Γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα

καλλιτεχνικά ρεύματα στη Γαλλία του 17ου αιώνα

Η γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα, μία από τις πλουσιότερες περιόδους της τέχνης στη Γαλλία, στις πρώτες δεκαετίες ανέπτυξε τον καλλιτεχνικό ρυθμό του μπαρόκ, με επιδράσεις από την Ιταλία και τη Φλάνδρα. Από τα μέσα έως τα τέλη του 17ου αιώνα, απομακρύνθηκε από αυτή την τεχνοτροπία που εφαρμόζονταν στις περισσότερες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης την ίδια περίοδο και στράφηκε προς την κλασική τήρηση ορισμένων κανόνων αναλογίας και βαρύτητας, ρυθμός που αναφέρεται με τον όρο κλασικισμός.[1]

Et in Arcadia ego (Οι Βοσκοί της Αρκαδίας), Νικολά Πουσέν, 1639, Μουσείο του Λούβρου
Ο Λουδοβίκος ΙΔ' και η οικογένειά του, αποδίδεται στον Νικολά ντε Λαρζιλιέρ, 1711

Ο Χρυσός αιώνας Επεξεργασία

 
Παλάτι του Λουξεμβούργου, 1615-20, Σαλομόν ντε Μπρος

Στο τέλος του 16ου αιώνα, η Γαλλική Αναγέννηση είχε φθάσει στο τέλος της καθώς συγγραφείς, στοχαστές, καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες προχώρησαν στην εξερεύνηση νέων οριζόντων. Όπως και με την Αναγέννηση, οι νέες κατευθύνσεις στη γαλλική τέχνη προήλθαν αρχικά από όσα συνέβαιναν στην Ιταλία και τη Φλάνδρα. Έτσι, αναπτύχθηκε το γαλλικό μπαρόκ και στη συνέχεια ο γαλλικός κλασικισμός, καλλιτεχνικοί ρυθμοί που είχαν επίδραση σε όλες τις εκδηλώσεις της τέχνης στη Γαλλία εκείνη την εποχή: αρχιτεκτονική, γλυπτική, μουσική και διακοσμητικές τέχνες, καθώς και στη γαλλική λογοτεχνία (Κορνέιγ, Ρακίνας, Μολιέρος, Ζαν ντε λα Φονταίν, Σαρλ Περώ, Μπουαλώ), με σημαντικά αποτελέσματα, ώστε η εποχή έφτασε σε τέτοιο επίπεδο που ονομάσθηκε Χρυσός αιώνας.[2]

Ο Χρυσός αιώνας στην ιστορία της Γαλλίας υποδηλώνει τον 17ο αιώνα και αποτελεί μια από τις πλουσιότερες περιόδους της. Αυτό το όνομα χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να οριοθετήσει τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ (1643-1715), η ιστοριογραφία όμως σήμερα το εφαρμόζει σε μια μεγαλύτερη περίοδο που περιλαμβάνει ολόκληρο τον 17ο αιώνα και την εποχή ακόμη του Ερρίκου Δ΄ - ο οποίος είδε την αποκατάσταση της βασιλικής εξουσίας και το τέλος των Θρησκευτικών πολέμων - μέχρι το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ΄, δηλαδή από το 1589 έως το 1715. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που χαρακτηρίζεται από μοναρχικό απολυταρχισμό, το βασίλειο της Γαλλίας κυριαρχεί και ξεχωρίζει διαρκώς στην Ευρώπη χάρη στη στρατιωτική του επέκταση και την ολοένα και πιο κυρίαρχη πολιτιστική του επιρροή. Στο δεύτερο μισό του αιώνα, οι αυλές της Ευρώπης είχαν ως πρότυπο τον «Βασιλιά Ήλιο». Η γαλλική γλώσσα, η τέχνη, η μόδα και η λογοτεχνία εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, μια επιρροή που σημάδεψε επίσης ολόκληρο τον 18ο αιώνα.

 
Το Μέγαρο των Απομάχων, (1677-1706), Ζυλ Αρντουάν Μανσάρ

Χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως οι χαρακτηρισμοί Ρυθμός Λουδοβίκου ΙΓ΄ (για τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΓ΄, 1610-1643, κατά την οποία έλαβε χώρα μια νέα περίοδος έργων στο παλάτι του Λούβρου) και Ρυθμός Λουδοβίκου ΙΔ΄ (βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄, 1643 -1715, κατά την οποία αναπτύχθηκε το φιλόδοξο καλλιτεχνικό έργο στο παλάτι των Βερσαλλιών).

