Το κύμινο είναι η κοινή ονομασία του φυτού Κούμινον το κύμινον ή Κύμινον το ήμερον (Cuminum cyminum). Είναι επίσης γνωστό και ως λευκό κύμινο, αρτυσία[2] ή αρτυσιά στην Κύπρο, καμούν και ως τζίρα,[3] ή τζήρα (jeera ή zeera).[Σημ. 1][4] Είναι ανθοφόρο φυτό της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae), ιθαγενές από την ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Ινδία, ενώ πλέον καλλιεργείται στην Κίνα και το Μεξικό. Οι σπόροι του (ο καθένας περιέχεται μέσα σε έναν καρπό, ο οποίος ξηραίνεται), χρησιμοποιούνται για να δώσουν άρωμα στις κουζίνες πολλών διαφορετικών πολιτισμών, κυκλοφορούν δε, τόσο ολόκληροι όσο και αλεσμένοι. Επιπροσθέτως, το κύμινο χρησιμοποιείται και ως φαρμακευτικό φυτό, ως χωνευτικό, καθώς επίσης και για την αύξηση του σιδήρου στο αίμα στην αναιμία και τη μείωση των συμπτωμάτων στο κοινό κρυολόγημα.[4]

Κύμινο, Κούμινον το κύμινον
(Cuminum cyminum)
Κύμινο (Κούμινον το κύμινον), εικονογράφηση από τον Köhler.
Κύμινο (Κούμινον το κύμινον), εικονογράφηση από τον Köhler.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Απιίδες ή Σκιαδοφόρα (Apiaceae)
Γένος: Κούμινον (Cuminum)
Είδος: Κ. το κύμινον (C. cyminum)
Διώνυμο
Κούμινον το κύμινον
(Cuminum cyminum)

Κάρολος Λινναίος (L.)[1]

Ετυμολογία Επεξεργασία

Η Αγγλική λέξη "cumin" προέρχεται από τα παλαιά Αγγλικά, από το Λατινικό cuminum,[5] το οποίο είναι ο εκλατινισμένος τύπος του Ελληνικού "κύμινον",[6] λέξης συγγενικής με το Εβραϊκό כמון (kammon) και το Αραβικό كمون (kammūn).[7] Η παλαιότερη πιστοποιημένη μορφή της λέξης στα Ελληνικά είναι στη Μυκηναϊκή, κου-μι-νο (ku-mi-no), γραμμένη σε Γραμμική Β συλλαβική γραφή.[8] Οι μορφές αυτής της λέξης απαντούν σε πολλές αρχαίες Σημιτικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου του kamūnu στην Ακκαδική γλώσσα.[9] Η ύστατη πηγή, θεωρείται η λέξη gamun της γλώσσας των Σουμερίων.[10]

Εκφράσεις Επεξεργασία

  • Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι πολύ γρήγορα, π.χ. η φράση: «Ώσπου να πεις κύμινο».[11]
  • Συμβολίζει το ελάχιστο και το ασήμαντο - αλλά και τη φιλαργυρία - οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι φαντάζονταν κι αυτόν το μικρούλι σπόρο του, αντικείμενο οικονομίας του τσιγκούνη: «Τα χωρίζει όλα, ακόμα και το κύμινο».[12]

Περιγραφή Επεξεργασία

 
Καρποί άγριου κύμινου (Κάρον το κυμινοειδές).

Το κύμινο είναι ο αποξηραμένος σπόρος του φυτού Κούμινον το κύμινον (Cuminum cyminum), μέλους της οικογένειας του μαϊντανού. Το φυτό κύμινο φτάνει σε ύψος τα 30-50 εκ. (12-20 ίντσες) και συλλέγεται με το χέρι. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό, με ένα λεπτό λείο διακλαδισμένο στέλεχος, το οποίο είναι 20-30 εκ. (8-12 ίντσες) ψηλό και έχει διάμετρο 3-5 εκ. (1 14-2 ίντσες).[13] Κάθε κλάδος έχει δυο έως τρεις υποκλάδους. Όλοι οι κλάδοι επιτυγχάνουν το ίδιο ύψος, ως εκ τούτου, το φυτό έχει μια ομοιόμορφη κόμη.[13] Το στέλεχος είναι χρωματισμένο γκρι ή σκούρο πράσινο. Τα φύλλα του είναι πολυσχιδή και έχουν μήκος 5-10 εκ. (2-4 ίντσες), πτεροειδή ή διπλοπτεροειδή, με νηματόμορφα φυλλάρια. Τα άνθη είναι μικρά, λευκά ή ροζ και φέρονται σε σκιάδια.[Σημ. 2] Κάθε σκιάδιο έχει πέντε έως επτά δευτερεύοντα σκιάδια.[13] Ο καρπός είναι πλευρικό ατρακτοειδές ή ωοειδές αχαίνιο, μήκους 4-5 χιλ. (1615 ίντσες), που περιέχει δύο μερικάρπια με ένα μόνο σπόρο.[13] Οι σπόροι του κύμινου έχουν οκτώ κορυφογραμμές με κανάλια λαδιού.[13] Μοιάζουν με τους σπόρους του αγριοκύμινου, έχουν σχήμα επίμηκες, ραβδώσεις κατά μήκος και κίτρινο-καφέ χρώμα, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας των Σελινοειδών ή Σκιαδοφόρων, σαν το αγριοκύμινο, το μαϊντανό και τον άνηθο.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Σπόροι μαύρου κύμινου (Βούνιον το βολβοκάστανον).

