Δουλεία στην αρχαία Ελλάδα

Η μελέτη του φαινομένου της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζει πλήθος σημαντικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι ασύνδετες και αποσπασματικές, επικεντρωμένες κυρίως στην πόλη των Αθηνών. Καμία πραγματεία δεν είναι ειδικά αφιερωμένη στο ζήτημα. Η κωμωδία και η τραγωδία εμπεριέχουν στερεότυπα, ενώ η εικονογραφία δεν διαχωρίζει με σαφή τρόπο τους δούλους από τους τεχνίτες και εργάτες.

Ταφική στήλη της Μνησαρέτης, όπου νεαρή υπηρέτρια κοιτάζει την αποθανούσα κυρία της. Αττική, περ. 380 π.χ., Γλυπτοθήκη του Μονάχου

«[…]ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν σκοποῦντες περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας, αὕτη δ' ἐστὶ καθ' ἣν ἡ πόλις ἂν εἴη μάλιστ' εὐδαίμων, τὴν δ' εὐδαιμονίαν ὅτι χωρὶς ἀρετῆς ἀδύνατον ὑπάρχειν εἴρηται πρότερον, φανερὸν ἐκ τούτων ὡς ἐν τῇ κάλλιστα πολιτευομένῃ πόλει καὶ τῇ κεκτημένῃ δικαίους ἄνδρας ἁπλῶς, ἀλλὰ μὴ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, οὔτε βάναυσον βίον οὔτ' ἀγοραῖον δεῖ ζῆν τοὺς πολίτας (ἀγεννὴς γὰρ ὁ τοιοῦτος βίος καὶ πρὸς ἀρετὴν ὑπεναντίος), οὐδὲ δὴ γεωργοὺς εἶναι τοὺς μέλλοντας ἔσεσθαι (δεῖ γὰρ σχολῆς καὶ πρὸς τὴν γένεσιν τῆς ἀρετῆς καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πολιτικάς). »
Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 7, 1328 b, 35 -1329 a, 1.

Οι απόψεις του φιλοσόφου Αριστοτέλη, έτσι όπως εκφράζονται στο παραπάνω απόσπασμα, υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, την ευδαιμονιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι αγενής η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών και δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω στο 1329 a, 25, θα δούμε και ποιοι είναι οι κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες, οι γεωργοί, οι δούλοι και οι βάρβαροι περίοικοι, τους οποίους ωστόσο θεωρεί απαραίτητους για την ευδαιμονία της πόλης. «δεῖ τὰς κτήσεις εἶναι τούτων, εἴπερ ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς γεωργοὺς δούλους ἢ βαρβάρους περιοίκους...»[1]

Κύρια πηγή μας για τη δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.ά. οι οποίες είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του θέματος σε ό,τι αφορά στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Ορισμένοι δούλοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υποταγμένοι πλήρως στη θέληση ατόμων που κερδίζουν από τον μόχθο τους. Άλλοι ζουν σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μέσα στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι δούλοι, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για τη σωματική τιμωρία τους.

Ορολογία Επεξεργασία

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα βρίσκουμε πολλούς όρους συνώνυμους της λέξης «δοῦλος», για τις οποίες αξίζει να τονιστούν κάποιες λεπτές διαφορές. Στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Θέογνη από τα Μέγαρα, ο δούλος αποκαλείται «δομώς». Ο όρος είναι αρκετά γενικός, αλλά αναφέρεται ειδικότερα στους αιχμαλώτους που λήφθησαν ως λάφυρο,[2] με άλλα λόγια που αποτελούν περιουσιακό είδος. Κατά την κλασική περίοδο, οι Έλληνες συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ἀνδράποδον», που κυριολεκτικά σημαίνει «αυτός που έχει πόδια ανθρώπου», σε αντιδιαστολή με τη λέξη «τετράποδον», η οποία χρησιμοποιείται μέχρι τις ημέρες μας. Η πιο κοινή λέξη που συναντούμε είναι το «δοῦλος», της οποίας μια παλαιότερη μορφή εμφανίζεται στις μυκηναϊκές επιγραφές ως «do-e-ro», η οποία χρησιμοποείται σε αντιδιαστολή με τον όρο «ἐλεύθερος». Το ρήμα «δουλεύω» μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για άλλες μορφές ελέγχου, όπως εκείνου που ασκείται από μια πόλη σε μία άλλη ή εκείνος των γονέων πάνω στα παιδιά τους. Τέλος, ο όρος «οἰκέτης» σημαίνει «εκείνος που ζει στο σπίτι» και αναφέρεται στους κατ’ οίκον δούλους.

Άλλοι όροι με λιγότερο σαφή έννοια είναι:

  1. «θεράπων»: στην εποχή του Ομήρου η λέξη σήμαινε τον ακόλουθο ενός πολεμιστή (για παράδειγμα ο Πάτροκλος αναφέρεται ως ο θεράπων του Αχιλλέα,[3] ενώ ο Μηριόνης ως εκείνος του Ιδομενέως).[4] Κατά την κλασική εποχή είχε την έννοια του υπηρέτη.
  2. «ἀκόλουθος»: σημαίνει «αυτός που ακολουθεί» ή «που συνοδεύει». Υπήρχε και το υποκοριστικό «ἀκολουθίσκος», κυρίως για αγόρια μικρής ηλικίας.
  3. «παῖς»: σημαίνει στη νεοελληνική γλώσσα «παιδί» και σήμαινε έναν νεαρό υπηρέτη του σπιτιού. Χρησιμοποιούταν επίσης ως υποτιμητικός όρος για τους ενήλικους δούλους.
  4. «σῶμα»: ένας όρος που χρησιμοποιούταν σε περιστάσεις απελευθέρωσης.

Ρίζες της δουλείας Επεξεργασία

Η δουλεία είχε ήδη γεννηθεί κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Σε πλακίδια που έχουν βρεθεί στην Πύλο διαβάζουμε χωρίς αμφιβολία για 140 «do-e-ro». Οι δούλοι χωρίζονταν σύμφωνα με τον νόμο σε δύο κατηγορίες: στους «κοινούς δούλους» και στους «δούλους του θεού», με τον θεό να ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τον Ποσειδώνα. Οι δούλοι του θεού πάντα αναφέρονται ονομαστικά και κατέχουν τη δική τους γη. Η κοινωνική τους θέση είναι παρόμοια με εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων. Η φύση της σχέσης τους με τη θεότητα παραμένει άγνωστη.[5] Τα ονόματα των κοινών δούλων καταδεικνύουν πως ορισμένοι προήλθαν από τα Κύθηρα, τη Χίο, τη Λήμνο ή την Αλικαρνασσό, και πιθανώς αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές. Τα πλακίδια μαρτυρούν πως ενώσεις ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους ανθρώπους δεν ήταν ασυνήθιστες, ενώ οι δούλοι μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες και να κατέχουν μερίδιο γης. Φαίνεται πως στον μυκηναϊκό κόσμο ο κύριος κοινωνικός διαχωρισμός δεν ήταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους, αλλά ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούσαν σχέσεις με το Παλάτι και σε εκείνους που δεν είχαν το προνόμιο αυτό.[6]

Δεν υπάρχει αυστηρή ιστορική συνέχεια ανάμεσα στη μυκηναϊκή περίοδο και στον ομηρικό κόσμο, όπου οι κοινωνικές δομές αντικατοπτρίζουν εκείνες των ελληνικών σκοτεινών χρόνων. Η ορολογία είναι πλέον διαφορετική: ο δούλος δεν είναι πλέον «do-e-ro» αλλά «δμώς».[7] Στην Ιλιάδα οι δούλοι ανήκουν κυρίως στο γυναικείο φύλο και αποτελούν λάφυρα πολέμου, ενώ οι άνδρες είτε ανταλλάσονταν με λύτρα είτε έβρισκαν τον θάνατο στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια οι δούλοι επίσης είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτές είναι κυρίως υπηρέτριες και σε ορισμένες περιπτώσεις παλλακίδες. Γίνεται αναφορά και σε άνδρες δούλους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Εύμαιο. Ο τελευταίος είναι αξιοσημείωτος επειδή κατείχε εξέχουσα θέση στον πυρήνα του Οίκου. Ο Λαέρτης πίνει και τρώει με τους υπηρέτες του, ενώ τον χειμώνα κοιμάται στη συντροφιά τους. Ο όρος «δμώς» δεν έχει υποτιμητική έννοια και ο Εύμαιος, ο «θείος» χοιροβοσκός, λαμβάνει το ίδιο κοσμητικό επίθετο με τους μεγάλους ήρωες. Παρόλα αυτά, η κατάσταση δουλείας παραμένει ατιμωτική. Ο ίδιος ο Εύμαιος αναφέρει: «Γιατί τον γδύνει από τη μισή ο βροντολάλος Δίας αξία του τον άνθρωπο, δουλειά που τον πλακώσει».

