π • ε Επιλεγμένο λήμμα


Ταφική στήλη της Μνησαρέτης, όπου νεαρή υπηρέτρια κοιτάζει την αποθανούσα κυρία της. Αττική, περ. 380 π.χ., Γλυπτοθήκη του Μονάχου
Ταφική στήλη της Μνησαρέτης, όπου νεαρή υπηρέτρια κοιτάζει την αποθανούσα κυρία της. Αττική, περ. 380 π.χ., Γλυπτοθήκη του Μονάχου

Η μελέτη του φαινομένου της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζει πλήθος σημαντικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι ασύνδετες και αποσπασματικές, επικεντρωμένες κυρίως στην πόλη των Αθηνών. Καμία πραγματεία δεν είναι ειδικά αφιερωμένη στο ζήτημα. Η κωμωδία και η τραγωδία εμπεριέχουν στερεότυπα, ενώ η εικονογραφία δεν διαχωρίζει με σαφή τρόπο τους δούλους από τους τεχνίτες και εργάτες.

Κύρια πηγή μας για την δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.ά. είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του θέματος σε ό,τι αφορά στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Ορισμένοι δούλοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υποταγμένοι πλήρως στη θέληση ατόμων που κερδίζουν από το μόχθο τους. Άλλοι ζουν σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μέσα στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι δούλοι, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για τη σωματική τιμωρία τους.

Είναι γεγονός πως η ύπαρξη δούλων στην αρχαιοελληνική κοινωνία προκάλεσε αμηχανία σε αρκετούς θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που προσπάθησαν απεγνωσμένα να δείξουν πως η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός περισσότερο ανθρώπινος απ' ό,τι φαίνεται βάσει των πηγών που διαθέτουμε, αλλά σε γενικές γραμμές η μαρξιστική άποψη για τη δουλεία ως βάση του συγκεκριμένου πολιτισμού είναι περισσότερο ρεαλιστική και αιτιολογεί εν μέρει γιατί ο ελληνικός πολιτισμός δεν προχώρησε σε μια «βιομηχανική επανάσταση» -σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της εποχής του- ή στην ανάπτυξη εκείνης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιήσει τους πολίτες από το μόχθο.

περισσότερα...




Η Ασπασία (περ. 470 – περ. 400 π.Χ.) ήταν μια γυναίκα από τη Μίλητο, διάσημη για το δεσμό που διατηρούσε με τον επιφανή Αθηναίο πολιτικό Περικλή. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της στην Αθήνα, και υπάρχει η πιθανότητα να επηρέασε διαμέσου του Περικλή την πολιτική του αθηναϊκού κράτους. Στο όνομά της αναφέρονται στα έργα τους οι Πλάτων, Αριστοφάνης, Ξενοφών και άλλοι συγγραφείς της εποχής.

Ορισμένοι από αυτούς υποστηρίζουν πως η Ασπασία διατηρούσε οίκο ανοχής, ενώ ήταν πόρνη και η ίδια. Ωστόσο οι σύγχρονοι μελετητές είναι επιφυλακτικοί ως προς αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι πολλοί από τους αρχαίους συγγραφείς που προαναφέρθηκαν ήταν κωμικοί ποιητές που σαν στόχο είχαν την δυσφήμιση του Περικλή. Ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν ακόμη και την παράδοση βάσει της οποίας η Ασπασία ήταν εταίρα, θεωρώντας πως στην πραγματικότητα το ζεύγος ήταν παντρεμένο. Η Ασπασία απέκτησε με τον Περικλή ένα γιο, ο οποίος επίσης ονομάστηκε Περικλής. Ο τελευταίος αργότερα έγινε στρατηγός του αθηναϊκού στρατού και εκτελέστηκε μετά τη Ναυμαχία των Αργινουσών. Μετά το θάνατο του Περικλή του Πρεσβύτερου, πιστεύεται πως η Ασπασία έγινε εταίρα του Λυσικλή, ενός άλλου Αθηναίου πολιτικού και στρατιωτικού.

(περισσότερα...)




Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατοπτρίζει τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιό τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»: σιτάρι, λάδι και κρασί.

Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντούμε τα δημητριακά, κυρίως σιτάρι σκληρό, όλυρα και κριθάρι. Το σιτάρι έφτανε στο τραπέζι ως πλιγούρι, ως συστατικό του χυλού και φυσικά ως αλεύρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος και οι γαλέττες. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές, κουκιά και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά έχανε σε προτιμήσεις σε σχέση με το ελαιόλαδο. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.

Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.

(περισσότερα...)




O Θέογνις ο Μεγαρεύς (αρχ.ελλ. Θέογνις ὁ Μεγαρεύς, fl. ~ 548 - 544 π.Χ.) ήταν Έλληνας ελεγειακός ποιητής των αρχαίων χρόνων από τα Μέγαρα της Αττικής. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με το όνομά του να σημαίνει «απόγονος θεών», τάχθηκε υπέρ της ολιγαρχικής μερίδας των Μεγαρέων σε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονης πολιτικής ρευστότητας για την πόλη. Το έργο του αντανακλά τις πολιτικές του θέσεις σε συνδυασμό με απόψεις ηθικού χαρακτήρα για διάφορα θέματα, γεγονός που τον κατατάσσει στους γνωμικούς ποιητές. Απολάμβανε υψηλής δημοφιλίας στην αρχαιότητα, χάρη στην κομψότητα και το δυναμισμό που χαρακτήριζε την ποιητική του παραγωγή. Σχετικά με την προσωπική του ζωή οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Ωστόσο, ξεχωρίζουν η σχέση του με μια ανώνυμη γυναίκα, την οποία σκόπευε να νυμφευθεί, και εκείνη με τον συμπολίτη του Κύρνο, ο οποίος αποτελεί πολλές φορές το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται με τους στίχους του. Σήμερα ο Θέογνις, πλάι στους υπολοίπους Έλληνες ποιητές της αρχαϊκής περιόδου, θεωρείται πρωτοπόρος της ανθρώπινης ποιητικής έκφρασης και είναι ο πρώτος δημιουργός τον οποίο απασχόλησε ρητά η υστεροφημία του.

(περισσότερα...)




Ο Κλεομένης Α΄ ήταν βασιλιάς της Σπάρτης στο διάστημα 519-490 ή 489 π.Χ.. Ήταν γιος του βασιλιά Αναξανδρίδα και ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα των Θερμοπυλών. Ο Κλεομένης ισχυροποίησε τη Σπάρτη δίνοντας σάρκα και οστά στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και συντρίβοντας τον πιο υπολογίσιμο εχθρό της πόλης του στην Πελοπόννησο, το Άργος. Ανεξάρτητα των κινήτρων του ανέτρεψε την τυραννίδα της Αθήνας του Ιππία, ενώ αργότερα βοήθησε την εγκαθίδρυση των αρίστων του Ισαγόρα κατά του Κλεισθένη, γόνου τυράννου της Ασίας που στην Αθήνα προσποιούταν τον δημοκράτη, εξορίζοντας 700 οικογένειες φίλα προσκείμενες του Κλεισθένη. Όταν πήγε να καταργήσει και τη Γερουσία, οι Αθηναίοι εξεγέρθηκαν με συνέπεια να καταφύγει και να κλειστεί μαζί με τον Ισαγόρα ικέτης στην Ακρόπολη. Τελκά οι Αθηναίοι τον άφησαν να φύγει μαζί με τον στρατό του ενώ ακολούθησε η καταδίκη σε θάνατο όλων των Αθηναίων οπαδών του. Εκτός των παραπάνω εξουδετέρωσε την δικαιολογημένη εκ της αθηναϊκής τακτικής φιλοπερσική μερίδα της Αίγινας, η τυχόν υποστήριξη της οποίας προς τους Πέρσες λίγο αργότερα, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, θα μπορούσε να αποβεί και καθοριστικής σημασίας, αφού δεν θά ήξεραν που να καταφύγουν τότε οι Αθηναίοι, οι μόνοι που εγκατέλειψαν την πόλη τους, στους Περσικούς πολέμους. Τελικά όμως θεωρήθηκε παρανοϊκός, εξορίστηκε και φυλακίστηκε. Κατηγορήθηκε συγκεκριμένα ότι εκθρόνισε, δωροδοκώντας το Μαντείο των Δελφών, τον συμβασιλέα του Δημάρατο, ότι συγκέντρωσε στρατό Αρκάδων με στόχο να ανατρέψει την κυβέρνηση της Σπάρτης και ότι τελικά ήταν παράφρων και επικίνδυνος. Όταν βρέθηκε νεκρός στη φυλακή, η επίσημη εκδοχή ήταν πως «αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του», αλλά σύγχρονοι ιστορικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να δολοφονήθηκε.