Το κύμινο έχει χρησιμοποιηθεί από τους αρχαίους χρόνους. Ανασκαφέντες σπόροι στην Ινδία, έχουν χρονολογηθεί από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Επίσης οι σπόροι του κύμινου έχουν αναφορές σε αρκετές κοινωνικές τάξεις του Νέου Βασιλείου, σε αρχαιολογικούς χώρους των αρχαίων Αιγυπτίων.[14] Στον αρχαίο Αιγυπτιακό πολιτισμό, το κύμινο χρησιμοποιήθηκε ως καρύκευμα και ως συντηρητικό στην ταρίχευση.[13] Το κύμινο ήταν στην αρχαία Κρήτη ένα σημαντικό μπαχαρικό για τον Μινωικό πολιτισμό. Ιδεογράμματα για το κύμινο, εμφανίζονται σε αρχεία Γραμμικής Β, όπου τεκμηριώνονται στις αποθήκες των Μινωικών παλατιών, κατά την τελευταία περίοδο του Μινωικού πολιτισμού.[15]

 
Σπόροι κύμινου (Κούμινον το κύμινον ή Κύμινον το ήμερον).

Αρχικά καλλιεργήθηκε στο Ιράν και στην περιοχή της Μεσογείου. Το κύμινο αναφέρεται στην Αγία Γραφή, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 28:27) όσο και στην Καινή Διαθήκη (κατά Ματθαίον 23:23). Οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν το κύμινο στο τραπέζι, σε δικό του περιέκτη (όπως συχνά διατηρείται και σήμερα το πιπέρι) και αυτή η πρακτική ακόμα συνεχίζεται στο Μαρόκο.[16][17] Το κύμινο, χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό, στην κουζίνα της αρχαίας Ρώμης. Στην Ινδία, έχει χρησιμοποιηθεί για χιλιάδες χρόνια ως παραδοσιακό συστατικό των αναρίθμητων kormas,[18] masalas, σούπες και αποτελεί τη βάση πολλών άλλων μειγμάτων μπαχαρικών.[19]

Το κύμινο εισήχθη στην Αμερική από τους Ισπανούς και Πορτογάλους αποίκους. Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι κύμινου, αλλά οι πιο γνωστοί από αυτούς είναι το μαύρο[20] και το πράσινο κύμινο· και οι δύο από αυτούς τους τύπους χρησιμοποιούνται στην Περσική κουζίνα.

Σήμερα, το φυτό καλλιεργείται κυρίως στην Ινδία, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, το Ιράν, στην Τουρκία, το Μαρόκο, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Μεξικό, τη Χιλή και την Κίνα. Από τότε που το κύμινο χρησιμοποιείται ως συστατικό για τα κατοικίδια πτηνά και εξάγεται σε πολλές χώρες, το φυτό μπορεί να εμφανιστεί περιστασιακά ως σπάνιο σε πολλές περιοχές συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας.[21] Το κύμινο εμφανίζεται περιστασιακά στις Βρετανικές νήσους, κυρίως στη Νότια Αγγλία· ωστόσο η συχνότητα εμφάνισής του έχει μειωθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο Άτλαντα της Βοτανικής Εταιρείας των Βρετανικών Νήσων, από το 2000, έχει επιβεβαιωθεί μόνο μία εγγραφή.

Καλλιέργεια και παραγωγή Επεξεργασία

Περιοχές καλλιέργειας Επεξεργασία

Ο κύριος παραγωγός και καταναλωτής κύμινου είναι η Ινδία. Παράγει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και καταναλώνει το 90% της δικής της παραγωγής (πράγμα που σημαίνει ότι η Ινδία καταναλώνει το 63% του παγκόσμιου κύμινου). Άλλοι παραγωγοί είναι η Συρία (7%), η Τουρκία (6%) και το Ιράν (6%). Το υπόλοιπο 11% προέρχεται από άλλες χώρες. Συνολικά, παράγονται ετησίως περίπου 300.000 τόνοι κύμινου, παγκοσμίως. Το 2007, η Ινδία παρήγαγε περίπου 175.000 τόνους κύμινου, σε μια έκταση περίπου 410.000 εκτάρια. Δηλαδή η μέση απόδοση ήταν 0,43 τόνοι ανά εκτάριο.[13][22]

Κλιματικές απαιτήσεις Επεξεργασία

Το κύμινο είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και είναι τροπική ή ημι-τροπική καλλιέργεια. Η καταγωγή του είναι πιθανότατα από την Αίγυπτο, το Τουρκμενιστάν και την ανατολική Μεσόγειο. Το κύμινο έχει μια σύντομη εποχή ανάπτυξης των 100 - 120 ημερών.[23] Οι θερμοκρασίες για τη βέλτιστη ανάπτυξη, είναι μεταξύ 25° και 30°C.[13] Το Μεσογειακό κλίμα είναι το πλέον κατάλληλο για την ανάπτυξη του· καθώς το κύμινο απαιτεί ένα μέτρια δροσερό και ξηρό κλίμα. Η καλλιέργεια του κύμινου, απαιτεί ένα μακρύ, καυτό καλοκαίρι διάρκειας τριών έως τεσσάρων μηνών. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, το χρώμα των φύλλων αλλάζει από πράσινο σε μωβ. Η υψηλή θερμοκρασία, μπορεί να μειώσει την περίοδο ανάπτυξης και να προκαλέσει την πρόωρη ωρίμανση. Στην Ινδία, το κύμινο σπέρνεται από τον Οκτώβριο μέχρι το αρχές του Δεκεμβρίου και η συγκομιδή ξεκινά τον Φεβρουάριο.[13] Στη Συρία και το Ιράν το κύμινο σπέρνεται από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου (επεκτάσεις έως τα μέσα Ιανουαρίου, είναι δυνατές) και συλλέγεται τον Ιούνιο / Ιούλιο.[13][22]