Από το 1660, το κλασικό ιδεώδες, κατανοητό ως σαφήνεια, μέτρο και υπακοή στους κανόνες, τόσο στα γράμματα όσο και στις τέχνες, θριάμβευσε στη Γαλλία ως μια αισθητική έκφραση της εξύμνησης της απόλυτης μοναρχίας και των ιδανικών της: τάξη και ενότητα, που συμπίπτουν με το καλλιτεχνικό γούστο που στήριζε η ανερχόμενη αστική τάξη.

Πολύ σημαντική ήταν η θεσμοθέτηση των τεχνών μέσω των Ακαδημιών, ιδιαίτερα της Ακαδημίας της Γαλλίας στη Ρώμη, που ιδρύθηκε το 1666 από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ υπό τη διεύθυνση των Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ, Σαρλ Λε Μπρεν και Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, και εκείνων που ιδρύθηκαν στο Παρίσι: Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής το 1648, Βασιλική Ακαδημία Μουσικής το 1669 και Βασιλική Ακαδημία Αρχιτεκτονικής το 1671, (που συγχωνεύθηκαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών το 1816) και άλλες, όπως η Ακαδημία Επιγραφών και Γραμμάτων το 1663 και η Γαλλική Ακαδημία το 1634, όλες υπάγονται στο Ινστιτούτο της Γαλλίας από το 1795.

Στο επίπεδο της διανόησης, τον 17ο αιώνα στη Γαλλία, αναπτύχθηκαν πολεμικές μεταξύ διαφόρων θεολογικών φατριών (Γιανσενιστές και Ιησουίτες, Μποσσυέ κατά Φενελόν) και η Αντιπαράθεση μεταξύ των Αρχαίων και των Σύγχρονων. Τα έργα φιλοσόφων όπως οι Ρενέ Ντεκάρτ, Πασκάλ, Πιέρ Μπαιλ, Νικολά Μαλμπράνς, Μπερνάρ ντε Φοντενέλ επηρέασαν την ανάπτυξη του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα.[3]

Το πρώτο μισό του 17ου αιώνα Επεξεργασία

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

 
Η πλατεία των Βοσγίων, 1605-1612

Ο Ερρίκος Δ΄, ανορθώνοντας το κράτος μετά τους Θρησκευτικούς πολέμους, στήριξε την πολεοδομική ανάπτυξη, δημιούργησε μεγάλες πλατείες στο Παρίσι (πλατεία των Βοσγίων, Ντωφίν) και ανήγειρε την πρόσοψη του ανακτόρου του Λούβρου προς τον Σηκουάνα, τη Γκραντ Γκαλερί.

Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της, η Μαρία των Μεδίκων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού, εστιάζοντας στην κατασκευή και την επίπλωση του παλατιού του Λουξεμβούργου. Για τη διακόσμησή του κάλεσε τον ζωγράφο Οράτσιο Τζεντιλέσκι (που έμεινε στο Παρίσι για δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια του 1623-1625), και ιδιαίτερα τον Φλαμανδό ζωγράφο Ρούμπενς, στον οποίο ανέθεσε να δημιουργήσει μια σειρά 21 έργων που δοξάζει τη ζωή και τη βασιλεία της ως μέρος της συλλογής έργων τέχνης της στο παλάτι του Λουξεμβούργου.

Οι αρχιτέκτονες Σαλομόν ντε Μπρος, Ζακ Λεμερσιέ και Φρανσουά Μανσάρ διαμόρφωσαν τον τύπο του γαλλικού ιδιωτικού μεγάρου που επηρέασε όλη την Ευρώπη και απομακρύνθηκε καθαρά από το ιταλικό αντίστοιχο, το παλάτσο. Πολλά κάστρα ξαναχτίστηκαν με το νέο κλασικό-μπαρόκ στιλ, μερικά από τα πιο διάσημα είναι το κάστρο του Μαιζόν και το κάστρο του Σεβερνί, με χαρακτηριστικές ψηλές στέγες «γαλλικού τύπου» και όψη που διατηρούσε το μεσαιωνικό μοντέλο του κάστρου διακοσμημένο με εξέχοντες πύργους.