(περισσότερα...)




Ως Μεγαρικό Ψήφισμα είναι γνωστή η απόφαση της Εκκλησίας του δήμου των Αθηναίων (πιθανόν γύρω στο 433/2 π.Χ.) να επιβάλει αυστηρό και καθολικό εμπάργκο στα προϊόντα των Μεγαρέων σε όλη την επικράτεια της Αθηναϊκής Συμμαχίας Ο οικονομικός αποκλεισμός αποφασίστηκε με την αιτιολογία ότι οι Μεγαρείς υπέθαλπαν φυγάδες της Αθήνας και καλλιεργούσαν ιερά εδάφη στην Ελευσίνα, περιοχή που βρισκόταν στα όρια της αθηναϊκής και μεγαρικής επικράτειας και που ανήκε πάντως στην Αθήνα. Η βασικοτερη ένσταση ήταν ότι παρέβησαν την εντολή "την ιεράν οργάδα μη εργάζεσθαι" και δεν ετίθετο ζήτημα αμφισβήτησης εδαφών. Ορισμένοι θεωρούν το μέτρο ως μία από τις σημαντικές αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά ο Θουκυδίδης το αντιμετωπίζει από δευτερεύον έως και ασήμαντο. Συχνά το Μεγαρικό Ψήφισμα συγχέεται με το επίσης αντιμεγαρικό, «ψήφισμα του Χορίνου», το οποίο φαίνεται μεταγενέστερο και αποτελεί πάντως πολεμικό ανακοινωθέν και όχι οικονομικά μέτρα. Τέλος, αναφέρεται από ορισμένους και τρίτο, προγενέστερο, ψήφισμα κατά των Μεγάρων.

(περισσότερα...)




Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1700-1001 Π.Κ.Χ., κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται κλασικά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.

(περισσότερα)




Ο Περικλής (από τις λέξεις περί + κλέος = «o περιτριγυρισμένος από δόξα», περίπου 495-429 π.Χ.) ήταν Αρχαίος Έλληνας πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η δύναμη, δόξα και η φήμη την οποία χάρισε στην Αρχαία Αθήνα, δικαιώνουν απόλυτα το χαρακτηρισμό του Χρυσού Αιώνα. Η εποχή στην οποία ήταν κύριος της πολιτικής ζωής της Αρχαίας Αθήνας, δηλαδή μεταξύ του 461 π.Χ. και του 429 π.Χ., ονομάζεται μέχρι σήμερα «Εποχή του Περικλή».

Ο Περικλής εκμεταλλεύτηκε τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των Περσών και την άνοδο της ναυτικής δύναμης της Αθήνας προκειμένου να μετατρέψει τη Δηλιακή Συμμαχία σε «Αθηναϊκή Ηγεμονία», οδηγώντας την πόλη του στην μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της κατά την περίοδο των 14 συνεχόμενων ετών που εκλεγόταν στο αξίωμα του Στρατηγού. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι επεκτατικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε κατά την διάρκεια της κυριαρχίας του είχαν σαν κύριο στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Αθήνας. Τις επιχειρήσεις αυτές διεξήγαγε με τη βοήθεια του πανίσχυρου αθηναϊκού ναυτικού, το οποίο άρχισε να δυναμώνει την εποχή του Θεμιστοκλή και αργότερα του Κίμωνα, γιου του Μιλτιάδη. Ωστόσο ήταν κατά την εποχή του Περικλή που έφτασε στην απόλυτη ακμή του, αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης. Ο Περικλής ήταν ηγέτης της Αθήνας μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ώσπου το 429 π.Χ. απεβίωσε εξαιτίας του λοιμού που χτύπησε την πόλη του.

Υπήρξε μέγας προστάτης των τεχνών, της λογοτεχνίας και των επιστημών, και ο βασικός υπεύθυνος για το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή πολλών από τα σημαντικά μνημεία που κοσμούσαν την Αρχαία Αθήνα, με εκείνα της Ακρόπολης να διατηρούν εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Επίσης, υπήρξε μέγας υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και σαν αποτέλεσμα, κατά την εποχή του, τέθηκαν οι βάσεις του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού. Η δράση του δεν περιορίστηκε μόνο εκεί, αλλά ως ηγέτης των Αθηνών, με μία σειρά νόμων, υποστήριξε τις λαϊκές μάζες και τις βοήθησε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα σε βάρος της αριστοκρατικής τάξης στην οποία ανήκε κι ο ίδιος. Ήταν τόσο ανοικτός προς τις ευρύτερες μάζες, που πολλοί τον αποκαλούσαν λαϊκιστή.

Οι φιλοδημοκρατικές του θέσεις αποτυπώνονται καλύτερα στον περίφημο «Επιτάφιο Λόγο» του προς τιμήν των πεσόντων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος διασώθηκε από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Ο τελευταίος θαύμαζε τόσο πολύ τον Περικλή, που τον αποκαλούσε «πρώτο πολίτη των Αθηνών».

(περισσότερα...)




Η προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας τού 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα διέφερε αξιοσημείωτα από τη σημερινή προφορά της Νέας Ελληνικής, καθώς και από την προφορά της ελληνιστικής και μεσαιωνικής Ελληνικής.

Το ζήτημα της προφοράς τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής άρχισε να μελετάται κατά τις αρχές του 15ου αιώνα από λογίους της Αναγέννησης. Αυτοί και μετέπειτα ερευνητές βρήκαν στοιχεία που έδειχναν ότι η αρχαία ελληνική προφορά διέφερε ουσιωδώς από την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική. Ο ρόλος του Ολλανδού λογίου Εράσμου υπήρξε καθοριστικός, ώστε να επικρατήσει βαθμηδόν η επανασυντεθειμένη αρχαία προφορά, η οποία διδάσκεται μετά τον 16ο αιώνα στα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο και αναφέρεται στην Ελλάδα ως ερασμική ή ερασμιακή προφορά.

Οι ιστορικοσυγκριτικές μελέτες τής σύγχρονης γλωσσολογίας επιβεβαίωσαν όσα ο Έρασμος και άλλοι είχαν από τον 16ο αιώνα τονίσει. Έχοντας τώρα πληρέστερη εικόνα τής δομής τής γλώσσας και ευρύτερη εποπτεία των λογοτεχνικών και μη πηγών, μπορούμε να αποκαταστήσουμε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής. Για τον σκοπό αυτόν, όπως καταδεικνύεται αναλυτικότερα παρακάτω, η γλωσσολογία αντλεί τεκμήρια από τη φωνολογική δομή τής Αρχαίας Ελληνικής, από γραφές σε αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα, από τις νεοελληνικές διαλέκτους, από μαρτυρίες των αρχαίων γραμματικών και σχολιαστών, από αντίστοιχες λέξεις-δάνεια άλλων γλωσσών, καθώς και από τη μετρική των κειμένων.

Στην Ελλάδα, κατά τη διδασκαλία τής ανάγνωσης των κλασικών κειμένων, ακολουθούνται για πρακτικούς λόγους οι κανόνες τής σύγχρονης προφοράς τής νέας ελληνικής γλώσσας. Παρ' ότι η επανασυντεθειμένη προφορά είναι κοινώς αποδεκτή στα ελληνικά πανεπιστήμια, ελάχιστες μόνο νύξεις της συναντώνται σε διδακτικά βιβλία. Η νεοελληνική κοινή γνώμη εν γένει δεν έχει σαφή γνώση τής διαφοράς μεταξύ αρχαιοελληνικής και νεοελληνικής προφοράς.