Παράμετροι καλλιέργειας Επεξεργασία

Το κύμινο καλλιεργείται από τους σπόρους. Οι σπόροι πρέπει να είναι σε θερμοκρασία από 2 έως 5°C (36 έως 41°F) για να αναδυθούν, με την προτεινόμενη βέλτιστη να είναι 20-30°C (68-86°F). Το κύμινο είναι ευάλωτο στον παγετό, ιδιαίτερα κατά την ανθοφορία και στο στάδιο του πρώιμου σχηματισμού των σπόρων.[13] Οι μέθοδοι για τη μείωση των ζημιών λόγω παγετού, είναι ο ψεκασμός με θειικό οξύ (0,1%), η άρδευση των καλλιεργειών πριν από τη συχνότητα εμφάνισης του παγετού, η δημιουργία ανεμοφρακτών ή η δημιουργία ενός καλύμματος καπνού, νωρίς το πρωί.[13] Τα σπορόφυτα του κύμινου είναι μάλλον μικρά και το σθένος τους είναι χαμηλό. Η ενυδάτωση των σπόρων για 8 ώρες πριν από τη σπορά, ενισχύει τη βλαστική τους ικανότητα.[13] Για ένα βέλτιστο πληθυσμό φυτών, συνιστάται η πυκνότητα σποράς των να είναι 12-15 κιλά ανά εκτάριο (11-13 πάουντς (lb) / έικρ).[13] Προτιμώνται τα γόνιμα, αμμώδη, αργιλώδη εδάφη με τον καλό αερισμό, τη σωστή αποστράγγιση και την υψηλή διαθεσιμότητα οξυγόνου. Το βέλτιστο pH του εδάφους κυμαίνεται από pΗ 6,8 με 8,3.[13] Τα σπορόφυτα του κύμινου, είναι ευαίσθητα στην αλατότητα[23] και η ανάδυσή τους από βαρέα εδάφη, είναι πιθανώς επιζήμια. Ως εκ τούτου, η κατάλληλη προετοιμασία του εδάφους για σπορά (ομαλό φυτώριο) είναι ζωτικής σημασίας για τη βέλτιστη ανάπτυξη του κύμινου.[22]

Δύο μέθοδοι σποράς χρησιμοποιούνται για το κύμινο, η αναμεταδοτική (broadcasting) και η γραμμική σπορά.[13] Για την αναμεταδοτική σπορά, το χωράφι διαιρείται σε παρτέρια και οι σπόροι μεταδίδονται ομοιόμορφα σε αυτά (τα παρτέρια). Στη συνέχεια καλύπτονται με χώμα, χρησιμοποιώντας μια τσουγκράνα. Για τη γραμμική σπορά, προετοιμάζονται ρηχά αυλάκια με άγκιστρα, σε απόσταση 20 έως 25 εκ. (8 έως 10 ίντσες). Οι σπόροι κατόπιν τοποθετούνται σε αυτά τα αυλάκια και καλύπτονται με χώμα. Η γραμμική σπορά προσφέρει πλεονεκτήματα για τις μετακαλλιεργητικές εργασίες όπως το ξεχορτάριασμα, το σκάλισμα ή τον ψεκασμό.[13] Το συνιστώμενο βάθος σποράς είναι 1-2 εκατοστά και η συνιστώμενη πυκνότητα σποράς είναι περίπου 120 φυτά ανά τετραγωνικό μέτρο. Οι ανάγκες σε νερό του κύμινου, είναι χαμηλότερες από εκείνες πολλών άλλων ειδών.[13] Παρά ταύτα, μετά τη σπορά, το κύμινο ποτίζεται συχνά για να εξασφαλιστεί ότι αρκετή υγρασία είναι διαθέσιμη για την ανάπτυξη του φυτού. Η ποσότητα και η συχνότητα της άρδευσης εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες.[13][22]

Η διαχείριση της καλλιέργειας Επεξεργασία

 
Κούμινον το κύμινον (Cuminum cyminum) Linn.

Η σχετική υγρασία στο κέντρο της προέλευσης του κύμινου είναι μάλλον χαμηλή. Η υψηλή σχετική υγρασία (δηλαδή υγρές εποχές) ευνοεί τις μυκητιάσεις. Το κύμινο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη σήψη (blight) Alternaria και τη μάρανση Fusarium. Οι πρόωρες εσπαρμένες καλλιέργειες (early sown crops) εμφανίζουν εντονότερα τις συνέπειες της νόσου απ'ότι οι αργά εσπαρμένες καλλιέργειες (late sown crops). Η πιο σημαντική ασθένεια είναι ο μαρασμός (wilt) που προκαλείται από τους μύκητες του γένους Fusarium και που προκύπτουν απώλειες απόδοσης έως και 80%.[13] Ο Fusarium είναι σπορο- ή χωματο-μεταδιδόμενος και απαιτεί ξεχωριστές θερμοκρασίες εδάφους για την ανάπτυξη επιδημιών.[13] Η ανεπαρκής λίπανση μπορεί να ευνοήσει τις επιδημίες Fusarium.[13] Η σήψη (blight) του κύμινου, η Alternaria, εμφανίζεται με τη μορφή σκούρων καφέ κηλίδων στα φύλλα και τους μίσχους.[13] Όταν ο καιρός είναι συννεφιασμένος και μετά την ανθοφορία, αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης της νόσου.[13] Μια άλλη αλλά λιγότερο σημαντική ασθένεια, είναι ο περονόσπορος υπό τη μορφή σκόνης (powdery mildew). Η συχνότητα εμφάνισης του περονόσπορου υπό τη μορφή σκόνης, κατά την αρχική ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει δραστική μείωση της απόδοσης, επειδή δεν σχηματίζονται σπόροι.[13] Αργότερα στην ανάπτυξη, ο περονόσπορος υπό τη μορφή σκόνης, προκαλεί αλλοίωση του χρώματος, μικρούς σπόρους.[13][22]

Οι παθογόνειες μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλές μειώσεις στην απόδοση της καλλιέργειας. Το κύμινο μπορεί να προσβληθεί από τις αφίδες (Myzus persicae), κατά το στάδιο της ανθοφορίας.[13] Πιπιλίζουν τους χυμούς του φυτού από τα τρυφερά του μέρη καθώς και τα άνθη.[13] Το φυτό γίνεται κίτρινο, ο σχηματισμός των σπόρων μειώνεται (μειωμένη απόδοση) και η ποιότητα του προϊόντος κατά τη συγκομιδή του μειώνεται. Τα βαριά προσβεβλημένα μέρη των φυτών θα πρέπει να αφαιρεθούν[13]. Άλλα σημαντικά παράσιτα είναι τα ακάρεα (Petrobia latens) τα οποία συχνά επιτίθενται την καλλιέργεια. Δεδομένου ότι τα ακάρεα τρέφονται κυρίως με νεαρά φύλλα, η προσβολή είναι πιο σοβαρή στους νεαρούς ταξιανθίες.[13][22]