Ζωγραφική Επεξεργασία

 
Νικολά Πουσέν, Ο Θησέας ανακαλύπτει το ξίφος του πατέρα του, περ. 1638

Στις αρχές του 17ου αιώνα, στην αυλή της Μαρίας των Μεδίκων και του Λουδοβίκου ΙΓ΄, οι ζωγράφοι εφάρμοζαν ακόμη τον ύστερο μανιερισμό καθώς και το πρώιμο μπαρόκ. Η τέχνη αυτής της περιόδου είχε επιρροές τόσο από την ολλανδική και φλαμανδική ζωγραφική μπαρόκ όσο και από τους Ιταλούς ζωγράφους του μπαρόκ. Οι καλλιτέχνες είχαν διχασθεί μεταξύ των υποστηρικτών του Ρούμπενς, ο οποίος εργάστηκε στο ανάκτορο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι από το 1622 έως το 1625, (χρώμα, ελευθερία, αυθορμητισμός, φλαμανδικό μπαρόκ) και υποστηρικτές του Νικολά Πουσέν (σχέδιο, ορθολογικός έλεγχος, αναλογία, ρωμαϊκός κλασικισμός).[4]

 
Κλωντ Λορραίν, Άκις και Γαλάτεια, 1657, Δρέσδη, Πινακοθήκη των Παλαιών Δασκάλων

Οι δύο μεγάλοι Γάλλοι ζωγράφοι του μπαρόκ, ο Νικολά Πουσέν και ο Κλωντ Λορραίν, ο οποίος καθόρισε τη μορφή της κλασικής τοπιογραφίας, εργάστηκαν στην Ιταλία, όπου ταξίδευαν πολλοί νέοι Γάλλοι ζωγράφοι των αρχών του αιώνα για να εκπαιδευτούν.

 
Βαλεντέν ντε Μπουλόνι, Στρατιώτες παίζουν χαρτιά και ζάρια, περ. 1618–1620

Το 1627, ο Σιμόν Βουέ, έχοντας παραμείνει 14 χρόνια στη Ρώμη όπου επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία του Καραβάτζο, επιστρέφοντας στη Γαλλία εισήγαγε το ιταλικό μπαρόκ. Δημιουργήθηκε έτσι μια ισχυρή σχολή Καραβατζιστών με σημαντικότερους εκφραστές της στη Γαλλία τον Σιμόν Βουέ, τους Ζωρζ ντε Λα Τουρ και Τροφίμ Μπιγκό με τους φωτισμένους με κεριά πίνακές τους, τον Νικολά Τουρνιέ και τον Βαλεντέν ντε Μπουλόνι. Σκηνές της καθημερινής ζωής χωρικών παρουσιάστηκαν στους πίνακες των τριών αδερφών Λε Ναιν. Οι ζωγράφοι όμως στη Γαλλία, δεν εφάρμοσαν πιστά τους κανόνες του μπαρόκ. Ακόμη και ο Σιμόν Βουέ, μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, άλλαξε την τεχνοτροπία του σε ένα πιο μετρημένο αλλά εξαιρετικά διακοσμητικό και κομψό στυλ.[5]

Στη γαλλική αυλή καλλιεργήθηκε επίσης η προσωπογραφία, ειδικά στο έργο του Φιλίπ ντε Σαμπέν, ο οποίος καλλιέργησε τόσο το απλό, οικείο πορτρέτο με μεγάλη ψυχολογική διείσδυση, όσο και το αυλικό, στο οποίο παρουσιάζονται άτομα του βασιλικού περιβάλλοντος σε όλο τους το μεγαλείο.

Σημαντικό είναι επίσης το έργο των ζωγράφων Ζακ Μπλανσάρ, [6]Κλωντ Βινιόν και των χαρακτών Αβραάμ Μπος, Ζακ Μπελάνζ και Ζακ Καλό.