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η εμπορία δούλων ξεκίνησε κατά την αρχαϊκή περίοδο. Στο έργο του «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (8ος αιώνας π.Χ.) ο Ησίοδος δηλώνει πως κατέχει πολυάριθμους δούλους, αν και η κοινωνική τους θέση παραμένει άγνωστη. Η παρουσία δούλων επιβεβαιώνεται από λυρικούς ποιητές όπως ο Αρχίλοχος και ο Θέογνης από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η νομοθεσία του Δράκοντα (περ. 620 π.Χ.) αναφέρεται στους δούλους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Σόλων (περ. 594-593 π.Χ.) απαγόρευσε στους δούλους να επιδίδονται στη γυμναστική και στην παιδεραστία. Μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, οι αναφορές πυκνώνουν. Η δουλεία γίνεται διαδεδομένη την ίδια στιγμή που ο Σόλων θέτει τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο μελετητής Μωϋσής Φίνλεϋ τονίζει πως ομοίως η Χίος, η πρώτη πόλη που σύμφωνα με τον Θεόπομπο ασχολήθηκε οργανωμένα με το δουλεμπόριο, διατηρούσε πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς (6ος αιώνας π.Χ.) Καταλήγει πως «ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, εν συντομία, είναι η χέρι με χέρι διάδοση της ελευθερίας και της δουλείας».[8]

Οικονομικός Ρόλος Επεξεργασία

 
Σκηνή συλλογής καρπών ελιάς από νεαρούς σκλάβους άνδρες. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας του Ζωγράφου του Αντιμένη, περ. 520 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο

Οι δούλοι μπορούσαν να καταπιαστούν με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες με εξαίρεση την πολιτική,[9] καθώς για τους Έλληνες η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων άρμοζε μόνο στους ελεύθερους πολίτες.[10]

Η κύρια χρήση των δούλων ήταν στις αγροτικές δραστηριότητες, τη βάση της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι μικροϊδιοκτήτες γης ίσως είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα δούλο, ίσως και δύο.[11] Μια πλούσια βιβλιογραφία αγροτικών εγχειριδίων (όπως ο «Οἰκονομικός» του Ξενοφόντα ή το αντίστοιχο έργο του Ψευδο-Αριστοτέλη) επιβεβαιώνει την παρουσία δεκάδων δούλων σε μεγαλύτερα κτήματα, που μπορούσαν να είναι είτε απλοί εργάτες είτε εργοδηγοί. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές εργασίες δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές.[12] Σίγουρο θεωρείται πως η πρακτική ήταν πολύ κοινή στην Αθήνα και πως η Αρχαία Ελλάδα δεν γνώρισε τους τεράστιους πληθυσμούς δούλων που εργάστηκαν στα ρωμαϊκά λατιφούντια.[13]

Στα μεταλλεία και τα λατομεία η χρήση δούλων ήταν η επικρατούσα πρακτική, με μεγάλο πλήθος σκλάβων να ενοικιάζεται για τον σκοπό αυτό από πλούσιους πολίτες. Ο στρατηγός Νικίας νοίκιασε χίλιους σκλάβους για να εργαστούν στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου Αττικής, ο Ιππόνικος εξακόσιους και ο Φιλομήδης τριακόσιους. Ο Ξενοφών αναφέρει πως κοστολογούνταν έναν οβολό ανά δούλο την ημέρα, φτάνοντας τις 60 δραχμές τον χρόνο. Αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις των Αθηναίων. Το πλήθος δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου και στους μύλους που επεξεργάζονταν τα μεταλλεύματα υπολογίζεται στους 30.000.[14] Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η πόλη αγόραζε μεγάλο αριθμό δούλων, μέχρι τρεις κρατικούς δούλους ανά πολίτη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρηση όλων των πολιτών.

Οι δούλοι επίσης χρησιμοποιούνταν ως τεχνίτες και έμποροι. Όπως και στις αγροτικές εργασίες, χρησιμοποιούνταν για δουλειές που ήταν πέραν των δυνατοτήτων της οικογενείας. Ο πληθυσμός των σκλάβων ήταν μεγαλύτερος στα εργαστήρια: η βιοτεχνία ασπίδων του Λυσία απασχολούσε 120 δούλους,[15] ενώ ο πατέρας του Δημοσθένη είχε στην ιδιοκτησία του 32 κατασκευαστές μαχαιριών και 20 τεχνίτες κρεβατιών.[16]

Οι δούλοι επίσης εργάζονταν κατ’ οίκον. Κύριο καθήκον ενός τέτοιου δούλου ήταν να εκπροσωπεί τον αφέντη του στον επαγγελματικό του χώρο και να τον συνοδεύει στα ταξίδια. Σε περίοδο πολέμου ήταν προσωπικός υπηρέτης του οπλίτη, αν και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει πως ο πραγματικός του ρόλος ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Οι γυναίκες δούλοι αναλάμβαναν τις οικιακές δουλειές, όπως το ψήσιμο του ψωμιού και την υφαντουργία. Μοναχά οι φτωχότεροι των πολιτών δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους δούλους.[17]

Πληθυσμός Επεξεργασία

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός σκλάβων στην αρχαία Ελλάδα, με δεδομένη την απουσία μιας ακριβούς απογραφής και τους πολυάριθμους ορισμούς της δουλείας κατά την εποχή εκείνη. Πιστεύεται πως η Αθήνα διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό δούλων, που πρέπει να άγγιζε τους 80.000 κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., τρεις με τέσσερις δούλους κατά μέσο όρο ανά σπιτικό. Τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Θουκυδίδης αναφέρεται στη λιποταξία 20.000 δούλων κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Δεκέλεια, στην πλειονότητά τους έμποροι. Η χαμηλότερη εκτίμηση, αυτή των 20.000 δούλων κατά την εποχή του Δημοσθένη,[18] αντιστοιχεί σε έναν δούλο ανά οικογένεια. Ανάμεσα στα έτη 317 και 307 π.Χ. ο τύραννος Δημήτριος ο Φαληρεύς διέταξε[19] απογραφή στην Αττική, η οποία απέφερε τα εξής νούμερα: 21.000 πολίτες, 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι. Ο ρήτορας Υπερείδης, στο λόγο του «Κατὰ Ἀριστογείτονος», αναφέρει πως η προσπάθεια στρατολόγησης 150.000 ανδρών δούλων σε αξιόμαχη ηλικία οδήγησε στην ήττα των Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), κάτι που είναι σε αρμονία με τους αριθμούς που παραθέτει ο Κτησικλής.[20]

Σύμφωνα με τις πηγές, διαφαίνεται πως οι περισσότεροι από τους ελεύθερους Αθηναίους είχαν στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον ένα δούλο. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Πλούτος» απεικονίζει φτωχούς αγρότες που είχαν αρκετούς δούλους, ενώ ο Αριστοτέλης ορίζει το σπιτικό σαν οντότητα τόσο με ελεύθερους ανθρώπους όσο και με δούλους.[21] Κατ’ επέκταση, το να μην έχει κανείς ούτε έναν δούλο, ήταν σημάδι μεγάλης φτώχειας. Στο διάσημο λόγο του Λυσία «Ὑπὲρ Ἀδυνάτου», ένας ανάπηρος που ικετεύει για επίδομα εξηγεί: «το εισόδημά μου είναι πολύ χαμηλό και πλέον είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτά τα πράγματα μοναχός μου και δεν έχω καν τα μέσα να αγοράσω ένα σκλάβο να τα κάνει για μένα».[22] Παρόλα αυτά, οι τεράστιοι πληθυσμοί σκλάβων που συναντούμε στην Αρχαία Ρώμη ήταν άγνωστοι στον ελληνικό χώρο. Ο Θουκυδίδης εκτιμά πως η Χίος αναλογικά φιλοξενούσε τους περισσότερους σκλάβους.[23] Όταν ο Αθήναιος [24] παραθέτει την υπόθεση του Μνάσονα, φίλου του Αριστοτέλη και ιδιοκτήτη χιλίων δούλων, φαίνεται να υπερβάλλει. Ο Πλάτων, που είχε στην ιδιοκτησία του πέντε σκλάβους την εποχή του θανάτου του, παραθέτει πως οι πλούσιοι διέθεταν περίπου 50 δούλους.[25]

Πηγές Επεξεργασία

Κατά την αρχαιότητα τέσσερις ήταν οι κύριες πηγές από όπου προέρχονταν οι δούλοι: ο πόλεμος, η πειρατεία, το διεθνές εμπόριο και η κατ' οίκον ανατροφή.[εκκρεμεί παραπομπή]

Πόλεμος Επεξεργασία

 
Οι γυναίκες ως λάφυρα πολέμου: μετά την κατάληψη της Τροίας, ο Αίας ο Λοκρός βιάζει την Κασσάνδρα. Ερυθρόμορφος κύλιξ, περ. 440-430 π.Χ., Λούβρο

Σύμφωνα με την εθιμοτυπία που συνόδευε τον πόλεμο κατά την αρχαιότητα, ο νικητής είχε πλήρη δικαιώματα πάνω στον ηττημένο, ακόμη κι αν επρόκειτο για αμάχους. Η λήψη σκλάβων, αν και δεν ήταν συστηματική, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ο Θουκυδίδης μνημονεύει το γεγονός ότι 7.000 κάτοικοι της πόλης Ίκαρα στη Σικελία λήφθησαν αιχμάλωτοι από τον Νικία και πουλήθηκαν για 120 τάλαντα στη γειτονική Κατάνη.[26] Ομοίως το 348 π.Χ. ο πληθυσμός της Ολύνθου οδηγήθηκε στη σκλαβιά, όπως και των Θηβών το 335 π.Χ. από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, αλλά και της Μαντίνειας από την Αχαϊκή Συμπολιτεία.[27]