Η ανοικτή κόμη του κύμινου είναι ένα άλλο πρόβλημα. Απορροφάται μόνο ένα μικρό ποσοστό του εισερχόμενου φωτός. Ο Δείκτης Φυλλικής Επιφανείας (Leaf Area Index (LAI)) του κύμινου είναι χαμηλός (περίπου 1,5). Αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα, διότι τα ζιζάνια μπορούν να ανταγωνιστούν το κύμινο για βασικούς πόρους όπως το νερό και το φως και ως εκ τούτου τη χαμηλότερη απόδοση. Η αργή ανάπτυξη και το κοντό ανάστημα του κύμινου ευνοούν επιπλέον και τον ανταγωνισμό των ζιζανίων.[13] Απαιτούνται, δύο συναντήσεις για σκάλισμα και ξεχορτάριασμα (30 και 60 ημέρες μετά τη σπορά), προκειμένου να ελεγχθούν τα ζιζάνια. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης του ξεχορταριάσματος (30 ημέρες μετά τη σπορά), πρέπει επίσης, να γίνει και η αραίωση, για την απομάκρυνση των περίσσειων φυτών. Η χρήση των προ-φυτών ή προ-φυτρωτικών (pre-plant or pre-emergence) ζιζανιοκτόνων είναι πολύ αποτελεσματική στην Ινδία.[13] Αλλά αυτό το είδος εφαρμογής του ζιζανιοκτόνου, απαιτεί την υγρασία του εδάφους για τον επιτυχή έλεγχο των ζιζανίων.[22]

Συστάσεις Γονιμοποίησης στην Ινδία[13]

  • 20 κιλά / εκτάριο (ha) (18 πάουντς ((lb)... 1 lb = 0,45359237 κιλά) / έικρ) φωσφορικό (σπορά)
  • 30 κιλά / εκτάριο (ha) (27 πάουντς (lb) / έικρ) άζωτο, οποιοδήποτε
    μονή δόση (30 ημέρες μετά τη σπορά) ή
    δύο δόσεις (30 και 60 ημέρες μετά τη σπορά)

Συστάσεις Γονιμοποίησης στη Συρία[13]

  • 50 κιλά (110 πάουντς (lb)) τριπλό υπέρ φωσφορικό (κατά τη φύτευση)
  • 50 κιλά ουρίας (110 πάουντς (lb)) (κατά τη φύτευση)

Αναπαραγωγή κύμινου Επεξεργασία

Το κύμινο είναι διπλοειδές είδος και με 14 χρωμοσώματα (δηλαδή 2n = 14). Τα χρωμοσώματα των διαφόρων ποικιλιών έχουν μορφολογικές ομοιότητες και δεν υπάρχει διακριτή μεταβολή στο μήκος και στον όγκο. Στη φύση η αναπαραγωγή γίνεται με επικονίαση στην οποία μεσολαβούν συνήθως οι μέλισσες. Οι περισσότερες από τις ποικιλίες που διατίθενται σήμερα είναι επιλογές.[13] Οι μεταβλητότητες στην απόδοση και στην απόδοση συστατικών είναι υψηλές. Οι ποικιλίες αναπτύχθηκαν από συγγενή ζευγαρώματα (sib mating) σε κλειστούς θαλάμους[13] ή με τη βιοτεχνολογία. Το κύμινο είναι διασταυρούμενος επικονιαστής (cross-pollinator), δηλαδή οι φυλές είναι ήδη υβρίδια. Ως εκ τούτου, η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή είναι εργαστηριακές (in vitro) αναπλάσεις, τεχνολογιών DNA και μεταφορά γονιδίων. Η εργαστηριακή (in vitro) καλλιέργεια του κύμινου επιτρέπει την παραγωγή γενετικά πανομοιότυπων φυτών. Οι κύριες πηγές για τα μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται στις in vitro αναγεννήσεις είναι έμβρυα, υποκοτύλια, μεσογονιαίοι βλαστοί (shoot internodes), φύλλα και κοτυληδόνες. Ένας στόχος στην αναπαραγωγή κύμινου, είναι η βελτίωση της αντοχής του στις βιοτικές (μυκητιάσεις) και αβιοτικές (κρύο, ξηρασία, αλατότητα) καταπονήσεις. Η δυνατότητα γενετικής ποικιλότητας για την συμβατική καλλιέργεια του κύμινου είναι περιορισμένη και η έρευνα σχετικά με τη γενετική του είναι σπανία.[24][22]

Χρήσεις Επεξεργασία

 
Τριμμένο κύμινο, προς πώληση στην αγορά της Ορτυγία, Συρακούσες (Ιταλία).

Οι σπόροι κύμινου, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα για τη χαρακτηριστική τους γεύση και άρωμα. Είναι παγκοσμίως δημοφιλές και αποτελεί βασικό άρτυμα σε πολλές κουζίνες, ιδιαίτερα στις κουζίνες της Νότιας Ασίας, της Βόρειας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Το κύμινο μπορεί να βρεθεί σε ορισμένα τυριά, όπως το τυρί Leyden και σε ορισμένα παραδοσιακά ψωμιά από τη Γαλλία. Συνήθως, χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή Βραζιλιάνικη κουζίνα. Το κύμινο μπορεί να είναι συστατικό στη σκόνη τσίλι (συχνά Τεξ-Μεξ [Σημ. 3] ή Μεξικάνικου τύπου) και βρίσκεται σε μείγματα ατσιότε (achiote),[Σημ. 4] αδόμπο (adobo),[Σημ. 5] σοφρίτο (sofrito),[Σημ. 6] γκαράμ μασάλα, σκόνη κάρι, μπαχαράτ[25] αλλά και του ρας ελ χανούτ.[26] Στη Μιανμάρ, το κύμινο είναι γνωστό ως "ζi γιαρ" και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα.