Παρισινός Αττικισμός Επεξεργασία

 
Εστάς Λε Συέρ, Η Αφροδίτη παρουσιάζει τον Έρωτα στον Δία (περ. 1646-1647), Παρίσι, Λούβρο

Από το 1640 έως το 1660, η γαλλική ζωγραφική απομακρύνθηκε από τις υπερβολές και τον νατουραλισμό του ιταλικού μπαρόκ και ζωγράφοι όπως ο Εστάς Λε Συέρ και ο Λωράν ντε Λα Ιρ, ακολουθώντας το παράδειγμα του Νικολά Πουσέν ανέπτυξαν μία κλασικιστική τεχνοτροπία γνωστή ως Παρισινός αττικισμός: Οι ζωγράφοι, εστιάζοντας στην αναλογία, την αρμονία και τη σημασία του σχεδίου, χρησιμοποιούσαν ένα αυστηρό κλασικό στυλ, αναζητώντας νηφαλιότητα, φωτεινότητα και αρμονία και προτιμούσαν να αναπαριστούν θέματα από την κλασική ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Οι συνθέσεις ήταν απλές, αλλά μέσα τους περιλάμβαναν εξελιγμένους κώδικες και σύμβολα που οι εκλεπτυσμένοι πελάτες ήξεραν πώς να αποκρυπτογραφήσουν.

Η εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ Επεξεργασία

 
Ανάκτορο των Βερσαλλιών (1669-1685), των Λουί Λε Βω και Ζυλ Αρντουάν Μανσάρ

Η τέχνη της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ αναφέρεται με τον όρο κλασικισμός. Η αντίθεση μεταξύ ενός «λογικού» γαλλικού κλασικισμού και ενός «υπερβολικού» ιταλικού μπαρόκ βρίσκεται στην επιθυμία, που επιβεβαιώθηκε από τον 17ο αιώνα, το Παρίσι να υποκαταστήσει τη Ρώμη ως κέντρο πολιτιστικής επιρροής και εμφανίζεται την εποχή που οι Βερσαλλίες και η αυλή του Βασιλιά Ήλιου παίρνουν τη θέση της Ιταλίας.

Το σημείο καμπής θα είναι τον Απρίλιο του 1665 με την απόρριψη των σχεδίων του διεθνούς ακτινοβολίας Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι για την κιονοστοιχία του Λούβρου: ο πιο διάσημος και περιζήτητος αρχιτέκτονας της Ευρώπης απορρίφθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ προς όφελος των πιο αυστηρών και κλασικών προτάσεων του Γάλλου Κλωντ Περώ. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί τέχνης θεωρούν τη γαλλική αρχιτεκτονική της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΓ΄ και ιδιαίτερα του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ως μπαρόκ: πιστεύουν ότι οι περισσότερες «κλασικές» γαλλικές κατασκευές, θρησκευτικές ή αστικές, συγκεντρώνουν όλα τα μπαρόκ στοιχεία: μια γεύση για μεγαλοπρέπεια, προοπτική και βαριά διακόσμηση.[2]

 
Κάστρο του Βω-λε-Βικόντ, έργο του Λουί Λε Βω (1658-1661)

Η επιστράτευση της τέχνης στην υπηρεσία του γοήτρου της μοναρχίας που πραγματοποιήθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ με τη βοήθεια του Κολμπέρ, βρήκε ισχυρό στήριγμα στη δύναμη των ιδρυμάτων: των Ακαδημιών στο Παρίσι, της Ακαδημίας της Ρώμης, του εργοστασίου των Γκομπλέν, που έδιναν τις επίσημες καλλιτεχνικές γραμμές που βασίζονταν στην υπεροχή της αρχαίας τέχνης και της τέχνης του Πουσέν, με θέματα κατά προτίμηση εμπνευσμένα από την αρχαιότητα ή την ελληνορωμαϊκή μυθολογία. Ο κλασικισμός που αναπτύχθηκε έκανε αυτή την τάση το επίσημο κίνημα στη Γαλλία και επηρέασε ευρέως μια ολόκληρη γενιά Γάλλων ζωγράφων και την υπόλοιπη Ευρώπη.[7]

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

 
Κολλέγιο των Τεσσάρων Εθνών, Λουί Λε Βω, 1662-1688

Το σημαντικότερο έργο του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα στη Γαλλία ήταν το παλάτι των Βερσαλλιών, αρχικά ένα μικροσκοπικό κυνηγετικό καταφύγιο, που μετατράπηκε στο πιο λαμπρό παλάτι της Ευρώπης, μια μεγαλοπρεπής κατασκευή, που προσπαθούσε να δείξει το μεγαλείο του μονάρχη και τον υψηλό και θεϊκό χαρακτήρα της απόλυτης μοναρχίας. Κατασκευάστηκε υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Λουί Λε Βω, που είχε επίσης δημιουργήσει το κάστρο του Βω-λε-Βικόντ (1658-1661) του υπουργού οικονομικών Νικολά Φουκέ, και Ζυλ Αρντουάν Μανσάρ, που αργότερα (1690-1705) κατασκεύασε το παρεκκλήσι του μεγάρου των Απομάχων στο Παρίσι. Στη διακόσμηση συμμετείχε ο ζωγράφος και σχεδιαστής Σαρλ Λε Μπρεν και ο αρχιτέκτονας τοπίου Αντρέ Λε Νοτρ, ο οποίος τελειοποίησε τη μορφή του γαλλικού κήπου που διαδόθηκε από τις Βερσαλλίες σε όλη την Ευρώπη.[8]