Η ύπαρξη Ελλήνων δούλων ήταν συνεχής αιτία αντιγνωμιών ανάμεσα στους ελεύθερους Έλληνες. Η υποδούλωση πόλεων ήταν αμφιλεγόμενη πρακτική. Ορισμένοι στρατηγοί αρνήθηκαν να πράξουν κάτι ανάλογο, όπως οι Σπαρτιάτες Αγησίλαος Β' [28] και Καλλικρατίδας.[29] Ορισμένες πόλεις πέρασαν διατάγματα έτσι ώστε να καταργήσουν την πρακτική αυτή: στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. η Μίλητος ήρθε σε συμφωνία με την Κνωσσό, έτσι ώστε καμία από τις δύο πόλεις να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης.[27] Αντιστρόφως, η απελευθέρωση με λύτρα μιας πόλης που κινδύνευε με ανάλογη τύχη έφερνε μεγάλη δόξα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ο Κάσσανδρος, ο οποίος το 316 π.Χ. αποκατέστησε τη Θήβα,[30] ενώ ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας υπέταξε και κατόπιν απελευθέρωσε τα Στάγειρα.[31]

Πειρατεία Επεξεργασία

Η πειρατεία αποτέλεσε σημαντική και σταθερή πηγή δούλων, αν και η συμβολή της διέφερε από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Οι πειρατές και οι ληστές ζητούσαν λύτρα εφόσον έκριναν πως χάρις στην κοινωνική θέση του θύματός τους είχαν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Όταν δεν καταβάλλονταν λύτρα οι αιχμάλωτοι πωλούνταν σε δουλεμπόρους μεσάζοντες.[32] Σε ορισμένες περιοχές, η πειρατεία ήταν κάτι σαν «τοπικό έθιμο», ή όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης, αποτελούσε τον «παλαιομοδίτικο τρόπο ζωής».[33] Κάτι τέτοιο συνέβαινε στην Ακαρνανία, την Κρήτη και την Αιτωλία. Άλλοι λαοί με ανάλογες δραστηριότητες ήταν οι Ιλλυριοί, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι. Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, οι Κίλικες και οι βουνίσιες φυλές της Ανατολίας προστέθηκαν στη λίστα. Ο Στράβων προβάλλει ως κύριο λόγο άνθησης της δραστηριότητας αυτής ανάμεσα στους Κίλικες τα μεγάλα κέρδη που απέφερε. Όχι πολύ μακρυά, στη Δήλο, «διακινούνταν μυριάδες δούλοι την ημέρα».[34] Η εξάπλωση της επιρροής του ρωμαϊκού κράτους, ενός μεγάλου καταναλωτή δούλων, οδήγησε στην εξάπλωση της πειρατείας και στην ανάπτυξη της σχετικής αγοράς.[35] Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι Ρωμαίοι πολέμησαν με μένος την πειρατεία προκειμένου να προστατέψουν τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.[36]

Διεθνές εμπόριο Επεξεργασία

Έχουν βρεθεί ίχνη δουλεμπορίου με τις γειτονικές των Ελλήνων βαρβαρικές φυλές. Η αποσπασματική λίστα των σκλάβων που κατασχέθηκαν από την προσωπική περιουσία των ατόμων που διαμέλισαν τις διαβόητες Ερμές αναφέρει 32 δούλους εκ των οποίων κάποιοι ήταν Ελληνικής καταγωγής (Μακεδόνες, Πελοποννήσιοι) και οι υπόλοιποι ήταν διαφόρων φυλών, οι εθνικότητες των οποίων έχουν επιβεβαιωθεί: 13 ήταν θρακικής καταγωγής, 7 από την Καρία και οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Καππαδοκία, την Καρία, τη Σκυθία, τη Φρυγία, τη Λυδία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.[37] Ο μηχανισμός παρουσίαζε ομοιότητες με το μετέπειτα[εκκρεμεί παραπομπή] δουλεμπόριο στην αφρικανική ήπειρο: ντόπιοι επαγγελματίες πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Έλληνες δουλεμπόρους. Τα κυριότερα κέντρα δουλεμπορίου φαίνεται πως υπήρξαν η Έφεσος, το Βυζάντιο, ακόμη και η μακρινή Τάναϊς στον ομώνυμο ποταμό (σύγχρονος Ντον). Ορισμένοι από τους «βαρβάρους» σκλάβους είχαν πέσει θύματα τοπικής πειρατείας, ωστόσο άλλοι είχαν απλά πουληθεί από την οικογένειά τους.[38]

Υπάρχει έλλειψη αρχαιολογικών ενδείξεων που να καταδεικνύουν λεπτομέρειες σχετικά με το δουλεμπόριο, ωστόσο έχουν βρεθεί επιβεβαιωμένες αποδείξεις για την ύπαρξή του. Αρχικά, ορισμένες εθνικότητες δούλων εμφανίζονται στις πηγές κατ’ επανάληψη, όπως το σώμα από Σκύθες τοξότες που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για αστυνόμευση – αρχικά τριακόσια άτομα, αργότερα περίπου χίλιοι. Δεύτερον, τα ονόματα που αποδίδονται στους δούλους στην αρχαία κωμωδία είναι διαποτισμένα με την εθνικότητα των ατόμων αυτών.[39] Έτσι προκύπτει για παράδειγμα η λέξη «Θρᾷττα», που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης στις Σφήκες, στους Αχαρνείς και στην Ειρήνη, και που σημαίνει «γυναίκα από τη Θράκη». Τέλος, η εθνικότητα ενός δούλου ήταν κριτήριο μεγάλης σημασίας για τους μεγάλους αγοραστές: η αρχαία συμβουλή ήταν να μην μαζεύονται πολλοί δούλοι κοινής εθνικότητας στο ίδιο μέρος για να αποφευχθούν τυχόν στάσεις.[40] Είναι επίσης πιθανό ότι, όπως συνέβαινε και στη ρωμαϊκή εποχή, ορισμένες εθνικότητες θεωρούνταν «παραγωγικότερες» σε σχέση με άλλες.

Η τιμή των δούλων διέφερε ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ο Ξενοφών υπολόγιζε την τιμή ενός δούλου – μεταλλωρύχου στο Λαύριο στις 180 δραχμές, τη στιγμή που ένας εργάτης σε μεγάλα έργα αμειβόταν με μόλις μία δραχμή την ημέρα. Οι κατασκευαστές μαχαιριών του πατέρα του Δημοσθένη άξιζαν 500 με 600 δραχμές ο καθένας.[41] Η τιμή καθοριζόταν βέβαια σε συνάρτηση και με τη διαθεσιμότητά τους: κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν άφθονοι οπότε υπήρχε πλεόνασμα. Οι πόλεις δε όριζαν και κάποιο φόρο στα εισοδήματα από την πώλησή τους. Για παράδειγμα μεγάλο παζάρι σκλάβων οργανωνόταν κατά τη διάρκεια των εορτών του Απόλλωνα στο Άκτιο. Η Ακαρνανική Συμπολιτεία, που αναλάμβανε τη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, λάμβανε τα μισά από τα έσοδα των φόρων, και τα άλλα μισά δόθηκαν στην πόλη του Ανακτορίου, της οποίας το Άκτιο αποτελούσε κομμάτι.[42] Επίσης, οι αγοραστές απολάμβαναν και κάποιο είδος εγγύησης για την αγορά των δούλων: η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη αν αποδεικνυόταν ότι ο δούλος είχε κάποια αναπηρία για την οποία δεν είχε ενημερωθεί ο αγοραστής του.[43]

Κατ’ οίκον ανατροφή Επεξεργασία

Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά κατά τα φαινόμενα οι Έλληνες δεν «ανέτρεφαν» τους δούλους τους, τουλάχιστον κατά την Κλασική Εποχή, αν και ο αριθμός των αναθρεμένων στο σπίτι δούλων φαίνεται να ήταν μεγάλος στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο.[44] Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό ήταν αυτονόητο: τα ορυχεία για παράδειγμα ήταν χώρος όπου διέμεναν αποκλειστικά άνδρες. Από την άλλη υπήρχαν πολλές γυναίκες που εργάζονταν στα σπίτια.

Ο Ξενοφών συμβουλεύει οι άντρες και οι γυναίκες δούλοι να διαμένουν χωριστά ώστε να μην έρχονται στον κόσμο «...παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν από τους οικόσιτους δούλους μας χωρίς τη γνώση και άδειά μας. Γιατί οι τίμιοι δούλοι γενικά αποδεικνύονται πιστότεροι όταν έχουν οικογένεια, ωστόσο οι αλήτες, όταν φτιάχνουν οικογένεια, γίνονται όλο και πιο επιρρεπείς στην πονηριά».[45] Μια άλλη εξήγηση αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε οικονομικούς λόγους: ίσως να ήταν πολύ φτηνότερο να αγοράσει κανείς ένα σκλάβο από το να τον αναθρέψει.[46][47] Επιπλέον, η γέννα έβαζε τη ζωή της μητέρας σε κίνδυνο, ενώ δεν υπήρχε εγγύηση πως το μωρό θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωση.[48]

Οι οικογενείς δούλοι συχνά αποτελούσαν προνομιούχο ομάδα. Για παράδειγμα, είχαν την εμπιστοσύνη του κυρίου τους ώστε να πηγαίνουν τα παιδιά του στο σχολείο, ήταν δηλαδή «παιδαγωγοί» με την πρωταρχική έννοια του όρου.[49] Ορισμένοι δε από αυτούς ήταν παιδιά του κυρίου του σπιτιού, ωστόσο σε πολλές πόλεις όπως και στην Αθήνα, το παιδί κληρονομούσε την κοινωνική θέση της μητέρας του.[48]

Θέση στην κοινωνία Επεξεργασία

Στην αρχαία Ελλάδα απαντώνταν διάφορες μορφές δουλείας. Για την ακρίβεια ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη και τον δούλο υπήρχαν διάφορες κατηγορίες πολιτών: οι δουλοπάροικοι, πολίτες που είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, απελεύθεροι, νόθα τέκνα και μέτοικοι.[50] Το κοινό τους στοιχείο ήταν πως δεν κατείχαν πολιτικά δικαιώματα.