Το κύμινο μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε τριμμένο είτε ολόκληροι οι σπόροι. Βοηθά στο να προστεθεί μια γήινη και μια ζεστή αίσθηση στο φαγητό, καθιστώντας το βασικό σε ορισμένα βραστά και σούπες καθώς και σε καρυκευμένες σάλτσες όπως το τσίλι. Επίσης, χρησιμοποιείται ως συστατικό σε μερικά τουρσιά και γλυκά.[27]

Στην Κύπρο το χρησιμοποιούν ευρέως, σαν πιπέρι.[28]

Φαρμακευτικές χρήσεις Επεξεργασία

 
Αιθέριο έλαιο κύμινου σε διαφανές γυάλινο φιαλίδιο.

Στα Σανσκριτικά, το κύμινο είναι γνωστό ως "jira ή jeera" "αυτό που βοηθά την πέψη". Στο σύστημα Αγιουρβέδα, αποξηραμένοι σπόροι κύμινου χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς. Αυτοί οι σπόροι κονιορτοποιούνται και χρησιμοποιούνται σε διάφορες μορφές, όπως kashaya (αφέψημα), arishta (αφέψημα, το οποίο έχει υποστεί ζύμωση), βάτι (δισκίο / χάπια) και επεξεργασμένα με ghee.[Σημ. 7] Χρησιμοποιείται εσωτερικά και μερικές φορές και για εξωτερικές εφαρμογές, επίσης, ενισχύει την όρεξη, την αντίληψη της γεύσης, την πέψη, την όραση, τη δύναμη και τη γαλουχία. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του πυρετού, την απώλεια της όρεξης, τη διάρροια, τον εμετό, το φούσκωμα στη κοιλία, τα οιδήματα και τις επιλόχειες διαταραχές.[29]

Στη νότια Ινδία, δημοφιλή ποτά όπως στην Κεράλα και στην Ταμίλ Ναντού, ονομάζονται "νερό jira" και γίνονται με το βρασμό σπόρων κύμινου.[30] Πιστεύεται, ότι το κύμινο είναι ευεργετικό για τις καρδιακές παθήσεις, τα οιδήματα, τα άτομα με έλλειψη γεύσης (tastelessness), τον εμετό, την κακή πέψη και το χρόνιο πυρετό.[31]

Οι Ahmad Reza Gohari και Soodabeh Saeidnia έχουν εξετάσει τη φυτοχημεία (phytochemistry) των σπόρων του Κούμινον το κύμινον (Cuminum cyminum) και τα πρότυπά του. Έχουν αναφέρει πολλές φαρμακολογικές επιδράσεις όπως αντι-διαβητικές, ανοσολογικές, αντι-επιληπτικές, αντι-καρκινικές (anti-tumour) και αντιμικροβιακές δραστηριότητες.[32] Μια μελέτη από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Mysore της Ινδίας αναφέρουν τις πιθανές αντι-διαβητικές ιδιότητες του κύμινου.[33]

Οι Efraim Lev και Zohar Amar έχουν αναφέρει αρκετές φαρμακευτικές ιδιότητες και οφέλη για την υγεία των σπόρων κύμινου.[34] Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι σπόροι κύμινου και το θερμό νερό jeera πιστεύεται ότι βελτιώνουν την έκκριση σάλιου και ανακουφίζουν τις διαταραχές του πεπτικού συστήματος.

Δευτερογενείς μεταβολίτες Επεξεργασία

Η Cuminaldehyde, το κυμένιο (p-Cymene) και τα τερπενοειδή (terpenoids) είναι τα κύρια πτητικά συστατικά του κύμινου. Τα αποτελέσματα μιας μελέτης που πραγματοποιήθηκε στην Ινδία, έδειξαν ότι κύμινο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα αντιοξειδωτικό.[35] Η αντιοξειδωτική δυναμική του, συσχετίζεται με το περιεχόμενο της φαινόλης στο κύμινο.[35] Η Cuminaldehyde έχει επίσης αντιμικροβιακές και αντιμυκητιακές ιδιότητες οι οποίες θα μπορούσαν να δειχθούν π.χ. με το Escherichia coli και το Penicillium chrysogenum.[36]

Διατροφική αξία Επεξεργασία

Αν και οι σπόροι κύμινου περιέχουν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό σιδήρου, θα πρέπει να καταναλωθούν εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες κύμινου για να χρησιμεύσουν ως μια σημαντική διατροφική πηγή (βλ. δεδομένα διατροφής).

Σύμφωνα με το USDA, μία κουταλιά της σούπας από το μπαχαρικό κύμινο περιέχει[37]

Τέλος, οι σπόροι του κύμινου περιέχουν από 2,5% έως 4,5% αιθέριο έλαιο, κύριο συστατικό του οποίου είναι η κουμιναλδεΰδη.

Θρεπτική αξία
ανά 100 g (3,5 oz)
αποξηραμένοι σπόροι κύμινου
Ενέργεια 1567 kJ
Θερμίδες 375 kcal
Υδατάνθρακες 44,24 g
Σάκχαρα 2,25 g
Φυτικές ίνες 10,5 g
Λιπαρά 22,27 g
Κορεσμένα 1,535 g
Μονοακόρεστα 14,04 g
Πολυακόρεστα 3,279 g
Πρωτεΐνες 17,81 g
Βιταμίνες (Vitamins)
Βιταμίνη Α ισοδύν. 64 μg (8%)
βήτα-καροτένιο 762 μg (7%)
Βιταμίνη Α 1270 IU
Θειαμίνη1) 0,628 mg (55%)
Ριβοφλαβίνη2) 0,327 mg (27%)
Νιασίνη3) 4,579 mg (31%)
Βιταμίνη Β6 0,435 mg (33%)
Φυλλικό οξύ9) 10 μg (3%)
Βιταμίνη Β12 0 μg (0%)
Χολίνη 24,7 mg (5%)
Βιταμίνη C 7,7 mg (9%)
Βιταμίνη D 0 μg (0%)
Βιταμίνη D 0 IU
Βιταμίνη E 3,33 mg (22%)
Βιταμίνη K 5,4 μg (5%)
Ιχνομέταλλα
Ασβέστιο 931 mg (93%)
Σίδηρος 66,36 mg (510%)
Μαγνήσιο 931 mg (262%)
Μαγγάνιο 3,333 mg (159%)
Φωσφόρος 499 mg (71%)
Κάλιο 1788 mg (38%)
Νάτριο 168 mg (11%)
Ψευδάργυρος 4,8 mg (51%)
Άλλα συστατικά
Νερό 8,6 g
Μονάδες μέτρησης:
μg = μικρογραμμάρια, mg = χιλιοστόγραμμα
IU = Διεθνείς μονάδες (International units)
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: USDA[38]