 
Σαρλ Λε Μπρεν, Ο καγκελάριος Σεγκιέ και η ακολουθία του, περ. 1670, Μουσείο του Λούβρου

Αυτή την εποχή, η ανάπτυξη του πολεοδομικού συστήματος δημιούργησε μια σειρά από δημόσια κτήρια και πλατείες, εισάγοντας τον τύπο της πλατείας με επίκεντρο έφιππο συνήθως άγαλμα του βασιλιά, στο Παρίσι η πλατεία Βαντόμ και η πλατεία Βικτουάρ, έργα του Ζυλ Αρντουάν-Μανσάρ. Η περίοδος συνέπεσε με μια περίοδο οικονομικής ευημερίας, κατά την οποία η αριστοκρατία και μια πλούσια ανερχόμενη αστική τάξη μπορούσαν να αντέξουν οικονομικές υπερβολές και κατασκεύασαν δαπανηρά ιδιωτικά μέγαρα.

Ζωγραφική Επεξεργασία

Στη ζωγραφική, ο Σαρλ Λε Μπρεν, πρώτος ζωγράφος του βασιλιά, ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης που σημάδεψε το επίσημο στυλ της εποχής και ήξερε καλά πώς να υπερασπιστεί το καλλιτεχνικό ιδεώδες του Βασιλιά Ήλιου.

Διακρίθηκαν επίσης ο Αντουάν Κουαπέλ, ο Υασίντ Ριγκώ, ο Νικολά ντε Λαρζιλιέρ, ο Σαρλ ντε Λα Φος, ο Ζαν Ζουβενέ και ο Πιερ Μινιάρ με ιστορικούς πίνακες, βιβλικά, μυθολογικά και αλληγορικά έργα, συνθέσεις νωπογραφίας για τη διακόσμηση θόλων, προσωπογραφίες και σκηνές καθημερινής ζωής.[9]

Γλυπτική Επεξεργασία

 
Αντουάν Κουαζεβό, Επιτάφιο μνημείο του Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ στον Άγιο Ευστάθιο, Παρίσι,1687

Για τη γλυπτική, η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ αποδείχθηκε επίσης σημαντική χάρη στην προστασία του βασιλιά σε καλλιτέχνες όπως ο Πιερ Πυζέ, ο Φρανσουά Ζιραρντόν, ο Αντουάν Κουαζεβό, ο Ζαν-Μπατίστ Τυμπί, συχνά υπό την καθοδήγηση του Λε Μπρεν. Τα γλυπτά έγιναν μέρος της επίσημης τέχνης που εξύψωσε την απόλυτη μοναρχία, με επίκεντρο το ανάκτορο των Βερσαλλιών. Κυριαρχούν προτομές, έφιππα αγάλματα, αλληγορικές συνθέσεις και επιτύμβια γλυπτική συνήθως τεχνοτροπίας μπαρόκ με τάσεις προς τον κλασικισμό.

Διακοσμητικές τέχνες Επεξεργασία

Τα έπιπλα και η εσωτερική διακόσμηση αυτής της περιόδου αναφέρονται ως στυλ Λουδοβίκου ΙΔ΄, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική πολυτέλεια και χρησιμοποιεί βαριά μπροκάρ υφάσματα από κόκκινο και χρυσό, επιχρυσωμένα γύψινα, μεγάλους ξυλόγλυπτους μπουφέδες και βαρύ μάρμαρο.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, εμφανίστηκε μια νέα τεχνοτροπία, το ροκοκό, που, δίνοντας το κύριο βάρος στο χρώμα και όχι στο σχέδιο που εκθείαζε η Ακαδημία, επιβλήθηκε στη γαλλική τέχνη του 18ου αιώνα κυρίως κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών.[10]

Σχετικά άρθρα Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία