτορες, με τον καιρό, παραχώρησαν πολλά προνόμια στον κλήρο και τις εκκλησίες. Πρώτον, όλοι οι κληρικοί, όπως και οι κάτοχοι των εθνικών (παγανιστικών) θρησκευτικών αξιωμάτων, απαλλάσσονταν από τη φορολογία. Δεν τέθηκαν περιορισμοί στις εκκλησίες, που δέχονταν κληροδοτήματα μέσω διαθηκών και τους δόθηκαν τα ίδια δικαιώματα, που είχαν οι εθνικοί (ειδωλολατρικοί) ναοί, όσον αφορά τη χορήγηση ασύλου σε όποιον το ζητούσε. Οι επίσκοποι είχαν το δικαίωμα να ενεργούν ως δικαστές σε αστικές υποθέσεις, όταν και τα δύο μέρη είχαν συμφωνήσει, και δεν επιτρεπόταν καμία έφεση, μόλις ο επίσκοπος εξέδιδε την απόφασή του. Το κράτος έκανε ολοένα και μεγαλύτερη χρήση των εκκλησιαστικών αρχών στην τοπική αυτοδιοίκηση, λόγω της παρακμής της πολιτικής ζωής των αστικών κοινοτήτων, που συνέπεσε με την αυξανόμενη τοπική επιρροή των επισκόπων. Τέλος, στους επισκόπους δόθηκε ο ίδιος ρόλος με αυτόν του υπερασπιστή της πόλης (defensor civitatis), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την προστασία των φτωχών από την εκμετάλλευση από κυβερνητικούς αξιωματούχους και την υπεράσπισή τους από άλλα ισχυρά άτομα, και ο επίσκοπος μπορούσε να φέρει τις περιπτώσεις παρανομίας απευθείας στον Αυτοκράτορα. [54]

Υποβιβασμός της Ρώμης ως πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας Επεξεργασία

Ένα από τα πιο ορατά σημάδια των αλλαγών που επέφερε η Δεσποτεία, ήταν η υποβάθμιση της Ρώμης από το καθεστώς της ως επίσημης κατοικίας του Αυτοκράτορα. Αυτό το πράγμα είχε ήδη καθιερωθεί από τον Γαλλιηνό το 260, ο οποίος μετέφερε την Αυτοκρατορική αυλή στο Mεδιόλανον ως απάντηση σε μία ύποπτη μελλοντική επίθεση από τον σφετεριστή Πόστουμο, καθώς και για την υπεράσπιση της Ιταλίας από τις καταστροφές των Αλαμαννών. [55]

Η Ρώμη θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως μία πολύ μακρινή κατοικία για τον Αυτοκράτορα, όταν μπορούσαν να ξεσπάσουν προβλήματα κατά μήκος οποιουδήποτε από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Στα δυτικά, το Mεδιόλανον θεωρήθηκε πολύ καλύτερη στρατηγική πόλη για την έδρα του Αυτοκράτορα, καθώς έδινε καλή πρόσβαση μέσω των Άλπεων προς τα βόρεια τόσο στις παραδουνάβιες επαρχίες στα ανατολικά, όσο και στις επαρχίες του Ρήνου και στη Γαλατία στα δυτικά. Επιπλέον, ήταν καλά τοποθετημένο για να προφυλάσσεται από εισβολές μέσω των Αλπικών περασμάτων. [56] Αυτή η απόφαση επιβεβαιώθηκε, όταν ο Διοκλητιανός ίδρυσε την τετραρχία, όπου ο συνάδελφός του Μαξιμιανός έκανε ανεπίσημα το Mεδιόλανον ως την επίσημη κατοικία του Δυτικού Αυτοκράτορα. [57] Ο Διοκλητιανός, έχοντας επίγνωση ότι η Περσική απειλή για τις ανατολικές επαρχίες απαιτούσε συνεχή Αυτοκρατορική παρουσία, τοποθέτησε την ανατολική του πρωτεύουσα στην πόλη Νικομήδεια. Εν τω μεταξύ, οι Καίσαρες είχαν επίσης αυτοκρατορικές κατοικίες - ο Κωνστάντιος Α΄ είχε έδρα τους Τρεβήρους (Τρηρ), ενώ ο Γαλέριος εγκατέστησε την κατοικία του στο Σίρμιον. [58]