Σύγχυση με άλλα μπαχαρικά Επεξεργασία

 
Σπόροι από το Μελάνθιον το ήμερον ή Νιγέλα την εδώδιμο (Nigella sativa).

Το κύμινο μερικές φορές συγχέεται με το αγριοκύμινο (Carum carvi), ένα άλλο σκιαδοφόρο (umbelliferous) μπαχαρικό. Το κύμινο, όμως, είναι πιο καυτερό στη γεύση, ελαφρύτερο στο χρώμα, και μεγαλύτερο.[Σημ. 8] Σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δύο.[εκκρεμεί παραπομπή] Πολλές Σλαβικές και Ουραλικές γλώσσες αναφέρονται στο κύμινο ως "Ρωμαϊκό αγριοκύμινο". Παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν: στα Τσέχικα: kmín το αγριοκύμινο και římský kmín το κύμινο· στα Πολωνικά: kminek το αγριοκύμινο και kmín rzymski το κύμινο· στα Ουγγρικά: kömény το αγριοκύμινο, római kömény το κύμινο. Στα Φινλανδικά: kumina το αγριοκύμινο, római kömény το κύμινο, παρόλο που μερικές φορές επίσης ονομάζεται juustokumina δηλ. τυρο-αγριοκύμινο. Στα Νορβηγικά, το αγριοκύμινο ονομάζεται τόσο karve όσο και kummin / kømming ενώ το κύμινο είναι spisskummen, από τη λέξη spise = για να φάει. Ομοίως, στα Σουηδικά και στα Δανέζικα, το αγριοκύμινο είναι kummin / kommen, ενώ το κύμινο είναι spiskummin / spidskommen. Στα Γερμανικά: το Kümmel, Wiesenkümmel, Echter Kümmel ή Gemeiner Kümmel σημαίνει αγριοκύμινο ενώ το Kreuzkümmel, Römischer Kümmel, Mutterkümmel, Weißer Kümmel, Welscher Kümmel και Wiesch Kümmel[39] δηλώνουν το κύμινο. Στα Ισλανδικά: kúmen είναι το αγριοκύμινο ενώ kúmín το κύμινο. Στα Ρωσικά ονομάζεται Зира, Зэра, Римский тмин, Кмин, Кмин тминовый, Кумин, Каммун. [40] Στα Ρουμανικά: chimen, chimion είναι το αγριοκύμινο, ενώ chimion turcesc (το τουρκικό αγριοκύμινο) και cumin, camon είναι το κύμινο.

Τα μακρινά συγγενικά Βούνιον το περσικόν (Bunium persicum), Βούνιον το βολβοκάστανον (Bunium bulbocastanum) και το άσχετο Μελάνθιον το ήμερον,[20] τα γνωστά μαυροσούσαμο ή μαυροκούκι ή νιγκέλλα[20] (Nigella sativa), μερικές φορές αποκαλούνται μαύρο κύμινο.

Προφίλ αρώματος Επεξεργασία

Η χαρακτηριστική γεύση του κύμινου και το δυνατό, ζεστό άρωμά του οφείλονται στα αιθέρια έλαια που περιέχει. Το κύριο συστατικό των ενώσεων του αρώματος είναι η cuminaldehyde (ένας πολλά υποσχόμενος παράγοντας κατά της άλφα-συνουκλεΐνης (alpha-synuclein) συσσωμάτωσης (aggregation)) και cuminic alcohol. Άλλες σημαντικές ενώσεις αρώματος ψημένου κύμινου είναι οι υποκατεστημένες (substituted) πυραζίνες (pyrazines), 2-αιθοξυ-3-ισοπροπυλοπυραζίνης (2-ethoxy-3-isopropylpyrazine), 2-methoxy-3-sec-butylpyrazine, και 2-μεθοξυ-3-μεθυλοπυραζίνης (2-methoxy-3-methylpyrazine). Άλλα συστατικά περιλαμβάνουν γ-τερπινένιο (γ-terpinene), σαφρανάλη (safranal), ρ-κυμένιο (p-cymene) και β-πινένιο (β-pinene).[41][42][43]

Εικόνες Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 36, σελίδα 354.