(περισσότερα...)




Ο Πρώτος Κρητικός Πόλεμος (205 π.Χ. έως 200 π.Χ.) είναι μια εμπόλεμη σύρραξη που έφερε αντιμέτωπους το βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Ε', την Αιτωλική Συμπολιτεία, πολυάριθμες πόλεις της Κρήτης (από τις οποίες οι πιο αξιόλογες ήταν οι πόλεις Όλους και Ιεράπυτνα) και σπαρτιάτες πειρατές από τη μία πλευρά, με τις δυνάμεις της Ρόδου από την άλλη, με την οποία αργότερα συμμάχησε ο Άτταλος Α' της Περγάμου, το Βυζάντιο, η Κύζικος, η Αθήνα και η Κνωσσός.

Το 205 π.Χ., ολοκληρώθηκε ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος ενάντια στη Ρώμη. Επιθυμώντας να πάρει τον έλεγχο του συνόλου του ελληνικού κόσμου, ο Φίλιππος σκέφτηκε να επωφεληθεί από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο κατά της Καρχηδόνας, προκειμένου να συμμαχήσει με την Αιτωλική Συμπολιτεία και Σπαρτιάτες πειρατές με στόχο την υποταγή της Ρόδου, της κυριότερης αντιπάλου του. Συμμαχεί επίσης με μια σειρά από κρητικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες συναντούμε την Ιεράπυτνα και τους Όλους. Με το στόλο και την οικονομία των Ροδίων κατεστραμμένα από την πειρατεία, ο Φίλιππος υπολόγιζε πως θα νικούσε εύκολα. Προκειμένου να επιτύχει ευκολότερα τους στόχους του, συμμάχησε με το βασιλιά των Σελευκιδών, Αντίοχο Γ', ενάντια στο βασιλιά της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, Πτολεμαίο Ε'. Έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες αυτές, ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά των πόλεων που τηρούσαν φιλική στάση προς τη Ρόδο και την Αίγυπτο και οι οποίες βρίσκονταν στη Θράκη και γύρω από τη Θάλασσα του Μαρμαρά.

Παρ’ όλα αυτά, το 202 π.Χ., η Ρόδος και οι σύμμαχοί της, Πέργαμος, Κύζικος και Βυζάντιο, ένωσαν τους στόλους τους και νίκησαν το Φίλιππο στη Ναυμαχία της Χίου. Λίγους μήνες μετά, ο μακεδονικός στόλος με τη σειρά του αναδείχτηκε νικητής στη Ναυμαχία της Λάδης. Όσο όμως ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με το να λαφυραγωγεί τα εδάφη της Περγάμου, ο βασιλιάς της, Άτταλος Α', μετέβη στην Αθήνα προκειμένου να προκαλέσει αντιπερισπασμό. Πέτυχε να έρθει σε συμφωνία με τους Αθηναίους, οι οποίοι κήρυξαν αμέσως τον πόλεμο στο Φίλιππο. Μην μπορώντας να μείνει άπραγος, ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά της Αθήνας με το στόλο και το πεζικό του. Στο μεταξύ, οι Ρωμαίοι τον προειδοποίησαν πως αν δεν απέσυρε τις δυνάμεις του θα εμπλέκονταν και πάλι στη διαμάχη. Ο Φίλιππος γνώρισε νέα ήττα από το συνδυασμένο στόλο των Ροδίων και της Περγάμου, όχι όμως προτού καταλάβει την Άβυδο, πόλη του Ελλησπόντου. Η πόλη έπεσε μετά από μακρά πολιορκία και η πλειονότητα των κατοίκων της αυτοκτόνησε.

