Οι αριστοκρατικής καταγωγής, προνομιούχοι και εύποροι νέοι της Ευρώπης του 17ου -19ου αιώνα πρωταγωνίστησαν σε μια τάση κατά την οποία ταξίδευαν/περιηγούνταν στην ήπειρο, συνήθως από Βορρά προς Νότο, αναζητώντας πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εμπειρίες ως κοινωνικά και γνωστικά εφόδια για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους, να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και να ολοκληρωθούν σαν προσωπικότητες. Πρωταρχικός στόχος ήταν η επαφή με την κλασική αρχαιότητα, την Αναγέννηση και την ευρωπαϊκή αριστοκρατία.

Αυτή η εθιμική πρακτική περάσματος προς την πολιτιστική ωριμότητα των νεαρών κυρίως Βρετανών, έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Grand Tour, ένας νεολογισμός που εισήγαγε ο Richard Lassels στο βιβλίο του Voyage of Italy το 1670. Ο όρος ‘tour’ αντικατέστησε το ‘travel’ ή ‘journey’, καθώς περιέγραφε καλύτερα την ιδιόμορφη φύση αυτού του ιδιαιτέρως ευρέος χωρικά και χρονικά ταξιδιού, με αφετηρία και άφιξη στο ίδιο μέρος. Η λέξη τουρίστας πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα (Griffiths και Griffiths, 1772), αλλά καθιερώνεται έναν περίπου αιώνα αργότερα, με τα πρώτα οργανωμένα ταξίδια από το γραφείο του Thomas Cook το 1845. Άνθισε αρχικά από τα μέσα του 17ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν εξαιτίας των Ναπολεόντειων πολέμων σταμάτησαν τα περισσότερα ταξίδια στο εξωτερικό (Towner, 1985˙ Black, 1990˙ Knowles, 2013˙ Rosenberg, 2019).

Το Grand Tour αναβίωσε με την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη, από το 1815 και έπειτα. Είναι αλήθεια πως αν και οι ροές των ταξιδιωτών συνεχίστηκαν, με την έλευση λίγο αργότερα των ατμοκίνητων μεταφορών και των σιδηροδρόμων, το Tour άρχισε να έχει ποιοτική διαφορά σε σχέση με παλαιότερα, καθώς τα ταξίδια έγιναν πιο φθηνά, ευκολότερα, ασφαλέστερα και προσιτά σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων (Towner, 1985˙ Knowles, 2013˙ Rosenberg, 2019).

Όπως είναι φυσικό, τον 17ο αιώνα δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα μετάδοσης εικόνων και πληροφοριών, όπως η τηλεόραση ή το Διαδίκτυο, καθιστώντας την ανακάλυψη νέων μακρινών τόπων και πραγμάτων σχεδόν αδύνατη. Έτσι οι μόνοι τρόποι για να έρθει σε επαφή κάποιος με τον διαφορετικό τρόπο ζωής σε μια άλλη χώρα, τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού της και την πολιτιστική της κληρονομιά, ήταν ή να διαβάσει/ακούσει για αυτά ή να τα βιώσει ο ίδιος (Franks, 2017). Υπήρχε από το Διαφωτισμό η άποψη ότι η γνώση προέρχεται εξ ολοκλήρου από τις εξωτερικές αισθήσεις, από τα φυσικά ερεθίσματα στα οποία ο άνθρωπος εκτίθεται [1]. Αυτός θεωρείται ένας βασικός λόγος που πάρα πολλοί νέοι της εποχής ξεκινούσαν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για το Grand Tour. Με την ευκαιρία αυτή παράλληλα τελειοποιούσαν τις γλωσσικές τους δεξιότητες στα γαλλικά, ενώ διεύρυναν τους ορίζοντές τους στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και στη γεωγραφία. Ένας ακόμη λόγος για την πραγματοποίηση τέτοιων ταξιδιών ήταν η φοίτηση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και η ολοκλήρωση των σπουδών τους (Brodsky-Porges, 1981 Towner, 1985).

Το Grand Tour ως μορφή τουρισμού απευθυνόταν αποκλειστικά στους πολύ ή λιγότερο πλούσιους, έχοντες κοινωνικό status αλλά και κλασική παιδεία˙ ως εκ τούτου μόνο άτομα των ανώτερων κοινωνικά τάξεων το διεξήγαγαν. Αυτό ως ένα βαθμό οφειλόταν στο γεγονός ότι τα ταξίδια στο εξωτερικό εκείνη την περίοδο ήταν δαπανηρά και δυσχερή. Οι συγκοινωνίες δεν θεωρούνταν ιδανικές, καθώς αυτοί που περνούσαν από το Ντόβερ προς το Καλαί κινδύνευαν με ναυτία, ασθένειες, ακόμη και με ναυάγιο σε αυτό το πρώτο σκέλος του ταξιδιού. Επίσης, υπήρχε πάντα ο φόβος της ληστείας, για αυτό και οι ταξιδιώτες μετέφεραν λίγα χρήματα πάνω τους. Αντί μετρητών, έφεραν πιστωτικές εγγυήσεις από τις τράπεζές τους στο Λονδίνο, τις οποίες στη συνέχεια εξαργύρωναν στις πόλεις που επισκέπτονταν (‘πληρωτέαι επί τη εμφανίσει’). Για παν ενδεχόμενο, το ταξίδι γινόταν συνήθως υπό την αιγίδα και τη συντροφιά ενός δασκάλου ή μορφωμένου ξεναγού (ο λεγόμενος ‘bear leader’), καθώς και του υπηρετικού προσωπικού, για τους ευπορότερους. Τον 18ο αιώνα που είχε διαδοθεί περισσότερο αυτή η ‘travel mania’ συνηθιζόταν να ακολουθούν τους ταξιδιώτες γιατροί, μουσικοί, ζωγράφοι και άλλοι φίλοι τους. Λέγεται ότι όταν ο William Beckford, λογοτέχνης και πάμπλουτος συλλέκτης έργων τέχνης, εμφανίστηκε στην Augusta με την πολυπρόσωπη συνοδεία του, οι ντόπιοι νόμισαν ότι είναι ο αυτοκράτορας της Αυστρίας (!) (Sorabella, 2003˙ Knowles, 2013˙ Franks, 2017˙ Rosenberg, 2019˙ Gioffrè, 2014).

Διαδρομές - Συμμετέχοντες

Επεξεργασία

Αν και το δρομολόγιο διέφερε ανάλογα τα ενδιαφέροντα και τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του ο καθένας,  στην αρχή της διαδρομής τοποθετούνταν η Γαλλία. Η διέλευση ήταν θαλάσσια, μέσω Μάγχης, από το Ντόβερ προς το Καλαί. Στην συνέχεια από το Καλέ οι ταξιδιώτες κατευθύνονταν στο Παρίσι, όπου διέμεναν κάποιους μήνες. Αφού νοίκιαζαν ή αγόραζαν κάποια άμαξα, προχωρούσαν προς τις Άλπεις και τις διέσχιζαν, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο καθώς απαιτούσε να αποσυναρμολογηθούν τα πάντα και να μεταφερθούν (έπαιζε μεγάλο ρόλο η οικονομική επιφάνεια για το πλήθος των υπηρετών που είχαν μαζί τους) ή επιβιβάζονταν σε πλοίο στη Μεσόγειο προς την Ιταλία. Φθάνοντας εκεί επισκέπτονταν πόλεις όπως η Ρώμη, η Βενετία, το Τορίνο και η Φλωρεντία. Αν και το απώτατο σημείο του Tour κατά γενική ομολογία ήταν η Σικελία, η περιήγηση για ορισμένους (όπως ο Λόρδος Βύρων) περιλάμβανε την Πορτογαλία, Ισπανία, χώρες της Βαλτικής και τα Βαλκάνια, μέχρι την υπό οθωμανική κατοχή τότε Ελλάδα (Sorabella, 2003˙ Franks, 2017˙ Rosenberg, 2019˙ Knowles, 2013).

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, οι ταξιδιώτες επισκέπτονταν τη Γερμανία και περιστασιακά την Αυστρία, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου σπουδών σε πανεπιστήμια όπως αυτό του Μονάχου. Έπειτα κάποιοι κατευθύνονταν προς την Ολλανδία και τη Φλάνδρα, πριν περάσουν το κανάλι πίσω στο Ντόβερ (Sorabella, 2003˙ Knowles, 2013˙ Franks, 2017˙ Rosenberg, 2019).

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Grand Tour δεν ήταν μόνο προνόμιο των Άγγλων, αλλά υπήρχαν συμμετέχοντες και από κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Δανία, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι Σουηδοί αριστοκράτες, αν και λιγότερο εύποροι, από το 1720 και μετά ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο όπως οι βρετανοί ομόλογοί τους. Αρχικά, επέλεγαν για τις σπουδές τους επιφανή ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κατά προτίμηση εκείνα του Λάιντεν και της Χαϊδελβέργης. Μετά την αποφοίτησή τους δεν επέστρεφαν αμέσως, αλλά μετέβαιναν στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου επισκέπτονταν τη Ρώμη και τη Βενετία ενώ ολοκλήρωναν την περιοδεία τους στη γαλλική εξοχή, προτού κατευθυνθούν πάλι προς βορράν (Winberg, 2018). Ένας μάλιστα από τους σουηδούς ευγενείς που διενήργησαν το Grand Tour ήταν ο βασιλιάς Γουστάβος Γ΄, το 1783–84. Εκτός βέβαια από τους Ευρωπαίους, το Grand Tour στη Γηραιά Ήπειρο διενεργούνταν, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, και από Αμερικανούς (Marks, 1980˙ Towner, 1985).

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι και οι γυναίκες που ήταν μέλη βασιλικών ή αριστοκρατικών οικογενειών είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής στο Grand Tour, αρκεί να είχαν συμπληρώσει τα 21 τους έτη και να έχουν μαζί τους ένα άτομο από την οικογένειά τους ως συνοδό. Παράλληλα εμφανίστηκε η τάση διαζευγμένες ή εν διαστάσει κυρίες να ταξιδεύουν συχνά στο εξωτερικό, καθώς γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτές. Παραδείγματα τέτοιων γυναικών ήταν η Δούκισσα του Ντεβονσάιρ, η οποία πήγε στο εξωτερικό αφότου έμεινε έγκυος με το παιδί του εραστή της στις αρχές της δεκαετίας του 1790 και η Κάρολιν, πριγκίπισσα της Ουαλίας, η οποία ταξίδεψε από το 1814 έως το 1820 (Knowles, 2013).

Μια διάσημη βρετανίδα ευγενής που θεωρείται γνωστή για τα ταξίδια της κατά τις δεκαετίες του 1770 και 1780 ήταν και η Hester Lynch Thrale, Ουαλή συγγραφέας που κατά τη διάρκεια του Grand Tour της ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Ιταλό μουσικό Gustavo Piozzi.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Locke, John (1670). Essay Concerning Human Understanding. 


 
Letters from several parts of Europe and the East, 1763