Ο Αμερικανός μελετητής Μωυσής Φίνλεϋ πρότεινε τα παρακάτω κριτήρια ώστε να καθορίζεται ο βαθμός ανελευθερίας του ατόμου:[51]

  • δικαίωμα στην προσωπική περιουσία
  • εξουσία πάνω στην εργασία κάποιου άλλου
  • εξουσία πάνω στην τιμωρία κάποιου άλλου
  • νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (προστασία απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και τιμωρία ή το δικαίωμα να καταφεύγει κανείς στα δικαστήρια)
  • οικογενειακά δικαιώματα και προνόμια (γάμος, κληρονομία κ.ά.)
  • δυνατότητα αλλαγής κοινωνικής θέσης (απελευθέρωση, πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα)
  • θρησκευτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
  • στρατιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (στρατιωτική θητεία ως υπηρέτης, οπλίτης με ελαφρύ ή βαρύ οπλισμό ή ναύτης).

Η δουλεία στην Αθήνα Επεξεργασία

 
Ταφική στήλη δύο μικρών παιδιών με τον παιδαγωγό τους, οι οποίοι βρήκαν τον θάνατο σε σεισμό, Νικομήδεια, 1ος αιώνας π.Χ., Μουσείο του Λούβρου

Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει, νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε.[52] Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις.[53] Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή.[49] Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων.[54] Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης γιατί παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκιννος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), ο οποίος, παρά την περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη.[49] Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη σκληρότητα απέναντι στον δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιοδήποτε πολίτη, όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στον δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στη βία (ύβρις).[55]

Ο Ισοκράτης υποστήριξε πως ούτε ο πιο άχρηστος δούλος δεν πρέπει να θανατώνεται χωρίς δίκη:[56] η εξουσία του κυρίου απέναντι στον δούλο δεν ήταν απόλυτη όπως όριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο.[57] Οι Νόμοι του Δράκοντα μάλιστα όριζαν τον θάνατο ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός δούλου. Η κατηγορία απέναντι στον δολοφόνο ενός δούλου δεν ήταν «μήνυση για βλάβη» όπως συνέβαινε π.χ. με τα κοπάδια ζώων, αλλά η ανθρωποκτονία, η οποία απαιτούσε τιμωρία εξαιτίας του μιάσματος που επέφερε στην πόλη το χύσιμο αίματος.[58] Κατά τον 4ο αιώνα ο ύποπτος δικαζόταν από το Παλλάδιον, ένα σώμα που έκρινε περιπτώσεις ακούσιας ανθρωποκτονίας,[59] με την τιμωρία να ήταν αυστηρότερη του απλού προστίμου, αλλά όχι θάνατος, ίσως εξορία όπως συνέβαινε αν λάμβανε χώρα δολοφονία κάποιου μετοίκου.[58]

Ωστόσο οι δούλοι ανήκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατεύθανε στο σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα.[52] Οι δούλοι λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, κατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων,[60] ενώ επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια.[52] Κάποιος δούλος μπορούσε να ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς και ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης μοιραζόταν τους θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα αν το επιθυμούσε.[60]

Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας». Νόμος που αποδίδεται στον Σόλωνα).
Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.[61] Επιβιώνουν δε μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρίες βάσει των οποίων δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλύτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με απελεύθερους στη Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός.[62] Επίσης, πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, διατάχθηκε να προστατέψουν οι πολίτες τον εαυτό τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τους δούλους τους.[63]

Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι («Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως»). Αυτός ο νόμος αποδίδεται στον Σόλωνα.[64] Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τούς παρείχαν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους. Οι γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία, όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, ο οποίος μετά από παράκληση του φιλοσόφου Σωκράτη αγοράστηκε και απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος χάρις στους πλούσιους φίλους του τελευταίου.[65] Ο βιασμός δούλων ήταν παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους ελεύθερους ανθρώπους.[66]

Η δουλεία για χρέη Επεξεργασία

Πριν την απαγόρευσή της από τον Σόλωνα, στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη: ένας πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει τον δανειστή του έχανε την ελευθερία του.[67] Η ακριβής φύση αυτής της έννομης σχέσης αποτελεί έδαφος συζητήσεων ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές: ήταν πράγματι δουλεία ή άλλη μορφή εξάρτησης; Εντούτοις, αυτό το ζήτημα αφορούσε κυρίως τους χωρικούς που ονομάζονταν «ἑκτήμοροι», δηλαδή ανθρώπους που νοίκιαζαν εκτάσεις πλουσίων και δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους γεωκτήμονες. Θεωρητικά, μπορούσαν να απελευθερωθούν όταν το χρέος τους ξεπληρωνόταν. Με διάφορες παραλλαγές το σύστημα υπήρχε στην Εγγύς Ανατολή και αναφέρεται στη Βίβλο.[68]

Ο Σόλων έβαλε τέλος στο θεσμό αυτό με τη διαβόητη «σεισάχθεια», το χάρισμα των χρεών, που έθεσε τέλος στην πώληση ελεύθερων πολιτών, ακόμη κι εθελοντικά από τους ιδίους. Ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία» του μεταφέρει ένα από τα ποιήματα του μεγάλου νομοθέτη:

«Και πολλούς άνδρες που η απάτη ή ο νόμος τους πούλησε
Μακρυά από τη θεόκτιστη γη τους, απόβλητοι σκλαβοι
Τους έφερα πίσω στην Αθήνα, ναι, και κάποιους,
Εξόριστοι από την πατρίδα τους μέσω του καταπιεστικού δρόμου του χρέους
Μιλώντας όχι πια την αγαπημένη αθηναϊκή διάλεκτο
Μα που περιπλανώνταν πέρα και μακρυά, τους έφερα και πάλι
Και αυτούς που είχαν πέσει στη δουλεία
Μαζεμένοι κάτω από το αυστηρό βλέμμα του δεσπότη τους, τους απελευθέρωσα».[69]

Παρόλο που η κατάσταση που περιγράφει ο Σόλων θυμίζει την «παραδοσιακή» δουλεία, η δουλεία για χρέη είχε σαν βασική διαφορά το ότι ο υπόδουλος Αθηναίος παρέμενε Αθηναίος, εξαρτημένος από άλλον Αθηναίο, στον τόπο καταγωγής του.[70] Αυτό είναι το γεγονός που εξηγεί γιατί αυτή η κατάσταση ήταν τόσο μισητή κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., οπότε και δημιουργήθηκε ο νόμος αυτός όχι για να καταργήσει τη δουλεία αλλά για να απελευθερώσει τους δούλους από χρέος.[71] Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα άφηναν δύο εξαιρέσεις: ο κηδεμόνας άγαμης γυναίκας που είχε χάσει την παρθενία της είχε το δικαίωμα να την πουλήσει για δούλη,[72] και ένας πολίτης μπορούσε να αφήσει έκθετο ένα ανεπιθύμητο νεογέννητο.[73]

Η δουλεία στη Γόρτυνα Επεξεργασία

 
Τμήμα επιγραφής με αποσπάσματα νόμων που βρέθηκε στην πόλη Γόρτυνα της Κρήτης

Στην κρητική πόλη της Γόρτυνας, σύμφωνα με μια συλλογή νόμων που βρέθηκε χαραγμένη σε πέτρα (γνωστή ως«Γορτύνιος Κώδικας») και χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ., οι δούλοι ήταν απολύτως εξαρτημένοι από τον αφέντη τους. Τα παιδιά τους ανήκαν στον τελευταίο.[74] Ο κύριος ήταν υπεύθυνος για τυχόν αδικήματα που διέπρατταν και, αντιστρόφως, ο ίδιος λάμβανε αποζημιώσεις για εγκλήματα κατά των δούλων του από τρίτους.[75] Στον κώδικα αυτόν, όπου όλα τα εγκλήματα τιμωρούνται με πρόστιμο, η χρηματική αποζημίωση είναι διπλάσια για δούλους που διέπρατταν πταίσμα ή κακούργημα. Αντιθέτως, ένα αδίκημα κατά σκλάβου τιμωρούταν λιγότερο αυστηρά σε σχέση με εκείνο κατά ελεύθερου ανθρώπου. Για παράδειγμα, ο βιασμός ελεύθερης γυναίκας από δούλο τιμωρούταν με πρόστιμο 200 στατήρων (400 δραχμών), ενώ ο βιασμός μιας μη-παρθένας σκλάβας από άλλο σκλάβο στοίχιζε μόλις έναν οβολό (το ένα έκτο της δραχμής).[76]

Οι δούλοι είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν δικό τους σπίτι και κοπάδια, που περνούσαν στους απογόνους τους, όπως και τα είδη ρουχισμού και τα έπιπλά τους.[75] Η οικογένειά τους δεν αναγνωριζόταν από τον νόμο: παντρεύονταν, λάμβαναν διαζύγιο, έφτιαχναν διαθήκη και κληρονομούσαν όπως ακριβώς και οι ελεύθεροι πολίτες.[77]