Επιτιθέμενος και πάλι κατά της Αθήνας το 200 π.Χ., ο Φίλιππος απέρριψε de facto το τελεσίγραφο των Ρωμαίων που τον προειδοποιούσε να σταματήσει να επιτίθεται κατά των ελληνικών πόλεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την είσοδο της Ρώμης στον πόλεμο την ίδια χρονιά. Με τον τρόπο αυτό ο Κρητικός Πόλεμος φτάνει στο τέλος του, παραχωρώντας τη θέση του στο Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 197 π.Χ. με τη συντριπτική νίκη των Ρωμαίων στις Κυνός Κεφαλές. Οι όροι της Συνθήκης της Τεμπέας υπήρξαν ιδιαίτερα αυστηροί, καθώς ο Φίλιππος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλες τις ελληνικές πόλεις που είχε υπό την κατοχή του, να παραδώσει όλο του το στόλο, να αποστείλει το γιο του, Δημήτριο, στη Ρώμη ως όμηρο και να πληρώσει μια τεράστια πολεμική αποζημίωση.

(περισσότερα...)




Ο Πύρρος της Ηπείρου (318 - 272 π.Χ.) ήταν βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο, καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'. Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μέγα, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας.

Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακρυά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτωντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος.

Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στο έμψυχο δυναμικό του λαού του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά.

Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε, και πέρασαν αιώνες, προτού δείξει σημεία ανάκαμψης.

(περισσότερα...)




Η Σπάρτη (Σπάρτα στην Δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην Αττική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα που ήταν χτισμένη στις όχθες τού ποταμού Ευρώτα, στην Λακωνία στο νότιο ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για την στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της, τον ηρωισμό της και τον μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημα της Αγωγής πού είχε επιβάλλει η νομοθεσία τού Λυκούργου, κάτι πού ήταν μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα. Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ., (αν και η αρχαιολογία υποστηρίζει ότι η κάθοδος των Δωριέων έγινε αργότερα), καί τελειώνει κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση τού Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα πού θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης. Κατά την διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας, η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικό-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής, μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής, και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά την νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος τού αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ, καί μετά τις ήττες της από τούς Θηβαίους το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στην Μαντίνεια έχασε την παλαιά της δύναμη, ταυτόχρονα και με την άνοδο τού βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της, ακολουθώντας την μοίρα τού υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τούς Ρωμαίους. Όμως και κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης λόγω της πλούσιας ιστορίας της.

(περισσότερα...)




Ο Επαμεινώνδας (α-ε. Ἐπαμεινώνδας ή Επαμινώνδας - 418 π.Χ - 362 π.Χ) ήταν στρατηγός και πολιτικός της Θήβας τον 4ο αιώνα π.Χ, ο οποίος απάλλαξε τη Θήβα από τη σπαρτιατική υποταγή και τη μετέτρεψε σε ισχυρή πόλη-κράτος. Νίκησε τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Λεύκτρων και απελευθέρωση τους Μεσσήνιους οπλίτες, οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στη Σπάρτη για 230 χρόνια, μετά την ήττα στον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, ο οποίος έληξε το 600 π.Χ. Ο Επαμεινώνδας κατέλυσε τις ως τότε συμμαχίες και δημιούργησε νέες.

Ο Ρωμαίος ρήτορας Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας τον χαρακτήρισε ως «πρώτο άνδρα της Ελλάδας». Παρά τις προσπάθειες του, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν άλλαξαν, καθώς και η θηβαϊκή ηγεμονία καταστράφηκε, χάρη στον Μέγα Αλέξανδρο, 27 χρόνια μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα. Ο Επαμεινώνδας παρουσιάζεται από τους σύγχρονους του ως ιδεαλιστής και ελευθερωτής.

(περισσότερα...)




Ο Κορινθιακός Πόλεμος ήταν αρχαία ελληνική πολεμική σύγκρουση, η οποία διήρκησε από το 395 μέχρι το 387 π.Χ, με αντίπαλους την Αρχαία Σπάρτη και τους σύμμαχους της από τη μια πλευρά, και την Αθήνα, το Άργος, την Κόρινθο, τη Θήβα και την Περσία από την άλλη. Η άμεση αιτία του πολέμου ήταν μια τοπική σύγρουση μεταξύ της Σπάρτης και της Θήβας στην Βορειοδυτική Ελλάδα. Άλλη αιτία του πολέμου ήταν η εχθρότητα που υπήρχε απέναντι στη Σπάρτη, η οποία προκλήθηκε «μετά την επέκταση της ηγεμονίας της στην Μικρά Ασία, στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ακόμα και στη... Δύση».

Ο πόλεμος διεξήχθη σε δύο μέτωπα, στην Κόρινθο και στη Θήβα (χερσαίο μέτωπο) και στο Αιγαίο Πέλαγος (θαλάσσιο μέτωπο). Στο χερσαίο μέτωπο, οι Σπαρτιάτες είχαν αρκετές επιτυχίες, αλλά δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα που απέκτησαν. Στην θάλασσα, οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν από τον περσικό στόλο στις αρχές του πολέμου, και με αυτό το γεγονός έληξαν οι προσπάθειες της Σπάρτης για υπεροχή στη θάλασσα. Εκμεταλλευόμενη αυτό το γεγονός, η Αθήνα διεξήγαγε αρκετές θαλάσσιες εκστρατείες μετά το τέλος του πολέμου και επέκτεινε την ηγεμονία της. Οι πόλεις, τις οποίες κατέλαβαν οι Αθηναίοι, έγιναν μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας.

Τρομαγμένη από τις επιτυχίες της Αθήνας, η Περσία διέλυσε τη συμμαχία μαζί της και συμμάχησε με την Σπάρτη. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τις συγκρουόμενες πλευρές να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης. Η Ανταλκίδειος ειρήνη (γνωστή και ως Βασίλειος ειρήνη) υπογράφτηκε το 387 π.Χ και είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη του πολέμου. Η Ιωνία θα βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Περσών, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες. Η συμφωνία ειρήνης έδειξε την ικανότητα της Περσίας να παρεμβαίνει με επιτυχία στην ελληνική πολιτική και επιβεβαίωσε την ηγεμονία της Σπάρτης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

(περισσότερα...)




Η Μάχη των Πλαταιών (α-ε. Μάχη τῶν Πλαταιῶν) ήταν η τελευταία μάχη του χερσαίου μετώπου κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας των Περσών στην Ελλάδα. Διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ, στις Πλαταιές της Βοιωτίας. Στη μάχη αντίπαλοι ήταν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη (συμπεριλαμβανομένων της Σπάρτης, της Αθήνας, της Κορίνθου και των Μεγάρων) και η Περσία του Ξέρξη Α'.

Τον προηγούμενο χρόνο, η περσική εκστρατεία στην Ελλάδα είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στη μάχη των Θερμοπυλών και στη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο, και καταλήφθηκαν η Θεσσαλία, η Βοιωτία και η Αττική. Αλλά, η νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας παρεμπόδισε την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Πέρσες. Ο Ξέρξης υποχώρησε με μεγάλο μέρος του στρατού του και άφησε το στρατηγό του, τον Μαρδόνιο, να μάχεται με τους Έλληνες το επόμενο έτος.

Το καλοκαίρι του 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στρατό και κινήθηκαν στην Πελοπόννησο. Οι Πέρσες υποχώρησαν στη Βοιωτία, και έχτισαν ένα οχυρό στις Πλαταιές. Ελπίζοντας πώς οι Έλληνες θα υποχωρήσουν, ο Μαρδόνιος άρχισε επίθεση, αλλά οι Έλληνες (ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι) αποφάσισαν να δώσουν μάχη, κατέστρεψαν τον περσικό στρατό και σκότωσαν τον Μαρδόνιο.

Ένα μεγάλο μέρος του περσικού στρατού παγιδεύτηκε και θανατώθηκε. Το ίδιο έπαθε και το περσικό ναυτικό μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης. Με αυτό το τρόπο, οι Έλληνες πήραν το πλεονέκτημα και ξεκίνησε μια νέα φάση των Περσικών πολέμων. Αν και είχε μεγάλη σημασία η νίκη στις Πλαταιές, η μάχη δεν έγινε τόσο γνωστή όπως η νίκη των Αθηναίων στη Μάχη του Μαραθώνα ή την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες.

(περισσότερα...)




Αλέξανδρος ο Μέγας ή Αλέξανδρος Γ' ο Μακεδών, Βασιλεύς Μακεδόνων, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, των Φαραώ της Αιγύπτου, Κύριος της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, οι κατακτήσεις του οποίου αποτέλεσαν την θεμέλιο λίθο των βασιλείων των Επιγόνων του. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς της ιστορίας, που σε ηλικία μόλις 33 ετών είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (4ος αιώνας π.Χ.).

Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκήπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδωνώσορα Β' στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11 μηνών.

Βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, του Φιλίππου Β'. Ο Φίλιππος Β' ήταν ιδιαίτερα ικανός στρατηγός, πολιτικός και διπλωμάτης, αναμορφωτής του μακεδονικού στρατού και του μακεδονικού κράτους.

Ο Αλέξανδρος, ολοκλήρωσε την ενοποίηση των αυτόνομων ελληνικών πόλεων-κρατών της εποχής, και κατέκτησε σχεδόν όλο τον γνωστό τότε κόσμο (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας.

(περισσότερα)




Η αρχαία Αθήνα ήταν πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας και μία από τις σημαντικότατες πόλεις του αρχαίου κόσμου γενικότερα. Τα όρια της περιλάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Αττικής. Οι Αθηναίοι πέρα από την Αττική κυριαρχούσαν μέσω του ισχυρού τους στόλου σε έναν μεγάλο αριθμό ιωνικών αποικιών στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Αττική άλλωστε αποτελούσε και την μητρόπολη των περισσότερων ιωνικών αποικιών. Οι Αθηναίοι συνόρευαν βόρεια με τους Βοιωτούς και δυτικά με τους Μεγαρείς, με τους οποίους βρίσκονταν συχνά σε σύγκρουση. Η αρχαία Αθήνα πρωταγωνίστησε στους Περσικούς πολέμους, ηγήθηκε της συμμαχίας της Δήλου, καθώς και της μιας από τις δύο συμμαχίες οι οποίες συγκρούστηκαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

(περισσότερα...)




Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 480 π.Χ., μεταξύ συμμαχίας Ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, με επικεφαλής τον βασιλιά της, Ξέρξη Α'. Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην Φθιώτιδα. Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.

(περισσότερα...)




Τα Ολύμπια, οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαιότητα, ήταν η πιο σημαντική αθλητική διοργάνωση της αρχαίας Ελλάδας και διεξάγονταν στην Αρχαία Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια μετά το 776 π.Χ.. Στα Ολύμπια έπαιρναν μέρος αθλητές από όλη την Ελλάδα (και αργότερα από άλλα μέρη) και σταδιακά απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη. Η διοργάνωσή τους γινόταν μέχρι το 393 όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε την διεξαγωγή τους. Από το 1896, αναβιώθηκαν με την ονομασία Ολυμπιακοί Αγώνες και διεξάγονται ως διεθνείς αγώνες, γνωστοί και ως Θερινοί Ολυμπιακοί.

(περισσότερα...)




Ο Παρθενώνας, ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας.

(περισσότερα...)




Οι Περσικοί πόλεμοι (γνωστοί και ως Μηδικοί πόλεμοι η απλως τα μηδικά) ήταν σειρά ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ ενός συνασπισμού ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Χρονικά διήρκεσαν από το 499 π.Χ. ως το 448 π.Χ. και ήταν το αποτέλεσμα της επιθυμίας της Περσικής Αυτοκρατορίας να επεκταθεί πέραν του Αιγαίου, στη Βαλκανική χερσόνησο. Εκτός από τις εκστρατείες των Περσών κατά της ηπειρωτικής Ελλάδας, στους Περσικούς πολέμους συμπεριλαμβάνονται η Ιωνική Επανάσταση και η αντεπίθεση των Ελλήνων στο εσωτερικό της Περσικής αυτοκρατορίας με σκοπό την ανεξαρτησία των Ελληνικών πόλεων υπό την κατοχή της. Εναντίον των Περσών δεν πολέμησαν όλες οι ελληνικές πόλεις, καθώς κάποιες κράτησαν στάση ουδετερότητας ενώ κάποιες συντάχθηκαν με τους Πέρσες.

(περισσότερα...)