Ανάκτορο του Κελούζ
Συντεταγμένες: 38°45′1.61″N 9°15′29.61″W / 38.7504472°N 9.2582250°W
Το Ανάκτορο του Κελούζ (πορτογαλικά: Palácio de Queluz, πορτογαλική προφορά: kɛˈluʃ) είναι παλάτι του 18ου αι., που βρίσκεται στο Κελούζ, μια πόλη του δήμου Σίντρα, στην περιοχή της Λισαβόνας, στην Πορτογαλική Ριβιέρα. Ένα από τα τελευταία μεγάλα κτίρια ροκοκό που σχεδιάστηκαν στην Ευρώπη,[2] το παλάτι σχεδιάστηκε ως θερινό καταφύγιο για τον ντομ Πέδρο της Μπραγκάνζα, που αργότερα θα γίνει σύζυγος και στη συνέχεια βασιλικός σύζυγος ως Πέτρος Γ΄ της ανιψιάς του, βασίλισσας Μαρίας Α΄. Χρησιμοποίησε ως διακριτικό μέρος φυλάκισης για τη βασίλισσα Μαρία, καθώς προχωρούσε η τρέλα της, που συνεχίστηκε στα χρόνια μετά το τέλος του ντομ Πέδρo το 1786. Μετά την καταστροφή από πυρκαγιά του Παλατιού Αζολυντα το 1794, το Παλάτι του Κελούζ έγινε η επίσημη κατοικία του Πορτογάλου πρίγκιπα αντιβασιλιά Ιωάννη ΣΤ΄ και της οικογένειάς του και παρέμεινε έτσι, έως ότου η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στην πορτογαλική αποικία της Βραζιλίας το 1807, μετά από τη γαλλική εισβολή στην Πορτογαλία.[3]
Ανάκτορο του Κελούζ | |
---|---|
Είδος | βασιλική κατοικία και πολιτιστική κληρονομιά[1] |
Αρχιτεκτονική | Ροκοκό |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 38°45′2″N 9°15′30″W |
Διοικητική υπαγωγή | Queluz e Belas[1] |
Τοποθεσία | Κελούζ |
Χώρα | Πορτογαλία[1] |
Ιδιοκτήτης | Πορτογαλία |
Αρχιτέκτονας | Mateus Vicente de Oliveira |
Χρηματοδότης | Πέτρος Γ΄ της Πορτογαλίας |
Προστασία | εθνικό μνημείο της Πορτογαλίας |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Οι εργασίες για το παλάτι ξεκίνησαν το 1747 υπό τον Πορτογάλο αρχιτέκτονα Mατέους Βισέντε ντε Ολιβέιρα. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ μικρότερο, το παλάτι αναφέρεται συχνά ως Πορτογαλικές Βερσαλλίες.[4] Από το 1826, το παλάτι εξέπεσε σιγά-σιγά από την εύνοια των Πορτογάλων ηγεμόνων. Το 1908 περιήλθε στην ιδιοκτησία του κράτους. Μετά από μια σοβαρή πυρκαγιά το 1934, η οποία κατέστρεψε το ένα τρίτο του εσωτερικού, το παλάτι ανακαινίστηκε εκτενώς και σήμερα είναι ανοιχτό στο κοινό ως σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο.
Η μία πτέρυγα του παλατιού, το περίπτερο της βασίλισσας Μαρίας Α΄, που κτίστηκε από τον Mανουέλ Καετάσνο ντε Σόουζα, χρησιμοποιείται επί του παρόντος ως ο επίσημος κρατικός ξενώνας της Πορτογαλίας, που διατίθεται σε ξένους αρχηγούς κρατών.
Αρχιτεκτονική και ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ αρχιτεκτονική του Κελούζ είναι αντιπροσωπευτική της τελευταίας, υπερβολικής επίδειξης, περιόδου του πορτογαλικού πολιτισμού, που ακολούθησε την ανακάλυψη του βραζιλιάνικου χρυσού το 1690.[5] Από τις αρχές του 18ου αι. πολλοί ξένοι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες απασχολήθηκαν στην Πορτογαλία, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της πρόσφατα πλουτισμένης αριστοκρατίας. Αρχικά έφεραν μαζί τους κλασικές ιδέες αρχιτεκτονικής, που προέρχονταν από την Αναγέννηση. Στο σχεδιασμό του, το Κελούζ είναι μία εξέγερση ενάντια στο προηγούμενο, βαρύτερο, ιταλικής επιρροής μπαρόκ, που προηγήθηκε του στυλ ροκοκό σε όλη την Ευρώπη.[5]
Οι συγκρίσεις με τις πολύ μεγαλύτερες και πιο μπαρόκ Βερσαλλίες είναι αδικαιολόγητες: οι Βερσαλλίες αναφέρονται ότι έχουν «μια αύρα μεγαλειότητας» και κτίστηκαν και αφιερώθηκαν για να εκθέσουν με υλικό την πέτρα «όλες τις δόξες της Γαλλίας»,[6] ενώ το πολύ μικρότερο παλάτι στο Κελούζ έχει περιγραφεί ως "εξαιρετικό, παρά μεγαλειώδες" και μοιάζει με "μια πολύ ακριβή τούρτα γενεθλίων".[7] Στην επιπόλαια υπερβολή της, η αρχιτεκτονική του Κελούζ αντικατοπτρίζει τον τρόπο ζωής της πορτογαλικής βασιλικής οικογένειας την εποχή της κατασκευής: κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδελφού του ντομ Πέδρο, Ιωσήφ Α΄, όταν η Πορτογαλία διοικούνταν στην πράξη από ένα valido (ευνοούμενο), τον μαρκήσιο του Πομπάλ. Ο Πομπάλ ενθάρρυνε τη βασιλική οικογένεια να περνά τις ημέρες της στην εξοχή και να του αφήνει τις κρατικές υποθέσεις.[5] Έτσι η εξωφρενική, σχεδόν ιδιόρρυθμη, αρχιτεκτονική του Κελούζ, που ξεχωρίζει από αυτή της πρωτεύουσας, αντιπροσωπεύει ακριβώς τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της Πορτογαλίας κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής και τις ανέμελες και επιδεικτικές ζωές που είχαν οι κάτοικοί της.[5] Ωστόσο, ο ρόλος του Κελούζ ως καταφύγιο για όσους ζούσαν ανέμελα, ήταν βραχύβιος.
Κατά την άνοδο στο θρόνο της συζύγου του ντομ Πέδρο, Mαρίας Α΄, το 1777, ο Πομπάλ απολύθηκε και ο ντομ Πέδρο και η Mαρία Α΄ κυβέρνησαν από κοινού στη θέση του, χρησιμοποιώντας το μερικώς ολοκληρωμένο ροκοκό παλάτι στο Κελούζ ως ανάπαυλα από τις κρατικές υποθέσεις, με τον ίδιο τρόπο όπως ο Φρειδερίκος Β΄ ο Μέγας χρησιμοποίησε το άλλο φημισμένο ροκοκό παλάτι της Ευρώπης, το Σανσουσί.[8]
Η τοποθεσία που επιλέχθηκε γ' αυτό το θερινό καταφύγιο, ήταν σε ένα απομονωμένο κοίλο.[9] Αρχικά ανήκε στον Ροντρίγκο μαρκήσιο του Καστέλο. Όταν οι κυβερνώντες Ισπανοί εκδιώχθηκαν από την Πορτογαλία το 1640, ο μαρκήσιος κατηγορήθηκε ότι είχε συνεργαστεί με τους Ισπανούς και η περιουσία κατασχέθηκε από το πορτογαλικό στέμμα. Το κτήμα και το κυνηγετικό του καταφύγιο έγιναν τότε ένα από τα πολλά ακίνητα του Πορτογάλου βασιλιά, Ιωάννη Δ΄. Το κράτησε ως ένα από τα ακίνητα, που προοριζόταν για τον δεύτερο γιο του βασιλέως μονάρχη.[10] Έτσι περιήλθε στα χέρια του ντομ Πέδρο, του δευτερότοκου γιου του α.
Ο αρχιτέκτονας, Mατέους Βισέντε ντε Ολιβέιρα, είχε εκπαιδευτεί υπό τον Λουντοβίσε του Ράτισμπον και Ζαν-Μπατίστ Ρομπιγιόν[11] κατά την κατασκευή του βασιλικού παλατιού και της μονής της Μάφρα. Το πιο ζοφερό και ογκώδες κλασικό παλάτι στη Μάφρα δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει το σχέδιο του Κελούζ, το οποίο είναι σε πιο ελαφρύ, πιο αέρινο στυλ.[2] Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1747 και συνεχίστηκαν ταχύτατα μέχρι το 1755, όταν διακόπηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1755, μετά τον οποίο ζητήθηκαν επειγόντως οι εργάτες για την ανοικοδόμηση της πόλης. Ο σεισμός αποδείχθηκε καταλυτικός, γιατί η διαδικασία της αστικής ανοικοδόμησης τόνωσε την ανάπτυξη των τεχνών στην Πορτογαλία.[5] Η μετέπειτα αρχιτεκτονική του Κελούζ επηρεάστηκε από νέες ιδέες και έννοιες. Όταν ξανάρχισαν οι εργασίες το 1758, το σχέδιο προσαρμόστηκε υπό τον φόβο ενός άλλου σεισμού. Έτσι, τα μεταγενέστερα έργα παίρνουν τη μορφή χαμηλών, μακριών κτιρίων, πιο σταθερά δομικά από ένα υψηλό κτήριο: ως αποτέλεσμα, από απόσταση το παλάτι μοιάζει με αλλεπάλληλα δωμάτια (enfilades), που συνδέονται με yψηλότερα κιόσκια (pavilions), παρά με μια ενιαία κατασκευή.[11]
To εξωτερικό
ΕπεξεργασίαΗ δημόσια πρόσοψη του παλατιού βλέπει απευθείας σε μια πλατεία της πόλης και έχει τη μορφή δύο χαμηλών, συμμετρικών, τεταρτημορίων πτερύγων, που πλαισιώνουν τις πτέρυγες, οι οποίες φθάνουν προς τα εμπρός ενός μικρού κεντρικού κτηρίου (corps de logis), σχηματίζοντας έτσι μία ημικυκλική αυλή της τιμής (cour d'honneur, βλέπε κλειδί 1). Η νότια από τις δύο πτέρυγες του τεταρτημορίου καταλήγει στο παρεκκλήσιο με κρομμυοειδή τρούλο, ενώ η βόρεια πτέρυγα περιείχε τις κουζίνες και τους χώρους των υπηρετών (βλ. κλειδιά 2, 1 και 13).[12] Η μόνη διακόσμηση προέρχεται από τα απλά κλασικά αετώματα επάνω από τα παράθυρα. Αυτή η πρόσοψη, που φαίνεται πιο εύκολα από την πόλη, παρουσιάζει ένα διακοσμητικό και απαθές δημόσιο πρόσωπο, με ένα από τα πιο σοβαρά αρχιτεκτονικά υψώματα του παλατιού (βλ. εικόνα δεξιά).
Ο Ολιβέιρα ήταν άμεσα υπεύθυνος για την «Τελετουργική Πρόσοψη» του corps de logis, δηλ. του ορθογώνιου μπλοκ που αποτελεί τον πυρήνα του παλατιού, και για από τις εσωτερικές αυλές. Ο πρώην διδάσκαλός του, ο Γάλλος Ζαν-Μπατίστ Ρομπιγιόν,, ήταν υπεύθυνος για τους κήπους, πολλά κτίρια και τους εσωτερικούς ροκοκό χώρους του. Είχε βοηθηθεί με τη σειρά του από τον Ζαν-Μπατίστ Πιγιεμάν και άλλους Γάλλους και Πορτογάλους καλλιτέχνες. Η «Τελετουργική Πρόσοψη» είναι η πιο γνωστή θέα του παλατιού. Με κλασικές αναλογίες, είναι εξωτερικά διακοσμημένη με επιχρίσματα τραβερτίνη και λεπτεπίλεπτα σκαλιστά πλαίσια επάνω από τα παράθυρα. Έχει χαρακτηριστεί ως «αρμονικό παράδειγμα πορτογαλικού μπαρόκ».[9] Αυτή η πρόσοψη με τις μονώροφες πλευρικές πτέρυγές της σχηματίζει μια τρίπλευρη αυλή, που περιέχει τον "κρεμαστό κήπο": ονομάζεται έτσι, επειδή -όπως οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας- βρίσκεται σε μια υπερυψωμένη βεράντα (βλ. κλειδί 5).
Το δεύτερο σημαντικό μέρος του παλατιού είναι η μεγάλη δυτική πτέρυγα, γνωστή ως πτέρυγα Ρομπιγιόν ή περίπτερο Ρομπιγιόν, η οποία απεικονίζει καλύτερα από κάθε τι άλλο τις υπερβολές της αρχιτεκτονικής του μπαρόκ και του ροκοκό (βλ. κλειδί 9). Ολοκληρώθηκε το 1779, έχει μια δωρική κιονοστοιχία που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής και της νότιας πρόσοψής του, η οροφή της οποίας παρέχει ένα με κιγκλίδωμα μπαλκόνι, προσβάσιμο από τον επάνω όροφο (βλ. κλειδί 10). Λόγω της τοπογραφίας της τοποθεσίας, η ανατολική πλευρά εμφανίζεται ως μονώροφο κτίριο, με μόνο τον επάνω όροφο να είναι ορατός επάνω από το έδαφος στον «κρεμαστό κήπο». Το κιγκλίδωμα στην οροφή της πτέρυγας του Ρομπιγιόν είναι σπασμένο από βαριά τμηματικά αετώματα, στολισμένα με ανακλινόμενες, αγαλματώδεις φιγούρες. Το ίδιο το κιγκλίδωμα είναι επίσης διακοσμημένο με φλoγώδη, αγάλματα και βαριά τρόπαια με όπλα (βλ. παρακάτω εικόνα).
Η πτέρυγα Ρομπιγιόν περιέχει μια είσοδο στο παλάτι, που φτάνει κανείς με σειρές από έξυπνα σχεδιασμένα κλιμακωτά σκαλοπάτια. Ο σχεδιασμός τους δημιουργεί μια ψευδαίσθηση μεγαλύτερης και υψηλότερης προοπτικής, επικεντρωμένη σε μια γωνία μιας βεράντας λόγω των αναγκών του χώρου, και χωρισμένη στη μέση της σειράς σκαλοπατιών, ώστε να μην οδηγεί το βλέμμα και το βήμα προς μια γωνία της κιονοστοιχίας πιο πέρα. Τα σκαλοπάτια στολίζονται με περίτεχνα αγαλματίδια (βλ. κλειδί 11). Οι εσοχές της πρόσοψης είναι στοκαρισμένοι με κόκκινο-ροζ, σε αντίθεση με τα μοτίβα και τις παραστάδες από φυσική πέτρα (βλ. εικόνα).
Το 1760, ο Πομπάλ κανόνισε ο ντομ Πέδρο να νυμφευτεί την ασταθή νοητικά κόρη του βασιλιά Μαρία, κληρονόμο του θρόνου. Ο Πομπάλ ενθάρρυνε το ζευγάρι να ζήσει με τα παιδιά του στο ημιτελές παλάτι στο Κελούζ, μακριά από την έδρα της κυβέρνησης. Ήταν πάντα το αγαπημένο καταφύγιο του ζευγαριού και ήταν το κύριο σπίτι τους πριν από την ανάρρηση της Μαρίας. Περαιτέρω διευρύνσεις έγιναν για να αντικατοπτρίζουν την αναβάθμιση του παλατιού από εξοχικό σε βασιλικό παλάτι. Ωστόσο, η Μαρία είχε απορρίψει τον Πομπάλ κατά την ανάρρησή της και, ως βασίλισσα μονάρχης, δεν είχε χρόνο να απομακρυνθεί ώρες στην επαρχία. Ο ντομ Πέδρο παρενέβαινε ελάχιστα σε κρατικές υποθέσεις, προτιμώντας να αφιερώνει το χρόνο του σε θρησκευτικά θέματα.[13]
Με το τέλος του ντομ Πέδρο το 1786, ολοκληρώθηκαν όλες οι εσωτερικές εργασίες.[14] Αυτό ήταν τυχερό, καθώς από αυτήν την περίοδο η ψυχική υγεία της χήρας του επιδεινώθηκε, έως ότου το 1794, αυτή και η αυλή της κατέλαβαν επίσημη και πλήρη κατοικία στο Κελούζ. Εκεί η -εντελώς τρελή πλέον- βασίλισσα μπορούσε να κρυφτεί από τη θέα των υπηκόων της. Ο μεγαλύτερος γιος της, αργότερα ο βασιλιάς Ιωάννης ΣΤ΄, διορίστηκε αντιβασιλιάς και κυβέρνησε από τη Λισαβόνα και το μεγάλο παλάτι στη Μάφρα.[15]
Το 2004, το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για την αποκατάσταση των μολύβδινων γλυπτών του Βρετανού γλύπτη Τζον Τσηρ, καθώς και ορισμένων άλλων χαρακτηριστικών του κήπου. Το έργο είναι σε εξέλιξη.