Η δουλεία στη Σπάρτη Επεξεργασία

Οι πολίτες της Σπάρτης, γνωστοί και ως «Ὅμοιοι», έκαναν χρήση των ειλώτων, μιας ομάδας πληθυσμού που ανήκε στο κράτος. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο διέθεταν και δούλους που αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Έχουν σωθεί μαρτυρίες για ανθρώπους που απελευθερώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, κάτι που υποτίθεται πως απαγορευόταν για τους είλωτες, ή που πουλήθηκαν εκτός Λακωνίας: ο ποιητής Αλκμάν, ο Φιλόξενος από την Κυθέρεια, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλους τους συμπολίτες του καθώς και οι διάσημες Σπαρτιάτισσες παραμάνες τις οποίες εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι γονείς.[78]

Ορισμένα κείμενα κάνουν αναφορά τόσο σε δούλους, όσο και σε είλωτες, κάτι που ίσως σημαίνει πως δεν ταυτίζονταν. Ο Ψευδοπλάτων στο έργο «Ἀλκιβιάδης Α'» αναφέρει την «κατοχή σκλάβων και αξιοσημείωτα ειλώτων» από τους εύπορους Σπαρτιάτες, ενώ ο Πλούταρχος γράφει για «δούλους και είλωτες». Τέλος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο διακανονισμός που έβαλε τέλος στην επανάσταση των ειλώτων του 464 π.Χ. ανέφερε πως οποιοσδήποτε Μεσσήνιος επαναστάτης που θα ανακαλυπτόταν στην Πελοπόννησο επρόκειτο να γίνει «δούλος εκείνου που τον αιχμαλώτισε», κάτι που καταδεικνύει πως η κατοχή προσωπικών δούλων δεν ήταν παράνομη εκείνη την περίοδο.

Αρκετοί ιστορικοί καταλήγουν πως προσωπικοί δούλοι χρησιμοποιήθηκαν πράγματι στη Σπάρτη, τουλάχιστον μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων απέναντι στους Αθηναίους το 404 π.Χ., ωστόσο δεν ήταν πολυάριθμοι και ανήκαν μονάχα στους πιο εύπορους.[79] Όπως συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, οι δούλοι αυτοί αγοράζονταν ή αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο.

Απελευθέρωση Επεξεργασία

Η πρακτική της απελευθέρωσης δούλων αποδεδειγμένα ακολουθήθηκε στη Χίο από τον 6ο αιώνα π.Χ.[80] Ίσως και να ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο, μιας και δεν περιελάμβανε γραφειοκρατία, αλλά γινόταν προφορικά. Ανεπίσημες απελευθερώσεις έλαβαν επίσης χώρα και κατά την κλασική περίοδο. Αρκούσε να υπάρχουν μάρτυρες, που θα συνόδευαν τον πολίτη στη δημόσια απελευθέρωση του δούλου του, είτε σε κάποιο θέατρο είτε μπροστά σε κάποιο δικαστικό σώμα.[81] Αυτή η πρακτική απαγορεύτηκε στην Αθήνα για λόγους κοινωνικής ηρεμίας.

Ωστόσο σαν φαινόμενο έγινε σύνηθες κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. όπως μαρτυρούν επιγραφές που βρέθηκαν στους Δελφούς και τη Δωδώνη. Οι περισσότερες χρονολογούνται τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ., καθώς και τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η ομαδική απελευθέρωση ατόμων ήταν επίσης εφικτή. Γνωστό παράδειγμα είναι μια σχετική περίπτωση στη Θάσο κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα έλαβε χώρα ενώ μαινόταν πόλεμος, με στόχο την ανταμοιβή των δούλων εκείνων για την πίστη τους.[82] Εντούτοις οι περισσότερες μαρτυρίες αφορούν απελευθέρωση κάποιου δούλου σύμφωνα με επιθυμία του αφέντη του (άνδρα κυρίως, αλλά και γυναίκας κατά την ελληνιστική περίοδο). Συνήθως απαιτούταν από τον δούλο να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό ίσο με την αξία πώλησής του. Για να το πράξει μπορούσε να κάνει οικονομίες ή να πάρει δάνειο («ἔρανος») από τον κύριό του ή ένα φίλο ή αν επρόκειτο για παλακκίδα από κάποιον πελάτη, με διάσημο παράδειγμα την εταίρα Νέαιρα.[83] Η απελευθέρωση επίσης μπορεί να είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, οπότε και θεωρούταν ότι ο δούλος πωλήθηκε σε κάποια θεότητα, συχνά στον Απόλλωνα στους Δελφούς, ή αφιερωνόταν μετά την απελευθέρωσή του. Ο ναός θα λάμβανε μέρος της χρηματικής συναλλαγής και θα εγγυόταν για τη συμφωνία. Επίσης η συναλλαγή μπορούσε να μην έχει καμία σχέση με το θείο, οπότε και οι άρχοντες της πόλης έπαιζαν τον ρόλο του εγγυητή.[84]

Η νέα αυτή ελευθερία του ατόμου μπορούσε να είναι ολική ή μερική, ανάλογα με την επιθυμία του πρώην αφέντη. Στην πρώτη περίπτωση, ο απελεύθερος ήταν προστατευμένος από τον νόμο απέναντι σε κάθε προσπάθεια νέας υποδούλωσης – για παράδειγμα από τους κληρονόμους του πρώην κυρίου.[85] Στη δεύτερη περίπτωση, ο απελεύθερος είχε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη του. Το πιο δεσμευτικό συμβόλαιο ήταν αυτό της «παραμονής», ένα είδος δουλείας περιορισμένης διάρκειας κατά την οποία ο κύριος εξακολουθούσε να έχει πρακτικά καθολικά δικαιώματα.[86]

Από την πλευρά του κράτους, ο απελεύθερος δούλος απείχε πολύ σε θέση από εκείνον τον πολίτη που γεννήθηκε ελεύθερος. Όπως διαφαίνεται από τις προτάσεις στους «Νόμους» του Πλάτωνα,[87] είχε διάφορα είδη υποχρεώσεων: παρουσία τρεις φορές τον μήνα στο σπίτι του παλαιού κυρίου, απαγόρευση του να γίνει πλουσιότερος από εκείνον κ.ά. Στην πραγματικότητα οι απελεύθεροι ήταν εγγύτερα στους μετοίκους, τους ξένους δηλαδή που διέμεναν στην πόλη, οι οποίοι ήταν μεν ελεύθεροι αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.[88]

Συνθήκες διαβίωσης Επεξεργασία

Είναι δύσκολο γενικά να εκτιμηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων δούλων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η καθημερινότητα τους μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις: «δουλειά, πειθαρχία και τροφή».[89] Η συμβουλή του Ξενοφώντα είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του σαν οικόσιτα ζώα, δηλαδή να τιμωρεί τις αταξίες τους και να επιβραβεύει την καλή τους συμπεριφορά.[90] Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το σωστό είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του όπως ακριβώς και τα παιδιά. Να μη δίνει μοναχά εντολές, αλλά και συστάσεις, καθώς ο δούλος είναι ικανός να καταλάβει τις αιτίες των πραγμάτων όταν δίνονται εξηγήσεις.[91]

Η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από σκηνές δούλων που τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα. Ήταν ένας τρόπος για να εξαναγκαστούν να δουλέψουν, όπως και ο αυστηρός έλεγχος της τροφής, της ένδυσης και των ωρών ανάπαυσης. Τον βαθμό αυτού του εξαναγκασμού καθόριζε ο αφέντης ή ο επόπτης, ο οποίος ίσως ήταν και ο ίδιος δούλος. Έτσι, στην αρχή του κειμένου των «Ἱππέων» του Αριστοφάνη, δύο δούλοι παραπονιούνται για τα χτυπήματα χωρίς έλεος που δέχονται από τον νέο τους επόπτη.

Οι συνθήκες διαβίωσης των δούλων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους: οι εργάτες στα μεταλλεία του Λαυρίου και οι πόρνες ζούσαν υπό απάνθρωπες συνθήκες, ενώ οι δούλοι του κράτους, οι τεχνίτες, οι έμποροι και οι αργυραμοιβοί απολάμβαναν σχετική ανεξαρτησία.[92] Με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό, την «ἀποφορά», το οποίο και κατέβαλλαν στον αφέντη τους, μπορούσαν να ζουν και να εργάζονται χωρις επόπτη.[93] Έτσι μπορούσαν να συγκεντρώσουν δικά τους χρήματα, αρκετά ορισμένες φορές για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Η πιθανότητα της απελευθέρωσης ήταν πράγματι ισχυρό κίνητρο, ωστόσο η πραγματική του έκταση είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.[94]

Οι αρχαίοι συγγραφείς ήταν της άποψης ότι οι δούλοι στην Αττική απολάμβαναν «παραδόξως πολλά προνόμια».[95] Ο Ξενοφών αναλύει τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι Αθηναίοι στην Αθήνα: «Όσο για τους δούλους και μετοίκους των Αθηνών, έχουν τη μεγαλύτερη ελευθερία: δεν μπορείς έτσι απλά να τους χτυπήσεις και δεν στέκονται στο πλάι για να σε αφήσουν να περάσεις».[96] Αυτή η κατά τα φαινόμενα καλή αντιμετώπιση δεν εμπόδισε 20.000 Αθηναίους δούλους να το σκάσουν στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μετά από την υποκίνηση των Λακεδαιμονίων στρατιωτών που βρίσκονταν στη Δεκέλεια της Αττικής.[97] Μάλιστα πρέπει να ήταν άξιοι χειροτεχνίτες, ίσως και να ανήκαν στη μερίδα εκείνων που απολάμβαναν την αξιοπρεπέστερη μεταχείριση. Ο τίτλος μιας κωμωδίας του 4ου αιώνα από τον Αντιφάνη, ο «Δραπεταγωγός» [98] αφήνει να εννοηθεί πως η απόδραση δούλων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο.[99] Αντιστρόφως, η απουσία μιας επανάστασης δούλων μεγάλης κλίμακας, ανάλογη με εκείνη του Σπάρτακου στην Ιταλία, πιθανώς εξηγείται από τη διασπορά των σκλάβων των Ελλήνων, κάτι που εμπόδιζε την οργάνωσή τους. Οι επαναστάσεις σκλάβων ήταν σπάνιες, όπως ήταν και στη Ρώμη ή στον αμερικανικό νότο. Μεμονωμένες αποστασίες δούλων ενάντια στον αφέντη τους, αν και αραιές, λάμβαναν πράγματι χώρα. Ένας δικανικός λόγος αναφέρει την απόπειρα δολοφονίας ενός πολίτη από τον δούλο του, ένα αγόρι όχι μεγαλύτερο των 12 ετών.[100]

Απόψεις για τη δουλεία στην αρχαία Ελλάδα Επεξεργασία

Ιστορικές απόψεις Επεξεργασία

 
Απεικόνιση δούλου καθισμένου σε βωμό ενώ κοιτά το πουγγί που πρόκειται να κλέψει, περ. 400–375 π.Χ., Μουσείο του Λούβρου

Ελάχιστοι συγγραφείς της αρχαιότητας καταφέρονται κατά της δουλείας. Για τον Όμηρο και τους προκλασικούς συγγραφείς, η δουλεία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Ο Ηράκλειτος λέει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, ο βασιλιάς όλων... μετατρέπει ορισμένους σε δούλους και σε άλλους χαρίζει την ελευθερία».[101]

Κατά την κλασική εποχή, την ύπαρξη της δουλείας δικαιολογούσαν οι οικονομικές συνθήκες.[102] Από ηθικής πλευράς, ταυτόχρονα ξεπηδούσε και η ιδέα της «φυσικής δουλείας». Ο Αισχύλος αναφέρει στους «Πέρσες» πως «οι Έλληνες δεν αποκαλούνται από κανέναν δούλοι ή υποτελείς»,[103] ενώ οι Πέρσες, όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ἑλένη»,[104] είναι «όλοι τους δούλοι με εξαίρεση έναν», εννοώντας τον Μεγάλο Βασιλιά. Την ιδέα αυτή μελετά ο Ιπποκράτης στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Ο τελευταίος ήταν της άποψης ότι το εύκρατο κλίμα της Μικράς Ασίας παρήγαγε ανθρώπους φιλήσυχους και δουλοπρεπείς.[105] Την εξήγηση αυτή υιοθετεί ο Πλάτων,[106] αλλά και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του,[107] όπου και αναλύει την ιδέα της «φυσικής δουλείας» καθώς, «εκείνος που μπορεί να δει μακρυά με το μυαλό του είναι από τη φύση του ηγεμόνας και από τη φύση του αφέντης, και εκείνος που μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα με το σώμα είναι υποτακτικός και από τη φύση του δούλος».[108] Σε αντίθεση με τα ζώα, ο δούλος αντιλαμβάνεται πράγματα με τη λογική, αλλά δεν μπορεί να τα αμφισβητεί και να τα επεξεργάζεται.[109]

Παράλληλα, η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι, είτε ήταν Έλληνες είτε βάρβαροι, ανήκαν στην ίδια φυλή αναπτύχθηκε από τους σοφιστές. Κατ’ επέκταση ορισμένοι άνθρωποι ήταν δούλοι ενώ είχαν την ψυχή ελεύθερου ανθρώπου και αντιστρόφως. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνώριζε αυτή τη λογική και θεωρούσε πως η δουλεία δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνον όταν ο κύριος ήταν καλύτερος του υποτακτικού του, σε αρμονία με τη θεωρία του για τη «φυσική δουλεία».[110] Οι σοφιστές κατέληγαν πως η πραγματική δουλεία δεν είχε να κάνει με την κοινωνική θέση, αλλά ήταν θέμα καθαρά του πνεύματος. Έτσι, όπως το έθεσε ο Μένανδρος, «να είσαι ελεύθερος στο πνεύμα, παρόλο που είσαι δούλος: κι έτσι απλά θα πάψεις να είσαι δούλος».[111] Αυτή η ιδέα, την οποία επανέλαβαν οι στωικοί και οι επικούρειοι, δεν ήταν τόσο απόρριψη της πρακτικής της δουλείας όσο εκλογίκευσή της.[112]

Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν μια κοινωνία δίχως δούλους. Οι τελευταίοι υπάρχουν ακόμη και στη Νεφελοκοκκυγία στις «Ὄρνιθες» του Αριστοφάνη, όπως και στην ιδανική πολιτεία που περιγράφει ο Πλάτων στους «Νόμους» και την «Πολιτεία» του.[113] Οι ουτοπικές πόλεις που περιγράφουν οι Φαλέας ο Χαλκηδόνιος και ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος βασίζονται στην ίση κατανομή της περιουσίας, αλλά οι δημόσιοι δούλοι χρησιμοποιούνται ως τεχνίτες [114] και αγρότες.[115] Οι «ανεστραμμένες κοινωνίες» έθεταν τις γυναίκες στην εξουσία ή ευαγγελίζονταν την ίση κατανομή των αγαθών, όπως στη «Λυσιστράτη» και τις «Ἐκκλησιάζουσες», αλλά δεν εμφανίζουν ποτέ τους δούλους κύριους των αφεντάδων τους. Οι μόνες κοινωνίες χωρίς δούλους ήταν αυτές του Χρυσού Αιώνος όπου όλες οι ανάγκες είχαν καλυφθεί. Στο είδος αυτό της κοινωνίας, όπως εξηγεί ο Πλάτων,[116] ο καθένας μάζευε γενναιόδωρα καρπούς χωρίς να σπέρνει. Στους «Ἀμφικτύονες» ο Τηλεκλείδης [117] αναφέρει κριθαρένια καρβέλια να φιλονικούν με το σταρένιο ψωμί για την τιμή να γίνουν τροφή των ανθρώπων. Επιπλέον τα αντικείμενα κινούνται μόνα τους: η ζύμη ζυμώνεται μόνη της και η κανάτα χύνει μόνη το περιεχόμενό της. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία δίχως σκλάβους κινείται σε άλλη διάσταση. Στην «κανονική» κοινωνία, οι δούλοι είναι απαραίτητοι.

Σύγχρονες απόψεις Επεξεργασία

Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα καταδικάστηκε πολλές φορές από τους χριστιανούς, οι οποίοι στάθηκαν η αιτία για την κατάργησή της. Από το 16ο αιώνα η συζήτηση πάνω στο θέμα άρχισε να έχει ηθική διάσταση. Η ύπαρξη της δουλείας στις αποικίες είχε σημαντική επίδραση στη γνώμη των μελετητών, με κάποιους συγγραφείς να την επιδοκιμάζουν τον εκπολιτιστικό της χαρακτήρα και με άλλους να αποδοκιμάζουν τη σκληρότητά της.[118] Έτσι ο Ενρί-Αλεξάντρ Βαλλόν το 1847 δημοσίευσε το έργο «Ιστορία της δουλείας στην αρχαιότητα» ανάμεσα στα έργα του αναφορικά με την κατάργηση της δουλείας στις γαλλικές αποικίες.

Κατά το 19ο αιώνα ξεκίνησε πολιτικοοικονομικός πόλεμος ιδεών. Αφορούσε κυρίως την αποσαφήνιση των φάσεων οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών και τοποθέτησε σωστά στον χάρτη τη δουλεία στην αρχαία Ελλάδα. Η επιρροή του Καρλ Μαρξ υπήρξε καθοριστική: για εκείνον η αρχαία κοινωνία χαρακτηριζόταν από την ανάπτυξη της ιδέας της προσωπικής περιουσίας με τη δουλεία να αποτελεί την πρώτη σε σπουδαιότητα (κι όχι δευτερεύουσα όπως στις άλλες προκαπιταλιστικές κοινωνίες) πηγή παραγωγής.[119] Οι οπαδοί του θετικισμού τους οποίους εκπροσώπησε ο Έντουαρτ Μέγιερ («Δουλεία στην αρχαιότητα», 1898) σύντομα αντιτάχθηκαν στη μαρξιστική θεωρία. Σύμφωνα με τον Μέγιερ η δουλεία αποτέλεσε το θεμέλιο της ελληνικής δημοκρατίας. Ήταν έτσι νομικό και κοινωνικό φαινόμενο, κι όχι οικονομικό.[120]

Συχνά οι ερευνητές διαφοροποιούν τη θέση των ειλώτων από τους υπόλοιπους σκλάβους του αρχαιοελληνικού κόσμου, στηριγμένοι στο γεγονός ότι αρχαίοι κριτικοί θεωρούν πως οι κύριοί τους είχαν λιγότερη εξουσία πάνω τους. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται πιθανώς σε ένα άρθρο του Ντιακόνοφ, επιφανούς ασσυριολόγου του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το oποίο παραθέτει ο Φίνλεϋ. Ο Ντιακόνοφ βεβαιώνει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους σκλάβους και τους είλωτες. Και οι δύο ήταν εκμεταλλευόμενοι εργάτες μέσω ενός οικονομικού εξαναγκασμού. Και οι δύο ήταν εργαλεία στα μέσα παραγωγής, ένα στερεότυπο των αρχαίων κοινωνιών στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους.