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Η λέξη αυτή επίσης γράφεται και προφέρεται ως τζίρα ή τζήρα (jeera ή zeera)).
  2. Το σκιάδιο (umbel), είναι ταξιανθία που φέρει κεντρικό άξονα, από την κορυφή του οποίου εκφύονται ποδισκοφόρα άνθη. Τα άνθη αυτά εμφανίζονται συνήθως στο ίδιο επίπεδο. Μοιάζει με τις νευρώσεις της ομπρέλας, εξ ου και η ονομασία.[Παρ. Σημ. 1][Παρ. Σημ. 2]
  3. Πρόκειται για την ενιαία κουζίνα των περιοχών Τέξας και Μεξικού.
  4. Η recado rojo ή πάστα ατσιότε (achiote), είναι δημοφιλές μείγμα μπαχαρικών, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Μάγια. Tώρα, συνδέεται στενά με τις κουζίνες από το Μεξικό και το Μπελίζ, ειδικά στο Γιουκατάν και στην Οαχάκα. Το μείγμα των μπαχαρικών περιλαμβάνει συνήθως ανάτο (annatto), Μεξικάνικη ρίγανη, κύμινο, γαρίφαλο, κανέλα, μαύρο πιπέρι, μπαχάρι, σκόρδο και αλάτι. Οι σπόροι του ανάτο βάφουν το μείγμα κόκκινο και προσδίδουν στο φαγητό, ένα διακριτικό κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα.[Παρ. Σημ. 4]
  5. Το αδόμπο (adobo ή adobar) (Ισπανικά: μαρινάδα, σάλτσα, ή καρύκευμα) είναι η εμβάπτιση, των ωμών τροφίμων που βρίσκονται σε απόθεμα (ή σάλτσα) απαρτιζόμενα ποικιλοτρόπως από πάπρικα, ρίγανη, αλάτι, σκόρδο και ξύδι για να διατηρηθεί και να επαυξηθεί η γεύση τους.
  6. Σάλτσα που χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Ισπανίας, Πορτογαλίας και της Λατινικής Αμερικής, αποτελείται από σκόρδο, κρεμμύδι, πάπρικα, πιπεριές και ντομάτες, μαγειρεμένα με ελαιόλαδο.
  7. Το γκι (ghee), είναι ημί-υγρο βούτυρο, το οποίο προηγουμένως έχει λιώσει, προκειμένου να διαχωριστούν και να αφαιρεθούν οι ακαθαρσίες του και η διαφορά του από το συνηθισμένο βούτυρο είναι ότι δεν περιέχει καθόλου νερό το οποίο εξατμίζεται κατά την διαδικασία παρασκευής του. Το βούτυρο θερμαίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία για να εξατμιστεί το νερό που περιέχει και ταυτόχρονα να διαχωριστούν τα λευκώματα και η λακτόζη που περιέχει, χωρίς όμως να υπερθερμανθούν και να καούν. Στο τέλος της διαδικασίας οι πρωτεΐνες και τα σάκχαρα αφαιρούνται με φιλτράρισμα. Όταν το γκι αποκτήσει θερμοκρασία δωματίου γίνεται παχύρρευστο ως πηχτό με χρυσαφί χρώμα, αδιαφανές, και με πολύ έντονη μυρωδιά βουτύρου. Διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου πολύ περισσότερο από ό,τι το συνηθισμένο βούτυρο και ενδείκνυται για τηγάνισμα σε υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να αλλοιώνεται χάρη στο ψηλό σημείο καπνού 205 °C.[Παρ. Σημ. 5][Παρ. Σημ. 6]
  8. Βλέπε σχετικές φωτογραφίες (για τη σύγκριση σχήματος - χρώματος - μεγέθους).
Παραπομπές σημειώσεων
  1. {{http://www.etymonline.com/index.php?term=umbel umbel etymology]}}
  2. Beentje, H.· Williamson, J. (2010). The Kew Plant Glossary: an Illustrated Dictionary of Plant Terms. Royal Botanic Gardens, Kew: Kew Publishing. 
  3. Bayless, Rick & Deann Groen (2007). Authentic Mexican: Regional Cooking from the Heart of Mexico. New York, NY: William Morrow/HarperCollins Publishers. σελίδες 65–67. ISBN 0-06-137326-5. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2011. 
  4. McGee, Harold (2004). On food and cooking: the science and lore of the kitchen. New York, NY: Scribner. σελ. 398. ISBN 0-684-80001-2. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2011. [Παρ. Σημ. 3]
  5. Shilpa (14 Μαΐου 2007). «How to make Ghee». Aayi's Recipes. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2016. 
  6. Landis, Denise (2003). All About Ghee New York Times - Food Chain

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Cuminum cyminum information from NPGS/GRIN». www.ars-grin.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2008. 
  2. Νίκος Δ.Πλατής (2003). «Αρτυσία (Μπαχ. Λεξιλ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελ. 60. ISBN 960-04-2303-2. 
  3. Νίκος Δ.Πλατής (2003). «Κύμινο (Βοτ.), Κύμινο (Ιστ.), Κύμινο (Μπαχ. Εφαρμ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελίδες 228–229. ISBN 960-04-2303-2. 
  4. 4,0 4,1 Sahu, Deepika (7 Μαΐου 2013). «Health benefits of cumin». Times of India. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2014. Cumin (also known as Jeera) has a richness of history to give it a special place in the world of spices. 
  5. cuminum. Charlton T. Lewis και Charles Short. A Latin Dictionary στο Perseus Project.
  6. κύμινον. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project.
  7. Douglas Harper. «cumin». Online Etymology Dictionary. 
  8. «The Linear B word ku-mi-no». Palaeolexicon. Word study tool of ancient languages. 
  9. "«Kamūnu». premiumwanadoo.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. 
  10. Anton Deimel, Orientalia Old Series 13 (1924) 330.
  11. Εμμανουήλ Κριαράς (1995). «Κύμινο». Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας. Αθήνα, Ελλάδα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. σελ. 776. ISBN 960-21-3326-0. 
  12. Νίκος Δ.Πλατής (2003). «Κύμινο (Βοτ.), Κύμινο (Ιστ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελ. 228. ISBN 960-04-2303-2. 
  13. 13,00 13,01 13,02 13,03 13,04 13,05 13,06 13,07 13,08 13,09 13,10 13,11 13,12 13,13 13,14 13,15 13,16 13,17 13,18 13,19 13,20 13,21 13,22 13,23 13,24 13,25 13,26 13,27 13,28 13,29 13,30 13,31 13,32 13,33 13,34 13,35 E. V. Divakara Sastry· Muthuswamy Anandaraj. «Cumin, Fennel and Fenugreek». SOILS, PLANT GROWTH AND CROP PRODUCTION (PDF). Encyclopedia of Life Support Systems (EOLSS). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2013. 
  14. Daniel Zohary and Maria Hopf, Domestication of plants in the Old World, third edition (Oxford: University Press, 2000), p. 206
  15. Castleden, Rodney, “Minoans: Life in Bronze Age Crete”, Routledge, London & New York, 1990, p.52.
  16. Shusheela Raghaven (2000). Handbook of Spices, Seasonings and Flavorings (2η έκδοση). CRC Press, Taylor and Francis Group. σελίδες 284-285. ISBN 0-8493-2842-X. 
  17. Alan Davidson (1999). The Oxford Companion to Food. Oxford University Press. ISBN 0-19-211579-0. 
  18. Singh, D. Indian Cookery, Penguin, 1970, pp.24-25
  19. Subodh Kapoor (1 Ιουλίου 2002). The Indian Encyclopaedia. Cosmo Publications. σελ. 1745. ISBN 978-81-7755-257-7. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  20. 20,0 20,1 20,2 Νίκος Δ.Πλατής (2003). «Μαύρο κύμινο (Μπαχ. Λεξιλ.), Μελάνθιο το ήμερο (Μπαχ. Ποικ.), Νιτζέλλα (Μπαχ. Λεξιλ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελίδες 265–266, 268, 324–325. ISBN 960-04-2303-2. 
  21. Bird Seed Aliens in Britain
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 22,6 22,7 M. Kafi· M.H. Rashed Mohassel· A. Koocheki· M. Nassiri, επιμ. (2006). Cumin (Cuminum cyminum) Production and Processing. Enfield, New Hampshire, USA: Science Publishers. ISBN 978-1-57808-504-0. 
  23. 23,0 23,1 Nasim Roodbari; Mehrdad Lahooti; Shahram Roodbari; Ahmad Aein; Amin ganjali (2013). «The Effect of Salinity Stress on Germination and Seedling Growth of Cumin (Cuminum Cyminum L.. Journal of Agriculture and Food Technology 5 (3): 1–4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-10-28. https://web.archive.org/web/20151028071510/http://www.textroad.com/pdf/JAFT/J.%20Agric.%20Food.%20Tech.,%203(5)1-4,%202013.pdf. Ανακτήθηκε στις 2013-11-13. 
  24. Ebrahimie, Esmaeil; A.A. Habashi, B. Ghareyazie, M. Ghannadha, M. Mohammadie (2003). «A rapid and efficient method for regeneration of plantlets from embryo explants of cumin (Cuminum cyminum)». Plant Cell, Tissue and Organ Culture (Netherlands: Kluwer Academic Publishers) 75: 19–25. https://archive.org/details/sim_plant-cell-tissue-and-organ-culture_2003-10_75_1/page/19. 
  25. Νίκος Δ.Πλατής (Δεκέμβριος 2003). «Μπαχαράτ (Μπαχ. Λεξιλ.)». Μπαχαρικό Λεξικό (2η έκδοση). Αθήνα-Ελλάδα: Εκδόσεις «Κέδρος» Α.Ε. σελ. 297. ISBN 960-04-2303-2. 
  26. Νίκος Δ.Πλατής (Δεκέμβριος 2003). «Νιτζέλλα (Γεν.)». Μπαχαρικό Λεξικό (2η έκδοση). Αθήνα-Ελλάδα: Εκδόσεις «Κέδρος» Α.Ε. σελ. 324. ISBN 960-04-2303-2. 
  27. M. G. Kains (1912). American Agriculturist, επιμ. Culinary Herbs: Their Cultivation Harvesting Curing and Uses (English). Orange Judd Company. 
  28. Νίκος Δ.Πλατής (2003). «Κύμινο (Μπαχ. Εφαρμ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελ. 229. ISBN 960-04-2303-2. 
  29. «National R&D facility for Rasayana - Jiraka». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2015. 
  30. Scrumptiously Kerala
  31. Jeeraka or cumin and caraway (Cuminum cyminum and Carum carvi)
  32. Ahmad Reza Gohari· Soodabeh Saeidnia. «A Review on Phytochemistry of Cuminum cyminum seeds and its Standards from Field to Market». Pharmacognosy Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2016. 
  33. Paula Martinac (6 Απριλίου 2011). «Ground Cumin Health Benefits». 
  34. Efraim Lev· Zohar Amar (2008). Practical Materia Medica of the Medieval Eastern Mediterranean According to the Cairo Genizah. BRILL. σελίδες 159–160. 
  35. 35,0 35,1 Thippeswamy, N. B.; K. Akhilender Naidu (2005). «Antioxidant potency of cumin varieties—cumin, black cumin and bitter cumin—on antioxidant systems». Eur Food Res Technol 220: 472–476. doi:10.1007/s00217-004-1087-y. 
  36. Shetty, R.S.; R.S. Singhal, P.R. Kulkarni (1994). «Antimicrobial properties of cumin». World Journal of Microbiology & Biotechnology (Rapid Communications of Oxford Ltd) 10: 232–233. doi:10.1007/bf00360896. 
  37. «Search the USDA National Nutrient Database for Standard Reference». Nal.usda.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2011. 
  38. United States Department of Agriculture. «Cumin Seed». Agricultural Research Service USDA. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  39. Νίκος Δ.Πλατής. (2003). «Κύμινο (Μπαχ. Λεξιλ.)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελ. 212. ISBN 960-04-2303-2. 
  40. Римский тмин // Энциклопедический словарь Брокгауза и Ефрона: В 86 томах (82 т. и 4 доп.). — СПб., 1890—1907.
  41. Li, Rong; Zi-Tao Jiang (2004). «Chemical composition of the essential oil of Cuminum cyminum L. from China». Flavour and Fragrance Journal 19 (4): 311–313. doi:10.1002/ffj.1302. 
  42. Wang, Lu και άλλοι. (2009). «Ultrasonic nebulization extraction coupled with headspace single drop microextraction and gas chromatography–mass spectrometry for analysis of the essential oil in Cuminum cyminum L». Analytica Chimica Acta 647 (1): 72–77. doi:10.1016/j.aca.2009.05.030. PMID 19576388. 
  43. Iacobellis, Nicola S. και άλλοι. (2005). «Antibacterial Activity of Cuminum cyminum L. and Carum carvi L. Essential Oils». Journal of Agricultural and Food Chemistry 53 (1): 57–61. doi:10.1021/jf0487351. PMID 15631509. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  • [1] — Gernot Katzer's Spice Pages.
  • [2]