Μετά την εξάλειψη της τετραχίας, ο Κωνσταντίνος Α΄ τοποθέτησε αρχικά την Αυτοκρατορική του πρωτεύουσα στη Σερδική (Σόφια) πριν κτίσει μία νέα Αυτοκρατορική πρωτεύουσα στη θέση της παλαιάς, Ελληνικής πόλης του Βυζαντίου. Ονομάζοντάς την Νέα Ρώμη, σε αντίθεση με την Παλαιά Ρώμη αντικατέστησε τελικά τη γειτονική Νικομήδεια ως τόπο κατοικίας του Αυτοκράτορα στα ανατολικά το 330. [59] Η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη θα παρέμενε πρωτεύουσα των ανατολικών επαρχιών καθ' όλη την περίοδο της Δεσποτείας.

Στα δυτικά, το Mεδιόλανον συνέχισε να είναι η Αυτοκρατορική κατοικία, έως ότου οι επανειλημμένες εισβολές του Aλάριχου ανάγκασαν τον δυτικό Αυτοκράτορα Ονόριο να εγκατασταθεί στην ισχυρά οχυρωμένη πόλη της Ραβέννας το 402. [60] Η Ραβέννα παρέμεινε η δυτική Αυτοκρατορική πρωτεύουσα μέχρι την κατοχή της Ιταλίας το 476 από τους Οστρογότθους. Αν και η Παλαιά Ρώμη επανενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία από τον Ιουστινιανό Α΄ το 540, ήταν η Ραβέννα, που επιλέχθηκε ως η επίσημη κατοικία του εξάρχου, του κυβερνήτη που εκπροσωπούσε τον Αυτοκράτορα στην Ιταλία. Η Ραβέννα θα διατηρούσε αυτή τη θέση μέχρι το 751, όταν η Αυτοκρατορία έχασε τελικά τις κεντρικές ιταλικές επαρχίες από τους Λομβαρδούς.

Αλλαγές στην επίκληση (προσφώνηση) Επεξεργασία

Ο Διοκλητιανός και οι συναύγουστοι συνάδελφοί του και διάδοχοί του έδειξαν ανοιχτά το γυμνό πρόσωπο της Αυτοκρατορικής εξουσίας. Σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τον πιο μετριοπαθή τίτλο του princeps, δηλ. πρώτου (της Συγκλήτου), υιοθέτησαν τη λατρεία των ηγεμόνων της αρχαίας Αιγύπτου και της Περσίας και, άρχισαν να φορούν ενδύματα και υποδήματα με κοσμήματα, σε αντίθεση με την απλή toga praetexta που χρησιμοποιούσαν οι Αυτοκράτορες της Ηγεμονίας.

Οι Αυτοκράτορες κατοικούσαν σε πολυτελή ανάκτορα (τα ερείπια του τεράστιου ανακτόρου του Διοκλητιανού στη Δαλματία σώζονται μέχρι σήμερα, βλ. Παλάτι του Διοκλητιανού) και περιβάλλοντο από μία αυλή ατόμων, που μόνο χάρη στην εύνοια και την εγγύτητα του Αυτοκράτορα, απέκτησαν τους υψηλότερους τιμητικούς τίτλους και τις υψηλότερες γραφειοκρατικές λειτουργίες. Στην πραγματικότητα, πολλά αξιώματα που συνδέονταν με την παλατινή ζωή και που υποδήλωναν στενή σχέση με τους βασιλείς ανέπτυξαν τελικά συνειρμούς εξουσίας, όπως τα αξιώματα του αρχιθαλαμηπόλου και του κοντόσταυλου. Οι τίτλοι του συγκλητικού και του υπάτου, μετά την απώλεια κάθε υπολείμματος πολιτικής δύναμης που είχαν στην Ηγεμονεία, έγιναν απλές τιμές στην μετέπειτα Αυτοκρατορία.

Ο ιστορικός Ντέιβιντ Πότερ περιγράφει τη μεταμόρφωση της διακυβέρνησης από τον Διοκλητιανό, όταν περιγράφει τις αλλαγές στα μέσα που χρησιμοποίησε ο Αυτοκράτορας για να επιδείξει τη δύναμή του (σε αυτή την περίπτωση το κτίσιμο ενός τεράστιου νέου παλατιού στο Σίρμιο):

Το ύφος της διακυβέρνησης που περιγράφτηκε τόσο αξιομνημόνευτα από τον Μάρκο, με το οποίο ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να φανεί ως πρότυπο σωστού αριστοκράτη, είχε δώσει τη θέση του σε ένα ύφος, στο οποίο ο αυτοκράτορας θεωρούνταν διαφορετικός από όλους τους άλλους θνητούς. Η οικία του δεν θα μπορούσε πλέον να είναι μία πιο μεγάλη εκδοχή μίας οικίας, όπως ζουν οι άλλοι άνθρωποι: έπρεπε, όπως εκείνος, να είναι διαφορετική σε όλα.

Η υιοθέτηση τού τίτλου τού Δεσπότη (Dominus) ως επίσημου, αντανακλούσε το θεϊκό καθεστώς (divus) που έχει καταλήξει να αποτελεί προνόμιο της Αυτοκρατορικής θέσης. Αρχικά μία εξαιρετική τιμή, που απονέμετο από τη Σύγκλητο σε έναν Αυτοκράτορα μετά θάνατον, μετά διδόταν σε έναν Αυτοκράτορα που επρόκειτο να αποθεωθεί, ενώ ζούσε ακόμη. Για να αποτρέψουν τις εξεγέρσεις και τους σφετερισμούς της Κρίσης του 3ου αι., οι Αυτοκράτορες αναζήτησαν το είδος της θεϊκής νομιμότητας, που επικαλούνταν οι ανατολικές μοναρχίες.

Οι Αυτοκράτορες εισήγαγαν τελετουργίες, όπως το να γονατίζουν οι υπήκοοι μπροστά στον Αυτοκράτορα και να φιλούν το κράσπεδο τού αυτοκρατορικού ενδύματος (προσκύνησις). Ακόμη και ορισμένοι Χριστιανοί Αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Α΄, τιμούνταν μετά θάνατον. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά το 476, η συμβιωτική σχέση μεταξύ του Αυτοκρατορικού Στέμματος και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη οδήγησε στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τού μεσαιωνικού Ρωμαϊκού κράτους. Ο Αναστάσιος Α' ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που ήταν γνωστός ότι αποθεώθηκε (έγινε divus) κατά το τέλος του (518). Ο τίτλος φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί στη συνέχεια, λόγω της πνευματικής του ακαταλληλότητας (βλ. Αυτοκρατορική λατρεία της αρχαίας Ρώμης για περισσότερα σχετικά με την αποθέωση των Ρωμαίων ηγετών). Ο τελευταίος ηγεμόνας που χρησιμοποίησε τον τίτλο ο Δεσπότης Ημών (Dominus Noster) ήταν ο Ιουστινιανός Α΄ (απεβ. 565), δίνοντας τη θέση του στον τίτλο τού Βασιλέως. Στο Ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄, το σύστημα της Δεσποτείας εξελίχθηκε σε αυταρχικό απολυταρχισμό. [61]

Ωστόσο σε αντίθεση με την πρότερη κατάσταση στην Ηγεμονία, οι Αυτοκράτορες στη Δεσποτεία δεν μπορούσαν να αποθεωθούν, εκτός από τις δύο πρώτες δεκαετίες και τη βασιλεία του Ιουλιανού, καθώς τώρα πια ήταν η Χριστιανική περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ένα άλλο σαφές σύμπτωμα της αναβάθμισης του Αυτοκρατορικού καθεστώτος, ήταν η έννοια του Αυτοκράτορα ως ενσάρκωσης του μεγαλείου της Ρώμης. έτσι η βλάβη κατά τού Αυτοκράτορα (lèse majesté) έγινε εσχάτη προδοσία. 

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Menne, I., Power and Status in the Roman Empire, AD 193–284 (2011) p. 21
  2. Kuhoff, Wolfgang (2002). "Die diokletianische Tetrarchie als Epoche einer historischen Wende in antiker und moderner Sicht". International Journal of the Classical Tradition. 9 (2): 177–178. doi:10.1007/BF02898434 JSTOR 30224306
  3. Lee, A. D., From Rome to Byzantium AD 363 to 565: The Transformation of Ancient Rome (2013) p. xiii
  4. Mitchell, S., A History of the Later Roman Empire, AD 284–641 (2014), Chapter 1
  5. Cambridge Ancient History, Vol. XI, The High Empire (2008) p. 82
  6. Shorter, D., Rome and her Empire (2014) p. 174
  7. Cambridge Ancient History, Vol. XI, The High Empire (2008) p. 81
  8. Watson, A., Aurelian and the Third Century (2004) p. 188
  9. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 12–13
  10. Bray, J. J., Gallienus: A Study in Reformist and Sexual Politics (1997) p. 2; Körner, C., Aurelian (A.D. 270–275), De Imperatoribus Romanis (2001)
  11. 11,0 11,1 Körner, C., Aurelian (A.D. 270–275), De Imperatoribus Romanis (2001)
  12. Bray, J. J., Gallienus: A Study in Reformist and Sexual Politics (1997) pp. 2–3
  13. Bennett, J. Trajan, Optimus Princeps: A Life and Times (1997) pp.108-111
  14. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 246
  15. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 25
  16. Bury, J. B., A History of the Roman Empire from its Foundation to the Death of Marcus Aurelius (1893) pp. 28–30
  17. Bury, J. B., A History of the Roman Empire from its Foundation to the Death of Marcus Aurelius (1893) pp. 23–26
  18. Bury, J. B., A History of the Roman Empire from its Foundation to the Death of Marcus Aurelius (1893) pp. 20; 523
  19. Watson, A. Aurelian and the Third Century (2004) p. 5; Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 251–2
  20. Bury, J. B., A History of the Roman Empire from its Foundation to the Death of Marcus Aurelius (1893) p. 38
  21. Bagnall, R. S.; Cameron, A.; Schwartz, S. R.; Worp, K. A., Consuls of the later Roman Empire (1987) pp.1–2
  22. Bagnall, R. S.; Cameron, A.; Schwartz, S. R.; Worp, K. A., Consuls of the later Roman Empire (1987) p.1
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 Bagnall, R. S.; Cameron, A.; Schwartz, S. R.; Worp, K. A., Consuls of the later Roman Empire (1987) p.2
  24. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 254–255
  25. Jones, A. H. M., The Later Roman Empire (1964) pp. 525–526
  26. 26,0 26,1 Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 255
  27. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 18; Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 255
  28. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 255; Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 25
  29. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 26–28
  30. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 27–28
  31. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 32–33
  32. Bowman, A. K. Provincial Administration and Taxation in The Cambridge Ancient History Vol. 10: The Augustan Empire 43 B.C. – A.D. 69 (1996) p. 353
  33. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 19; 34
  34. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 34
  35. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 257
  36. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 153–157
  37. Jones, A. H. M., The Later Roman Empire (1964) p. 371
  38. Kelly, Christopher. Bureaucracy and Government. In Lenski, Noel. The Cambridge Companion to the Age of Constantine (2006), p. 187; Jones, A. H. M., The Later Roman Empire (1964) p. 101
  39. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 271–273
  40. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 35
  41. 41,0 41,1 Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 36
  42. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 36–37
  43. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 63
  44. Halsberghe, G. H., The Cult of Sol Invictus (1972) pp. 152; 162
  45. Lieu, S. N. C., Manichaeism in the Later Roman Empire and Medieval China: A Historical Survey (1985) p. 93
  46. Sextus Aurelius Victor; Bird, H. W. Liber de Caesaribus (1994) pp. 161–162; Rees, R. Diocletian and the Tetrarchy (2004) p. 46
  47. Rees, R. Diocletian and the Tetrarchy (2004) pp. 54–55
  48. Williams, S. Diocletian and the Roman Recovery (1996) p. 203
  49. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 280
  50. Rees, R. Diocletian and the Tetrarchy (2004) p. 206
  51. 51,0 51,1 51,2 Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 281
  52. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 64
  53. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), pp. 64–65
  54. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 65
  55. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 88
  56. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 88–89
  57. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 144; 180
  58. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) p. 180
  59. Southern, P. The Roman Empire from Severus to Constantine (2001) pp. 180–181
  60. Bury, J. B. History of the Later Roman Empire From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian Vol I (1958), p. 163
  61. Goldsworthy, Adrian Keith (2009). «Conclusion: A Simple Answer». How Rome Fell: Death of a Superpower. New Haven, Conn.: Yale University Press. σελίδες 405–415. ISBN 978-0-300-13719-4. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουλίου 2011. 

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

  • Κάρσον, Ρόμπερτ. 1981. Principal Coins of the Romans, III: The Dominate, AD 294–498. Λονδίνο: Βρετανός. Museum Publ.
  • Έλτον, Χιου. 2018. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ύστερη Αρχαιότητα, Πολιτική και Στρατιωτική Ιστορία. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Hebblewhite, Mark 2017. Ο Αυτοκράτορας και ο Στρατός στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, 235–395 μ.Χ. Λονδίνο; Νέα Υόρκη: Routledge.
  • Kelly, Christopher 2004. Κυβερνώντας την Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Cambridge, MA: Harvard University Press.
  • Kulikowski, Michael. 2016. The Triumph of Empire: The Roman World από τον Αδριανό στον Κωνσταντίνο. Cambridge: Harvard University Press.
  • Μελούνοβα, Μαρκέτα. 2012. «Δοκιμασίες με Θρησκευτικές και Πολιτικές Κατηγορίες από τον Αρχηγό μέχρι την Κυριαρχία». S borník Prací Filosofické Fakulty Πανεπιστήμιο Brnenské = Studia minora Facultatis Philosophicae Universitatis Brunensis. Rada archeologicko-klasicka = Σειρά archaeologica et classica . 17.2: 117–130.
  • Minamikawa, Takashi ed. 2015. Νέες προσεγγίσεις στη μεταγενέστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κιότο: Πανεπιστήμιο του Κιότο.
  • Επιμ. Roymans, Nico, Stijn Heeren και Wim de Clerq. 2016. Κοινωνική δυναμική στα βορειοδυτικά σύνορα της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Πέρα από τον Μετασχηματισμό ή την Παρακμή. Αρχαιολογικές μελέτες του Άμστερνταμ, 26. Άμστερνταμ: Amsterdam University Press.
  • Vitiello, Massimiliano. 2015. «Κατηγορώντας την Ύστερη Δημοκρατία: Γερουσιαστική Ιδεολογία και Ρεπουμπλικανικοί θεσμοί στην Ύστερη Αρχαιότητα». Classical Receptions Journal 7.1: 31–45.