Η σύγχρονη ιστοριογραφία, όπως αναπτύχθηκε κατά τον 20ό αιώνα, την οποία ανέπτυξαν συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Βοτ, είδε στη δουλεία τις συνθήκες για την ανάπτυξη των ελίτ. Αντιστρόφως, η θεωρία επίσης καταδεικνύει μια ευκαιρία για τους δούλους να ενωθούν με την ελίτ. Τέλος, ο Βοτ υπολογίζει πως η μοντέρνα κοινωνία, βασισμένη σε ουμανιστικές αξίες, υπερκέρασε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης.[121]

Στις ημέρες μας, η δουλεία στην Ελλάδα παραμένει πεδίο αντιγνωμιών για τους ιστορικούς, κυρίως όσων αφορά δύο ερωτήματα: μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η αρχαία Ελλάδα ήταν «κοινωνία δούλων», και υπάρχει περίπτωση οι δούλοι σε αυτήν να αποτελούσαν κοινωνική τάξη;[122]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Λιβαδάς, Κυριάκος-Μπέης: «Το πρόβλημα της δουλείας κατ’ Αριστοτέλη». Φιλοσοφία 13-14 (1983-84), 300-316.
  2. Για παράδειγμα στην Οδύσσεια α:408, όπου ο Τηλέμαχος αναφέρει τους «σκλάβους που για [εκείνον] κέρδισε με το σπαθί ο Δυσσέας».
  3. Ιλιάδα, Π:244 και Σ:152.
  4. Ιλιάδα, Ψ:113.
  5. Burkert, σελ.45.
  6. Mele, σελ.115–155.
  7. Garlan, σελ.36.
  8. Finley (1997), σελ.170–171.
  9. Finley (1997), σελ.180.
  10. Finley (1997), σελ.148.
  11. Finley (1997), σελ.149.
  12. Ο Jameson είναι της άποψης πως ο αριθμός των εργατών αυτών ήταν μεγάλος, ενώ ο Wood (1983 και 1988) είναι αντίθετος.
  13. Finley (1997), σελ.150.
  14. Lauffer, σελ.916.
  15. Δημοσθένης, 12:8–19.
  16. Δημοσθένης, «Κατὰ Ἀφόβου», 1:9.
  17. Finley (1997), σελ.151–152.
  18. Jones, σελ.76–79.
  19. Κτησικλής, apud Athenaeus 6:272c.
  20. Ο Κτησικλής είχε γράψει ένα βιβλίο ιστορίας δύο αποσπάσματα του οποίου σώζονται στο έργο του Αθηναίου.
  21. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 252a26–b15.
  22. Λυσίας, «Υπέρ Αδυνάτου», 3.
  23. Θουκυδίδης, 8:40, 2.
  24. Αθήναιος, 6:264d.
  25. Πλάτων, «Πολιτεία», 9:578d–e.
  26. Θουκυδίδης, 6:62 και 7:13.
  27. 27,0 27,1 Garlan, σελ. 57.
  28. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Αγησίλαος», 7:6.
  29. Ξενοφών, «Ελληνικά», 1:6, 14.
  30. Διόδωρος Σικελιώτης, 29:53,2.
  31. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Αλέξανδρος», 7:3.
  32. Finley (1997), σελ.230.
  33. Θουκυδίδης, 1:5, 3.
  34. Στράβων, 14:5, 2.
  35. Brulé (1978a), σελ.6.
  36. Brulé (1978a), σελ.6–7.
  37. Pritchett και Pippin (1956), σελ.278 και Pritchett (1961), σελ.27.
  38. Ηρόδοτος, 5:6; Φιλόστρατος Β', «Βίος του Απολλώνιου Τυάνα», 18:7, 12.
  39. Plassart, σελ.151–213.
  40. Πλάτων, «Νόμοι», 777cd; Ψευδοαριστοτέλης, «Οικονομικά», 1:5.
  41. Garlan, σελ.61.
  42. Περίπου 216 π.Χ. Inscriptiones Graecae IX 1², 2, 583.
  43. Υπερείδης, «Κατά Αθηνογένους», 15 και 22.
  44. Garlan, σελ.59.
  45. Ξενοφών, «Οικονομικός», 9.5
  46. Pritchett και Pippin, σελ.276–281.
  47. Garlan, σελ.58. Finley (1997), σελ.154–155
  48. 48,0 48,1 Garlan, σελ.58.
  49. 49,0 49,1 49,2 Carlier, σελ.203.
  50. Finley (1997), σελ.147.
  51. Finley (1997), σελ.165–89.
  52. 52,0 52,1 52,2 Garlan, σελ.47.
  53. Αντιφών, «Πρώτη Τετραλογία», 2:7, 4:7; Δημοσθένης, Against Pantenos, 51 (2) και Against Evergos, 14, 15, 60.
  54. Για παράδειγμα Λυκούργος, «Κατά Λεοκράτους», 29.
  55. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 17.
  56. Ισοκράτης, «Παναθηναϊκός», 181.
  57. Morrow, σελ.212.
  58. 58,0 58,1 Morrow, σελ.213.
  59. Αριστοτέλης, «Ἀθηναίων Πολιτεία», 57:3.
  60. 60,0 60,1 Burkert, σελ.259.
  61. Carlier, σελ.204.
  62. Παυσανίας, 1:29, 6.
  63. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής», 10:4–5.
  64. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου» 1.138–139
  65. Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι επιφανών φιλοσόφων» 2.105
  66. Wilhelm Kroll "Knabenliebe" in Pauly-Wissowa, Realencyclopaedie der klassischen Altertumswissenschaft, vol. 11, cols. 897–906 [1]
  67. Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 1:2 και Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Σόλων», 13:2.
  68. Δευτερονόμιο, 15:12–17.
  69. Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία» 12:4
  70. Finley, σελ.174.
  71. Finley (1997), σελ.160.
  72. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Σόλων», 23.2.
  73. Brulé (1992), σελ.83.
  74. Lévy (1995), σελ.178.
  75. 75,0 75,1 Finley (1997), σελ.200.
  76. Finley (1997), σελ.201.
  77. Lévy (1995), σελ.179.
  78. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 16:5; «Βίοι Παράλληλοι: Ἀλκιβιάδης», 5:3.
  79. Oliva, σελ.172–173; Ducat, σελ.55; Lévy (2003), σελ.112–113.
  80. Garlan, σελ.79.
  81. Garlan, σελ.80.
  82. Dunant and Pouilloux, σελ.35–37, no.173.
  83. Δημοσθένης, «Κατά Νέαιρας», 59:29–32.
  84. Garlan, σελ.82.
  85. Garlan, σελ.83.
  86. Garlan, σελ.84.
  87. Πλάτων, «Νόμοι», 11:915 a–c.
  88. Garlan, σελ.87.
  89. «Οικονομικά», 1344a35.
  90. Ξενοφών, «Οικονομικός», 13:6.
  91. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», I, 3, 14.
  92. Garlan, σελ.147.
  93. Garlan, σελ.148.
  94. Finley (1997), σελ.165.
  95. Morrow, σελ.210. Πλάτων, «Πολιτεία», 8:563b; Δημοσθένης, «Τρίτος Φιλιππικός», 3; Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 54; Αριστοφάνης, «Εκκλησιάζουσες», 721–22 και Πλαύτος, «Stichus», 447–50.
  96. «Πολίτευμα των Αθηναίων», I, 10.
  97. Θουκυδίδης, 7:27.
  98. Αθήναιος, 161e.
  99. Cartledge, σελ.139.
  100. Αντιφών, «Περί της δολοφονίας του Ηρώδη», 69.
  101. Ηράκλειτος, απόσπ.53.
  102. Mactoux (1980), σελ.52.
  103. Αισχύλος, «Πέρσες», 242
  104. Ευριπίδης, «Ελένη», 276
  105. Ιπποκράτης, «Περί αέρων υδάτων τόπων», 23.
  106. Πλάτων, «Πολιτεία», 4:435a–436a.
  107. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 7:1327b.
  108. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1:2,2.
  109. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1:13, 17.
  110. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1:5, 10.
  111. Μένανδρος, απόσπ. 857.
  112. Garlan, σελ.130.
  113. Πλάτων, «Πολιτεία», 10:469b
  114. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1267b.
  115. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1268a.
  116. Πλάτων, «Πολιτικά», 271a–272b.
  117. Ἀθήναιος, 268 b–d.
  118. Garlan, σελ.8.
  119. Garlan, σελ.10–13.
  120. Garlan, σελ.13–14.
  121. Garlan, σελ.19–20.
  122. Garlan, σελ.201.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • (Γαλλικά) Brulé, P. (1978a) “Signification historique de la piraterie grecque ”, Dialogues d'histoire ancienne no.4 (1978), pp. 1–16.
  • (Γαλλικά) Brulé, P. (1992) “Infanticide et abandon d'enfants”, Dialogues d'histoire ancienne no.18 (1992), pp. 53–90.
  • (Αγγλικά) Burkert, W. Greek Religion. Oxford: Blackwell Publishing, 1985. ISBN 0-631-15624-6, originally published as Grieschische Religion der archaischen und klassischen Epoche. Stuttgart: Verlag W. Kohlhammer, 1977.
  • (Γαλλικά) Carlier, P. Le IVe siècle grec jusqu'à la mort d'Alexandre. Paris: Seuil, 1995. ISBN 2-02-013129-3
  • (Αγγλικά) Cartledge, P. "Rebels and Sambos in Classical Greece", Spartan Reflections. Berkeley: University of California Press, 2003, p. 127–152 ISBN 0-520-23124-4
  • (Γαλλικά) Chantraine, P. Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Paris: Klincksieck, 1999 (new edition). ISBN 2-252-03277-4
  • (Γαλλικά) Dareste R., Haussoullier B., Reinach Th. Recueil des inscriptions juridiques grecques, vol.II. Paris: E. Leroux, 1904.
  • (Γαλλικά) Ducat, Jean. Les Hilotes, BCH suppl.20. Paris: publications of the École française d'Athènes, 1990 ISBN 2-86958-034-7
  • (Γαλλικά) Dunant, C. and Pouilloux, J. Recherches sur l'histoire et les cultes de Thasos II. Paris: publications of the École française d'Athènes, 1958.
  • (Αγγλικά) Finley, M. (1997). Économie et société en Grèce ancienne. Paris: Seuil, 1997 ISBN 2-02-014644-4, originally published as Economy and Society in Ancient Greece. London: Chatto and Windus, 1981.
  • (Γαλλικά) Garlan, Y. Les Esclaves en Grèce ancienne. Paris: La Découverte, 1982. 1982 ISBN 2-7071-2475-3, translated in English as Slavery in Ancient Greece. Ithaca, N.Y.: Cornell University Press, 1988 (1st edn. 1982) ISBN 0-8014-1841-0
  • (Αγγλικά) Kirk, G.S. (editor). The Iliad: a Commentary, vol.II (books 5–8). Cambridge: Cambridge University Press, 1990 ISBN 0-251-28172-5
  • (Αγγλικά) Jameson, M.H. “Agriculture and Slavery in Classical Athens”, Classical Journal, no.73 (1977–1978), pp. 122–145.
  • (Αγγλικά) Jones, A.H.M. Athenian Democracy. Oxford: Blackwell Publishing, 1957.
  • (Γερμανικά) Lauffer, S. "Die Bergwerkssklaven von Laureion", Abhandlungen no.12 (1956), pp. 904–916.
  • (Γαλλικά) Lévy, E. (1995). La Grèce au Ve siècle de Clisthène à Socrate. Paris: Seuil, 1995 ISBN 2-02-013128-5
  • (Γαλλικά) Lévy, E. (2003). Sparte. Paris: Seuil, 2003 ISBN 2-02-032453-9
  • (Γαλλικά) Mactoux, M.-M. (1980). Douleia: Esclavage et pratiques discursives dans l'Athènes classique. Paris: Belles Lettres, 1980. ISBN 2-251-60250-X
  • (Γαλλικά) Mactoux, M.-M. (1981). "L'esclavage comme métaphore: douleo chez les orateurs attiques", Proceedings of the 1980 GIREA Workshop on Slavery, Kazimierz, 3–8 November 1980, Index, 10, 1981, pp. 20–42.
  • (Γαλλικά) Masson, O. "Les noms des esclaves dans la Grèce antique", Proceedings of the 1971 GIREA Workshop on Slavery, Besançon, 10–11 mai 1971. Paris: Belles Lettres, 1973, pp. 9–23.
  • (Γαλλικά) Mele, A. “Esclavage et liberté dans la société mycénienne”, Proceedings of the 1973 GIREA Workshop on Slavery, Besançon 2–3 mai 1973. Paris: Les Belles Lettres, 1976.
  • (Αγγλικά) Morrow, G.R. “The Murder of Slaves in Attic Law”, Classical Philology, Vol. 32, No. 3 (Jul., 1937), pp. 210–227.
  • (Αγγλικά) Oliva, P. Sparta and her Social Problems. Prague: Academia, 1971.
  • (Γαλλικά) Plassart, A. "Les Archers d'Athènes," Revue des études grecques, XXVI (1913), pp. 151–213.
  • (Αγγλικά) Pomeroy, S.B. Goddesses, Whores, Wives and Slaves. New York: Schoken, 1995. ISBN 0-8052-1030-X
  • (Αγγλικά) Pritchett, W.K. and Pippin, A. (1956). "The Attic Stelai, Part II", Hesperia, Vol.25, No.3 (Jul.–Sep., 1956), pp. 178–328.
  • (Αγγλικά) Pritchett (1961). “Five New Fragments of the Attic Stelai”, Hesperia, Vol.30, No. 1 (Jan.–Mar., 1961), pp. 23–29.
  • (Αγγλικά) Wood, E.M. (1983). “Agriculture and Slavery in Classical Athens”, American Journal of Ancient History No.8 (1983), pp. 1–47.
  • (Αγγλικά) Von Fritz, K. “The Meaning of ἙΚΤΗΜΟΡΟΣ”, The American Journal of Philology, Vol.61, No.1 (1940), pp. 54–61.
  • (Αγγλικά) Wood, E.M. (1988). Peasant-Citizen and Slave: The Foundations of Athenian Democracy. New York: Verso, 1988 ISBN 0-86091-911-0.