Το εσωτερικό
ΕπεξεργασίαΤο εσωτερικό του παλατιού έλαβε όχι λιγότερη προσοχή στη λεπτομέρεια και το σχέδιο από το εξωτερικό. Γάλλοι τεχνίτες χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση των δωματίων, πολλά από τα οποία είναι μικρά, όπου οι τοίχοι και οι οροφές τους ζωγραφισμένες για να απεικονίζουν αλληγορικές και ιστορικές σκηνές. Τα γυαλισμένα κόκκινα πλακάκια χρησιμοποιούνταν συχνά για τα δάπεδα, για ρουστίκ εμφάνιση, καθώς και δροσιά σε ζεστό καιρό.[2] Τα πολλά υψηλά κιόσκια που συνδέουν τις διάφορες κάτω πτέρυγες του παλατιού, επιτρέπουν μια σειρά από μακριά χαμηλά δωμάτια, που διασπώνται από υψηλότερα και ελαφρύτερα δωμάτια. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό των εσωτερικών χώρων είναι τα αζουλέζους: πολύχρωμα εφυαλωμένα πλακάκια, συχνά σε στυλ κινεζικό, με τόνους του μπλε και του κίτρινου, σε αντίθεση με τα απαλά κόκκινα. Τα υλικά για χρήση στο εσωτερικό περιελάμβαναν πέτρα από τη Γένοβα και ξύλα από τη Βραζιλία, τη Δανία και τη Σουηδία, ενώ έγχρωμα μάρμαρα εισήχθησαν από την Ιταλία.[17] Πολλά από τα δωμάτια του παλατιού υπέστησαν σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά το 1934 και πολλά καταστράφηκαν.
Τα κρατικά διαμερίσματα
ΕπεξεργασίαΗ Sala das Mangas
ΕπεξεργασίαΗ Sala das Mangas (το μόνο δωμάτιο στα κρατικά διαμερίσματα που επιβίωσε πλήρως από την πυρκαγιά του 1934) είναι μια μακριά στοά με επένδυση τοίχου από πλακάκια (που απεικονίζεται παρακάτω). Η στοά οδηγεί στον θύλακα των κρατικών δωματίων, τα οποία έχουν ανακαινιστεί πλήρως. Τα επίσημα δωμάτια του παλατιού αποτελούνται από τρεις μεγάλες αίθουσες: την Αίθουσα των Πρεσβευτών, την Αίθουσα Μουσικής και την Αίθουσα Χορού. Άλλα μικρότερα δωμάτια περιλαμβάνουν το Κυνηγετικό Δωμάτιο (όπου συγκεντρώνονταν τα πάρτι κυνηγιού), το οποίο είναι ένα σαλόνι ζωγραφισμένο με νωπογραφίες με δέντρα και φυλλώματα από τον Πιγιεμάν.
Η αίθουσα Μουσικής
ΕπεξεργασίαΤο αίθουσα Μουσικής (που απεικονίζεται παρακάτω), που ακολουθεί την αίθουσα των Πρεσβευτών (Sala dos Embaixadores) είναι διακοσμημένη με επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο ξύλο και επανασχεδιάστηκε το 1768. Το ένθετο οροφής με ζωγραφισμένα πλαίσια είναι αξιοσημείωτο για το περίπλοκο, ραβδωτό σχήμα του σχεδίου του, παρόμοιο με αυτό του προθάλαμου στην Καζέρτα.[16] Η αίθουσα Μουσικής είναι διακοσμημένη σε πιο νεοκλασικό ρυθμό από τα άλλα κρατικά δωμάτια, αντανακλώντας τον επανασχεδιασμό του στην περίοδο μετά το μπαρόκ-ροκοκό, στο τελευταίο μισό του 18ου αι. Αυτή η αίθουσα ήταν το σκηνικό για τις μεγάλες συναυλίες, για τις οποίες ήταν διάσημο το παλάτι.[18] Το δωμάτιο εξακολουθεί να περιέχει το πιάνο με ουρά Αμπίρ διακοσμημένο με επίχρυσες διακοσμήσεις.[16] Επάνω από το πιάνο κρέμεται ένα πορτρέτο της Μαρίας Α΄. Όπως πολλά άλλα δωμάτια του παλατιού, η αίθουσα Μουσικής φωτίζεται από τεράστιους, κρυστάλλινους πολυελαίους.
Η αίθουσα Χορού
ΕπεξεργασίαΗ αίθουσα Xορού, το τελευταίο από τα τρία μεγαλύτερα δωμάτια του παλατιού,[19] (απεικονίζεται παρακάτω) σχεδιάστηκε από τον Ρομπιγιόν το 1760. Για να δημιουργήσει αυτό το οβάλ δωμάτιο, ο αρχιτέκτονας συνδύασε πέντε μικρότερα δωμάτια.[18] Η διακόσμηση Ροκοκό με oρμολύ (ormolu) παίρνει τη μορφή βαριάς επιχρύσωσης στους τοίχους και την οροφή, τόσου πλούτου, που έχει συγκριθεί με αυτόν του Aμαλίενμπουργκ του Φρανσουά ντε Κουβιγιέ στο Σλος Νύμφενμπουργκ.[18] Οι τοίχοι και οι πόρτες είναι καθρέπτες και η βαμμένη και επιχρυσωμένη οροφή στηρίζεται σε χρυσές καρυάτιδες.[20]
Η αίθουσα των Πρεσβευτών
ΕπεξεργασίαΗ Αίθουσα των Πρεσβευτών ("Sala dos Embaixadores"), που μερικές φορές ονομάζεται αίθουσα του Θρόνου ή αίθουσα των Καθρεπτών, σχεδιάστηκε από τον Ρομπιγιόν το 1757 και είναι μία από τις μεγαλύτερες αίθουσες υποδοχής στο παλάτι.[18] Αυτό το μακρύ, χαμηλό δωμάτιο έχει μία οροφή ζωγραφισμένη από τον Φρανσίσκο ντε Μέλo, η οποία απεικονίζει την πορτογαλική βασιλική οικογένεια να παρακολουθεί μια συναυλία, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της βασίλισσας Μαρίας Α΄. Το δωμάτιο είναι εξαιρετικά φαρδύ και φωτεινό, εκτείνεται σε όλο το πλάτος του παλατιού, με υψηλά παράθυρα και στα δύο πλευρές. Ανάμεσα σε κάθε παράθυρο υπάρχει ένα ημικυκλικό επιχρυσωμένο τραπέζι-κονσόλα, επάνω από το οποίο υπάρχουν επιμήκεις καθρέπτες στολισμένοι με κρυστάλλινες απλίκες. Η θέση (dais) του θρόνου, τοποθετημένη σε αψίδα, πλαισιώνεται από επιχρυσωμένους και με καθρέπτες κίονες, και το δάπεδο είναι ένα σχέδιο σκακιέρας από ασπρόμαυρα μαρμάρινα πλακίδια.[21]
Το παρεκκλήσιο
ΕπεξεργασίαΚατά τη διάρκεια της κατάληψης του παλατιού από τον ντομ Πέδρο και τη Mαρία Α΄, το παρεκκλήσιο ήταν κεντρικό στην καθημερινή ρουτίνα της αυλής τους. Δεν ήταν τυχαίο, ότι το παρεκκλήσιο ήταν το πρώτο τμήμα του παλατιού, που ολοκληρώθηκε και καθαγιάστηκε ήδη από το 1752. Η θρησκεία ήταν ένα από τα αγαπημένα ενδιαφέροντα του ντομ Πέδρo. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της συζύγου του, αυτός ασχολήθηκε με πνευματικά ζητήματα και εκείνη με εγκόσμια. Ωστόσο το ενδιαφέρον της βασίλισσας για τη θρησκεία δεν ήταν λιγότερο ζωηρό από αυτό του συζύγου της: το ζευγάρι παρακολουθούσε τη λειτουργία πολλές φορές την ημέρα.[13] Μετά το τέλος του ντομ Πάδρο, η βασίλισσα εγκατέλειψε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις στο παλάτι και οι κρατικές δεξιώσεις έλαβαν τον αέρα των θρησκευτικών τελετών.[13] Τελικά η ψυχική αστάθεια και η θρησκευτική μανία της βασίλισσας εξελίχθηκαν σε πλήρη παραφροσύνη.[14] Το Κελούζ και το παρεκκλήσι του έγιναν τότε το μόνιμο καταφύγιό της από τον κόσμο, μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει από τους προελαύνοντες Γάλλους το 1807 στη Βραζιλία. Απεβίωσε εκεί στο Ρίο ντε Ζανέιρο το 1816.
Το παρεκκλήσιο κάτω από τον μεγάλο κρομμυοειδή τρούλο είναι σκοτεινό και σπηλαιώδες και διακοσμημένο με σκαλιστό επίχρυσο ξύλο, όπου οι λεπτομέρειες τονίζονται σε κόκκινο, πράσινο, μπλε και ροζ, από τον Πορτογάλο γλύπτη Σιλβέστρε Φάρια Λόμπο.[20] Το επάνω επίπεδο έχει στοές για τη χρήση βασιλικών προσώπων, που θα κάθονταν χωριστά από το εκκλησίασμα. Μία από αυτές τις στοές περιέχει ένα μικρό εκκλησιαστικό όργανο σε στυλ ροκοκό. Χαρακτηριστικό του παρεκκλησίου είναι η περίτεχνη φορητή κολυμβήθρα, με τη μαρμάρινη λεκάνη της να στηρίζεται σε ένα περίτεχνο πλαίσιο ροκοκό, και καλύπτεται από ένα σκαλισμένο ξύλινο κάλυμμα.[22]
Ιδιωτικά διαμερίσματα
ΕπεξεργασίαΤα ιδιωτικά δωμάτια του παλατιού είναι πολύ μικρότερα και πιο οικεία από τα επίσημα κρατικά δωμάτια και περιέχουν πολλά βασιλικά αναμνηστικά και αξιοπερίεργα, που ανήκαν στους πρώην ενοίκους των δωματίων. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων δωματίων σε αυτό το διαμέρισμα είναι η αίθουσα των Γευμάτων, o Koιτώνας της βασίλισσας και το Υπνοδωμάτιο του βασιλιά.
Aίθουσα των Γευμάτων (Sala das Merendas)
ΕπεξεργασίαΑυτή ήταν η ιδιωτική τραπεζαρία της βασιλικής οικογένειας. Η διακόσμηση συνεχίζει το θέμα που χρησιμοποιείται σε ορισμένα από τα πιο επίσημα και δημόσια δωμάτια, με πλακάκια που απεικονίζουν αυλικούς σε πόζες στο δάσος. Αυτά τα πλαίσια, όπως και πολλά άλλα έργα στο παλάτι, κατασκευάστηκαν από τον Ζουάν Βαλεντίμ και τον Ζοζέ Κονράντο Ρόζα.[23]
Ο Κοιτώνας (boudoir) της βασίλισσας
ΕπεξεργασίαΑυτό ήταν ένα από τα ιδιωτικά δωμάτια, που χρησιμοποιούσε η Mαρία Α΄ κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Κελούζ. Είναι σχεδιασμένο με τη μορφή φιόγκου, με ένα μοτίβο πλέγματος στην οροφή, που αντικατοπτρίζεται στη σχεδίαση του μαρκετερί δαπέδου (απεικονίζεται παρακάτω), δίνοντας την εντύπωση ότι βρίσκεστε σε πέργκολα και όχι σε εσωτερικό.[14] Τα μαρκετερί δάπεδα των ιδιωτικών δωματίων διακρίνουν αυτά τα μικρότερα, πιο οικεία δωμάτια από τα μεγαλύτερα κρατικά δωμάτια, όπου τέτοια ευαίσθητα χαρακτηριστικά θα είχαν καταστραφεί από την πολύ συχνή χρήση. Οι τοίχοι του κοιτώνα έχουν πολλούς καθρέπτες και περιέχουν πλαίσια του Ζοζέ Κονράντο Ρόζα.[24] Δίπλα στον κοιτώνα είναι η κρεβατοκάμαρα της βασίλισσας. Ήταν από αυτό το φωτεινό και ευάερο δωμάτιο, που προέρχονταν οι άτονες κραυγές της βασίλισσας, όπως γράφει ο Γουίλιαμ Μπέκφορντ, ο οποίος επισκέφτηκε το παλάτι το 1794.[25]
Το Υπνοδωμάτιο του βασιλιά
ΕπεξεργασίαΤο Υπνοδωμάτιο του βασιλιά (που απεικονίζεται παρακάτω) έχει περιγραφεί ως ένα από τα πιο "φανταστικά" δωμάτια στο παλάτι.[14] Αν και στην πραγματικότητα είναι τετράγωνο, δίνει την ψευδαίσθηση ότι είναι εντελώς κυκλικό, με μια θολωτή οροφή που υποστηρίζεται από στήλες με καθρέπτες. Ανάμεσα στις στήλες υπάρχουν πλαίσια, που απεικονίζουν σκηνές από τις ιστορίες του δον Κιχώτη. Ο Πέτρος Δ' απεβίωσε σε αυτό το δωμάτιο το 1834, στο ίδιο δωμάτιο όπου γεννήθηκε το 1798. Το δωμάτιο περιέχει μια μεγάλη προτομή του βασιλιά, που δείχνει τα «κρεμασμένα σαγόνια και το μη ελκυστικό πρόσωπό του».[23]
Ο γύρω χώρος
ΕπεξεργασίαΤο Κελούζ είναι διάσημο για τη δόξα των κήπων του,[11] που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο με κουρεμένους θάμνους παρτέρι, τοποθετημένο με τον τρόπο του Λε Νοτρ στο πίσω μέρος του παλατιού (βλ. κλειδί 14). Οι φλαμανδικές επιρροές, συμπεριλαμβανομένων των καναλιών, στον κήπο είναι έργο του Ολλανδού κηπουρού Γκέραλντ φαν ντερ Κολκ, ο οποίος βοηθούσε τον Ρομπιγιόν από το 1760.[26] Οι επίσημες βεράντες και οι πεζόδρομοι δίνουν επιπλέον ενδιαφέρον από αγάλματα και αναβρυτήρια. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κύριου παρτεριού είναι η Στοά με τα Αλογάκια (Portico dos Cavalinhos), ένας κήπος-ναός που πλαισιώνεται από δύο αλληγορικά ιππικά αγάλματα που απεικονίζουν τη Φήμη και δύο Σφίγγες (βλ. τελική απεικόνιση) σουρεαλιστικά ντυμένες με κοστούμια του 18ου αι., συνδυάζοντας το επίσημο και το φανταστικό.[27] Αυτό το σουρεαλιστικό θέμα συνεχίζεται και αλλού στους κήπους, όπου μοτίβα όπως η αρπαγή των Σαβίνων και το τέλος του Άβελ εναλλάσσονται με αγάλματα όνων ντυμένων με ανθρώπινα ρούχα. Πιο βαθιά στους κήπους είναι ένα σπήλαιο με αλλεπάλληλους καταρράκτες. Αργότερα έγιναν ένα δημοφιλές χαρακτηριστικό στους πορτογαλικούς κήπους: οι αλληπάλληλοι καταρράκτες Κελούζ ήταν οι πρώτοι τεχνητοί καταρράκτες, που κατασκευάστηκαν κοντά στη Λισαβόνα.[27]
Μια λεωφόρος από τεράστιες μαγνόλιες σχηματίζει την προσέγγιση στην κλασική πτέρυγα Ρομπιγιόν του παλατιού (βλ. κλειδί 7), ενώ από την πτέρυγα μια διπλή σκάλα οδηγεί στο κανάλι. Περισσότερα από 100 μ. μακριά, οι τοίχοι του καναλιού είναι διακοσμημένοι με πλακάκια που απεικονίζουν θαλασσινά τοπία και συναφείς σκηνές. Αυτό είναι το μεγαλύτερο από μια σειρά καναλιών στους κήπους, που οριοθετούνται με πλακάκια αζουλέζου σε στιλ κινεζικό. Τροφοδοτούνται από ένα ρέμα, και οι πύλες που οδηγούν στα κανάλια ανοίγουν μόνο τον Μάιο. Κατά τη διάρκεια του 18ου αι., τα κανάλια ήταν το σκηνικό για τις αγροτικές εορτές (festes champêtres), κατά τη διάρκεια των οποίων τα πλήρως στημένα πλοία έπλεαν σε πομπές με φιγούρες με αλληγορικές στολές.[28]
Οι κήποι περιέχουν επίσης ένα σιντριβάνι με τρίτωνες και δελφίνια που έχει αποδοθεί στον Μπερνίνι.[22] Υπάρχουν και άλλα σιντριβάνια και αγάλματα στους κάτω κήπους, συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής συλλογής αγαλμάτων του Βρετανού γλύπτη Τζον Τσηρ (1709 – 1787). Αυτοί οι κήποι βρίσκονται μέσα σε υψηλούς φράχτες από πουρνάρια και κυπαρίσσια, μαγνόλιες και μουριές που φυτεύτηκαν από τον στρατάρχη Ζυνό κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής στους Ναπολεόντειους πολέμους.[29]
Μεταγενέστερη ιστορία
ΕπεξεργασίαΜετά από μια πυρκαγιά στο παλάτι Aζούντα το 1794, ο πρίγκιπας αντιβασιλιάς Ιωάννης ΣΤ΄ και η σύζυγός του Καρλόττα-Χοακίνα των Βουρβόνων-Ισπανίας άρχισαν να χρησιμοποιούν οι ίδιοι το Κελούζ. Η πτέρυγα Ρομπιγιόν διευρύνθηκε και δόθηκε ένας επάνω όροφος για χρήση της πριγκίπισσας και των εννέα παιδιών της.[30] Αυτές οι προσθήκες καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του 1934.[30] Για να ξεφύγει από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα Α' το 1807, η πορτογαλική βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε το Κελούζ και κατέφυγε στη Βραζιλία. Οι γαλλικές δυνάμεις κατοχής πήραν τον έλεγχο του παλατιού και ο διοικητής τους, στρατηγός Ζυνό, έκανε αρκετές μετατροπές στο κτίριο.[14] Κατά την επιστροφή της βασιλικής οικογένειας από την εξορία το 1821, ο βασιλιάς προτίμησε να ζήσει στη Mάφρα, αφήνοντας τη σύζυγό του βασίλισσα Καρλόττα-χοακίνα, να διαμένει στο Κελούζ με τη θεία της, πριγκίπισσα Βενεδίκτη των Μπραγκάνζα.[30] Ο βασιλιάς επισκεπτόταν την Κελούζ σπάνια. Ήταν σε μια από αυτές τις σπάνιες επισκέψεις, που ο Ιωάννης ΣΤ΄ απεβίωσε στο κυκλικό θολωτό Υπνοδωμάτιο του βασιλιά το 1826.[15]
Η Καρλόττα-Χοακίνα, που μερικές φορές περιγράφεται ως μοχθηρή,[31] λέγεται ότι ήταν φιλόδοξη και βίαιη. Τα χαρακτηριστικά της -σύμφωνα με πληροφορίες- ήταν άσχημα και ήταν κοντή στο ανάστημα. Όποια και αν ήταν τα μειονεκτήματά της, έζησε με εξαιρετικό στυλ στο Κελούζ, χρησιμοποιώντας μια ορχήστρα που ο Γουίλιαμ Μπέκφορντ περιέγραψε ως την καλύτερη στην Ευρώπη.[23] Η βασίλισσα είχε επίσης ένα μικρό ιδιωτικό θέατρο στους κήπους, από το οποίο τίποτε δεν έχει απομείνει σήμερα.[23] Απεβίωσε στο παλάτι το 1830.[23]
Μετά το τέλος της Καρλόττας-Χοακίνας, το Κελούζ είδε μόνο διακοπτόμενη χρήση ως βασιλική κατοικία και δεν ήταν ξανά η κύρια κατοικία των πορτογαλικών βασιλικών. Ο γιος της ΚΑρλόττας-Χοακίνας, βασιλιάς Μιχαήλ Α΄, χρησιμοποίησε το παλάτι κατά τη διάρκεια του τριετούς εμφυλίου πολέμου, που πολέμησε ενάντια στον αδελφό του, βασιλιά Πέδρο Δ΄,[30] πριν αναγκαστεί από τον αδελφό του το 1834 να παραιτηθεί και να εξοριστεί. Ένα χρόνο αργότερα, ο Πέδρο Δ΄ απεβίωσε από φυματίωση σε ηλικία 35 ετών στο Κελούζ, το παλάτι που γεννήθηκε. Η κόρη του Πέδρο Α', Μαρία Β΄ κυβέρνησε μέχρι το τέλος της το 1853 και τη διαδέχθηκε ο γιος της Πέδρο Ε΄. Μετά τον πρόωρο τέλος του στην επιδημία χολέρας του 1861, ο θρόνος πέρασε στον αδελφό του Λουδοβίκο Α΄. Από εκείνη τη στιγμή η βασιλική οικογένεια ζούσε κυρίως στο ανακαινισμένο παλάτι Aζούντα στη Λισαβόνα και το παλάτι Πένα και το Κελούζ έμεινε αχρησιμοποίητο. Μετά τη δολοφονία του γιου του Λουδοβίκου Α΄, Καρόλου Α΄, το 1908, το παλάτι πέρασε στην ιδιοκτησία του κράτους. Η Πορτογαλία βρισκόταν στην αναταραχή της επανάστασης και η μοναρχία έπαυσε δύο χρόνια αργότερα.
Εθνικό μνημείο
ΕπεξεργασίαΣτον 21ο αι., οι κήποι του παλατιού, κάποτε μια αρδευόμενη όαση στο κέντρο της ξεραμένης γεωργικής γης, οριοθετούνται από τον αυτοκινητόδρομο "Radial de Sintra", που τροφοδοτεί την κυκλοφορία προς τη Λισαβόνα και μακριά από τη Σίντρα. Ωστόσο, οι μεταφορές και ο τουρισμός υπήρξαν σημαντικοί καταλύτες υποδομής για τη συντήρηση και τη διαχείριση του παλατιού.
Από το 1940 είναι ανοιχτό στο κοινό ως μουσείο. Στεγάζει μεγάλο μέρος της πρώην βασιλικής συλλογής, όπως έπιπλα, χαλιά Aραϊόλους, πίνακες ζωγραφικής και κινεζικά και ευρωπαϊκά κεραμικά και πορσελάνες.[3]
Η πλατεία της πόλης που βλέπει το παλάτι, η "Largo do Palácio de Queluz", παραμένει σχετικά αναλλοίωτη από τον 18ο αι,α. Τα μεγάλα σπίτια, κάποτε τα σπίτια των αυλικών, και η πρώην βασιλική φρουρά με το καμπαναριό της εξακολουθούν να συγκεντρώνονται γύρω από το παλάτι.
Τα τελευταία χρόνια, η πόλη Κελούζz επεκτάθηκε σημαντικά, για να γίνει ένα από τα προάστια της Λισαβόνας. Το παλάτι του Κελούζ είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα δημόσια τοπόσημα στη μητροπολιτική περιοχή της Λισαβόνας.
Κρατικός ξενώνας
ΕπεξεργασίαΤο Περίπτερο της βασίλισσας Μαρίας Α΄(Pavilhão de D. Maria I), που αποτελεί τη νοτιότερη πτέρυγα του παλατιού, κτίστηκε κατά την τρίτη και τελευταία φάση κατασκευής, που εκτελέστηκε από τον Mανουέλ ΚΑετάνο ντε Σόουζα, η οποία διήρκεσε από το 1786, έτος του τέλους του Πέδρο Γ΄, μέχρι το 1792.
Το 1957 το Περίπτερο της Βασίλισσας Μαρίας Α' ανακαινίστηκε, για να χρησιμεύσει ως ο επίσημος κρατικός ξενώνας της πορτογαλικής κυβέρνησης, για επισκεπτόμενους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων.[3] Η προγραμματισμένη κρατική περιοδεία της βασίλισσας Ελισάβετ Β' του Ηνβμένου Βασιλείου το 1957 ήταν ένα κύριο κίνητρο, για την ανακαίνιση του περιπτέρου σε κρατικό ξενώνα.[32]
Σήμερα, το περίπτερο συνεχίζει να φιλοξενεί προσκεκλημένους αξιωματούχους. Ως εκ τούτου, οι κρατικές αίθουσές του δεν είναι ανοιχτές στο κοινό ως μέρος του εθνικού μνημείου του παλατιού Κελούζ, καθώς χρησιμοποιούνται για επίσημη ψυχαγωγία από κρατικούς αξιωματούχους.
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 www
.wikilovesmonuments .org .pt. - ↑ 2,0 2,1 2,2 Lowndes, p. 179.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 IPPAR
- ↑ Fielding, p. 275.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Dynes, p. 178.
- ↑ Rey, p. 44.
- ↑ Fielding, p. 275
- ↑ Powell, pp. 95–101.
- ↑ Lowndes. p. 179.
- ↑ Dynes, p. 181.
- ↑ 11,0 11,1 11,2 Fielding, p. 276.
- ↑ Lowndes, p. 175.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Maria I of Portugal
- ↑ 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 Fielding, p. 279.
- ↑ 15,0 15,1 Fielding, p.279.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 Dynes, p. 182.
- ↑ Lowndes, p. 179
- ↑ 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 Dynes, p. 183.
- ↑ Lowndes. pp. 178–183
- ↑ 20,0 20,1 Lowndes, p. 183.
- ↑ Lowndes, p. 178.
- ↑ 22,0 22,1 Lowndes, p. 185.
- ↑ 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 Lowndes, p. 181.
- ↑ Dynes, p. 184.
- ↑ Lowndes, p. 181
- ↑ Dynes, p. 186.
- ↑ 27,0 27,1 Fielding, p. 277.
- ↑ Fielding, p. 278.
- ↑ Lowndes, p. 184.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 30,3 IPPAR.
- ↑ Lowndes, p. 180.
- ↑ Academia - Politica Externa: A Visita da Rainha Isabel II a Portugal em 1957
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Bos, JNW Maria I της Πορτογαλίας. Έκδοση JNW Bos. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2007.
- Dynes, Wayne (1968). Palaces of Europe. Λονδίνο: Hamlyn. OCLC 37658.
- Fielding, Xan (1961). «Κελούζ». Στους Μεγάλους Οίκους της Ευρώπης. Sacheverell Sitwell (επιμ.). Λονδίνο: Weidenfeld and Nicolson, 275 – 279.(ISBN 0-600-33843-6)ISBN 0-600-33843-6.
- IPPAR, Γενικό Γραφείο Εθνικών Κτιρίων και Μνημείων (Πορτογαλία). Έκδοση IPPAR 2001–2006. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2007
- Lowndes, Susan (1969). «Κελούζ». Στα Μεγάλα Ανάκτορα. Sacheverell Sitwell (επιμ.). Λονδίνο: Hamlyn, 174–186.(ISBN 0-600-01682-X)ISBN 0-600-01682-X.
- Powell, Nicholas (1961). «Σανσουσί». Στους Μεγάλους Οίκους της Ευρώπης. Sacheverell Sitwell (επιμ.). Λονδίνο: Weidenfeld and Nicolson, 95 – 101.(ISBN 0-600-33843-6)ISBN 0-600-33843-6.
- Rey, Jean-Dominique (1969). Στα Μεγάλα Ανάκτορα. Sacheverell Sitwell (επιμ.). Λονδίνο: Hamlyn, 42 – 53.(ISBN 0-600-01682-X)ISBN 0-600-01682-X.