Πρόσθετη βιβλιογραφία Επεξεργασία

Γενικές μελέτες Επεξεργασία

  • (Γερμανικά) Bellen, H., Heinen H., Schäfer D., Deissler J., Bibliographie zur antiken Sklaverei. I: Bibliographie. II: Abkurzungsverzeichnis und Register, 2 vol. Stuttgart: Steiner, 2003. ISBN 3-515-08206-9
  • (Ιταλικά) Bieżuńska-Małowist I. La Schiavitù nel mondo antico. Naples: Edizioni Scientifiche Italiane, 1991.
  • Finley, M.:
    • (Αγγλικά) The Ancient Economy. Berkeley: University of California Press, 1999 (1st edn. 1970). ISBN 0-520-21946-5
    • (Αγγλικά) Ancient Slavery & Modern Ideology. Princeton: Markus Wiener, 1998 (1st edn. 1980). ISBN 1-55876-171-3
    • (Αγγλικά) Slavery in Classical Antiquity. Views and Controversies. Cambridge: Heffer, 1960.
  • (Αγγλικά) Garnsey, P. Ideas of Slavery from Aristotle to Augustine. Cambridge: Cambridge University Press, 1996. ISBN 0-521-57433-1
  • (Αγγλικά) De Ste-Croix, G.E.M. The Class Struggle in the Ancient Greek World. London: Duckworth; Ithaca, N.Y.: Cornell University Press, 1981. ISBN 0-8014-1442-3
  • Vidal-Naquet, P.:
    • (Αγγλικά) "Women, Slaves and Artisans", third part of The Black Hunter: Forms of Thought and Forms of Society in the Greek World. Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1988 (1st edn. 1981). ISBN 0-8018-5951-4
    • με τον Vernant J.-P. (Γαλλικά) Travail et esclavage en Grèce ancienne. Bruxelles: Complexe, "History" series, 2006 (1st edn. 1988). ISBN 2-87027-246-4
  • (Αγγλικά) Wiedemann, T. Greek and Roman Slavery. London: Routledge, 1989 (1st edn. 1981). ISBN 0-415-02972-4
  • (Αγγλικά) Westermann, W.L. The Slave Systems of Greek and Roman Antiquity. Philadelphia: The American Philosophical Society, 1955.

Εξειδικευμένες μελέτες Επεξεργασία

  • (Ελληνικά) Λιβαδάς, Κυριάκος-Μπέης, «Το πρόβλημα της δουλείας κατ’ Αριστοτέλη», Φιλοσοφία 13-14 (1983-84), 300-316.
  • (Γαλλικά) Brulé, P. (1978b). La Piraterie crétoise hellénistique, Belles Lettres, 1978. ISBN 2-251-60223-2
  • (Γαλλικά) Brulé, P. and Oulhen, J. (dir.). Esclavage, guerre, économie en Grèce ancienne. Hommages à Yvon Garlan. Rennes: Presses universitaires de Rennes, "History" series, 1997. ISBN 2-86847-289-3
  • (Γαλλικά) Ducrey, P. Le traitement des prisonniers de guerre en Grèce ancienne. Des origines à la conquête romaine. Paris: De Boccard, 1968.
  • (Γαλλικά) Foucart, P. “Mémoire sur l'affranchissement des esclaves par forme de vente à une divinité d'après les inscriptions de Delphes”, Archives des missions scientifiques et littéraires, 2nd series, vol.2 (1865), σελ. 375–424.
  • (Αγγλικά) Hunt, P. Slaves, Warfare, and Ideology in the Greek Historians. Cambridge: Cambridge University Press, 1998. ISBN 0-521-58429-9
  • (Αγγλικά) Ormerod, H.A. Piracy in the Ancient World. Liverpool: Liverpool University Press, 1924.
  • (Γαλλικά) Gabrielsen, V. "La piraterie et le commerce des esclaves", in E. Erskine (ed.), Le Monde hellénistique. Espaces, sociétés, cultures. 323-31 av. J.-C.. Rennes: Presses Universitaires de Rennes, 2004, σελ. 495–511. ISBN 2-86847-875-1
  • (Ελληνικά) Κυρτάτας Δημήτρης, Η δουλεία στην αρχαιότητα. Ιστορικά δεδομένα και θεωρητικές προσεγγίσεις, Μνήμων 12 (1989),σελ.183-195
  • (Ελληνικά) Κυρτάτας Δημήτρης, Η παρακμή του δουλοκτητικού συστήματος. Νέες προσεγγίσεις σε ένα παλαιότερο θεωρητικό σχήμα,Μνήμων 11(1987),σελ.199-207

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία