Η Κύπρος την εποχή του Ιουστινιανού

Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ιουστινιανό (527) συνοδεύτηκε από μια ευρείας κλίμακας διοικητική μεταρρύθμιση, την σπουδαιότερη από την εποχή του Κωνσταντίνου. Κύριος άξονας της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης ήταν η συνένωση στις διάφορες βαθμίδες της διοίκησης της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και να εκλείψουν οι αντιζηλίες μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων.

Μια από τις καινοτόμες και ταυτόχρονα παράδοξες διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού αφορούσε άμεσα και την Κύπρο. Με τη Νεαρά 41 (XLI) της 18ης Μαΐου 536 μ.Χ., η οποία δε σώζεται και το περιεχόμενο μας είναι γνωστό από μεταγενέστερες Νεαρές, ο Ιουστινιανός προχώρησε στη συγκρότηση μιας νέας διοικητικής περιφέρειας συνενώνοντας τις παραδουνάβιες επαρχίες της Μοισίας Δευτέρας, της Μικράς Σκυθίας και τις μεσογειακές επαρχίες της Καρίας, των Κυκλάδων και της Κύπρου. Τις πιο πάνω επαρχίες τις απέσπασε από τις πρώην επαρχότητες τους. Το όνομα της νέας διοικητικής περιφέρειας ήταν Quaestura Ioustiniana Exercitus. Ως επικεφαλής της τέθηκε ο Quaestor Iustiniani Exercitus (στις πηγές συναντάται κυρίως ως «έπαρχος των νήσων»), ο οποίος είχε ως έδρα του το λιμάνι της Μοισίας Δευτέρας, Οδησσό (σημερινή Βάρνα), και διέθετε οικονομικές, διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες παρόμοιες με εκείνες των Επάρχων των Πραιτωρίων, ενώ ασκούσε και την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση στις περιοχές που ήταν κάτω από την ευθύνη του. Ο ίδιος ήταν υπόλογος απευθείας στον Αυτοκράτορα, όπως υπονοεί άλλωστε και ο τίτλος του.

Τα κίνητρα και οι στόχοι αυτής της μεταρρύθμισης αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές. Η νέα περιφέρεια ήταν στη πραγματικότητα ένα σύνολο ναυτικών επαρχιών. Η Κύπρος, η Καρία και τα νησιά του Αιγαίου (Ιονίσι νήσοις των πηγών) αποτελούσαν ναυτικές βάσεις και συνεπώς ανθηρά κέντρα εμπορίου. Ως εκ τούτου ήταν από τις πιο πλούσιες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα οι παραδουνάβιες επαρχίες ήταν φτωχές εξαιτίας του ότι πλήττονταν από εχθρικές επιδρομές και καταστρεφόταν η γεωργική παραγωγή τους. Η φύλαξη των περιοχών αυτών απαιτούσε την συνεχή παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, η συντήρηση των οποίων ήταν φορτίο δυσβάσταχτο για τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών. Οι πηγές της εποχής τονίζουν τον στρατιωτικό χαρακτήρα της Quaestura. Η ενιαία διοίκηση θα διευκόλυνε τη συντήρηση του στρατού του Δούναβη (κυρίως τρόφιμα) από τους πόρους των νότιων επαρχιών της μέσω του θαλάσσιου δρόμου Αιγαίο-Κωνσταντινούπολη-Δούναβης. Σύμφωνα με τις πηγές, η οικονομική υπηρεσία της Quaestura καθόριζε τις ανάγκες των στρατευμάτων των βόρειων επαρχιών της, τις οποίες κάλυπτε από τις φορολογίες των κατοίκων των νοτίων επαρχιών, οι οποίοι πλήρωναν σε είδος ή σε χρήμα. Για την διεκπεραίωση του ανεφοδιασμού του στρατού του Δούναβη υπήρχε ένα δίκτυο κρατικών εγκαταστάσεων σε διάφορα λιμάνια κατά μήκος του ναυτικού δρόμου που οδηγούσε στις παραδουνάβιες επαρχίες.

Η συμπερίληψη της Κύπρου στις «υποστηρικτικές» επαρχίες της νέας διοίκησης καταδεικνύει την ευημερία της κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ουσιαστικά οι κατώτερες βαθμίδες της τοπικής διοίκησης παρέμειναν οι ίδιες όπως είχαν διαμορφωθεί από τον 4ο αιώνα μ.Χ, καθώς και οι αξιωματούχοι, αλλά η ανώτατη διοίκηση του νησιού έδρευε στην Οδησσό. Ωστόσο η νέα αυτή κατάσταση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Κυπρίων καθώς για τις δικαστικές τους εκκρεμότητες ήταν πλέον αναγκασμένοι να πηγαίνουν στην μακρινή Οδησσό, ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους και χρονοβόρο, αντί της μετάβασης στην μέχρι τότε έδρα της διοικητικής τους περιφέρειας, την Αντιόχεια. Οι Κύπριοι πέτυχαν κατόπιν αιτήματος στον ίδιο τον Αυτοκράτορα να εκδικάζονται οι υποθέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη. Την περίοδο αυτή μαρτυρείται η παρουσία στο νησί περιορισμένων στρατιωτικών δυνάμεων (στρατιώται) που αμείβονταν από ειδική φορολογία που επιβαλλόταν στον πληθυσμό του νησιού. Ο μισθός τους ονομαζόταν στρατιά και ο φόρος καπνικός.

Η Εκκλησία της Κύπρου Επεξεργασία

Η κρατική οργάνωση αποτέλεσε το πρότυπο της Εκκλησιαστικής οργάνωσης. Όπως η Αυτοκρατορία διαιρείτο σε επαρχότητες και διοικήσεις, αντίστοιχα το Πατριαρχείο περιλάμβανε μητροπόλεις και επισκοπές. Σύμφωνα με το έργο Συνέκδημος του Ιεροκλέους, η πρωτεύουσα του νησιού Κωνσταντία ήταν η έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Η πηγή αυτή μας πληροφορεί επίσης για τις υπόλοιπες πόλεις της Κύπρου, οι οποίες αποτελούσαν και επισκοπές. Οι πόλεις αυτές ήταν: η Ταμασός, ο Κίτης (Κίτιον), η Αμαθούντα, το Κόριν (Κούριον), η Πάφος, η Αρσινόη (Μάριον), η Λάπηθος, οι Σόλοι, η Κιρβοία, οι Κύθροι, το Καρπάσιν, η Λήδρα και πιθανότατα η Τριμιθούντα. Η πηγή δε μας αναφέρει την πόλη της Κερύνειας, που ήταν επίσης επισκοπή.

Τον 6ο αιώνα μ.Χ, τον οποίο μελετάμε, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τα περισσότερα ονόματα των Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων του νησιού. Επίσης μας είναι άγνωστο το θρησκευτικό έργο των προαναφερομένων ανώτατων κληρικών. Τα μόνα ονόματα που γνωρίζουμε είναι αυτά των Αρχιεπισκόπων Σωφρονίου και Δαμιανού. Κοντά στην εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα, βρέθηκε τυχαία γραμμένο σε μια πλάκα, το έργο και το όνομα ενός Αρχιεπισκόπου της Κύπρου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η επιγραφή αποτελούσε μέρος κάποιου οικοδομήματος, που προς το παρόν μας είναι άγνωστο. Το όνομα αυτού ήταν Φιλόξενος. Η εύρεση της επιγραφής, επεκτείνει τις γνώσεις μας πάνω στο θέμα των ονομάτων των Αρχιεπισκόπων του νησιού. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι πουθενά αλλού δεν υπάρχει γραμμένο το όνομα του Φιλόξενου στα επίσημα αρχεία της Κυπριακής Εκκλησίας προκαλεί τον προβληματισμό πολλών ερευνητών.

Όμως οι Σύροι χρονογράφοι Μιχαήλ ο Σύρος και ο Γρηγόριος Βαρεβραίος αναφέρουν ένα επίσκοπο της Κύπρου με το όνομα Φιλόξενος. Ο Φιλόξενος ήταν ανιψιός του επισκόπου Ξεναία της Ιεράπολης της Συρίας. Ο Ξεναίας ήταν γνωστός συγγραφέας μονοφυσιτικών έργων. Στο έργο του Γρηγορίου Βαρεβραίου, ο Φιλόξενος αναφέρεται ως ο νεότερος, ασπαζόταν όπως και ο θείος του την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Η αίρεση αυτή απειλούσε την ενότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας. Παλαιότεροι ερευνητές υποστήριζαν επίσης ότι η θρησκευτική αποξένωση των κατοίκων των μονοφυσιτικών περιοχών απειλούσε ευρύτερα την ενότητα της Αυτοκρατορίας. Οι νέες έρευνες αποδεικνύουν ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός προσπάθησε μέσα από τις εργασίες μιας ειδικής Συνόδου να λύσει αυτό το πρόβλημα. Κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη 12 επισκόπους, από τους οποίους οι 6 ήταν οπαδοί του Μονοφυσιτισμού και οι υπόλοιποι οπαδοί της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, όπως είναι γνωστή, συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό το 451. Η Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Μονοφυσιτισμό ως αίρεση.

Η Σύνοδος που κάλεσε ο Ιουστινιανός κράτησε 3 μέρες. Οι δυο πλευρές άρχισαν διάφορες συζητήσεις, που όμως κατέληξαν στο κενό. Παρ’ όλα αυτά, η έκτακτη Σύνοδος επηρέασε την στάση του Φιλόξενου απέναντι στο δόγμα που μέχρι στιγμής ασπαζόταν. Καταδίκασε τον Μονοφυσιτισμό και τελικά έγινε δεκτός στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όμως η μεταστροφή του στην Ορθοδοξία δεν του επέτρεπε να επιστρέψει πίσω στην Δολίχνη, όπου οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού κυριαρχούσαν.

Ο Ιουστινιανός, επιβράβευσε την στάση του Φιλόξενου και το 533 στάλθηκε στην Κύπρο για να λάβει τον θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα. Δεν είναι γνωστό το διάστημα στο οποίο ο Φιλόξενος ήταν Αρχιεπίσκοπος του νησιού καθώς και το «έργο» του. Η λέξη "έργον" τον 6ο αιώνα μ.Χ, είχε ευρύτερη έννοια στην αρχιτεκτονική. Μπορούσε να δηλώσει έναν απλό τοίχο, ή ένα υδραγωγείο, ή μια εκκλησία.

Η κίνηση του Ιουστινιανού, από κάποιους μελετητές πιστεύεται πως ήταν σχεδιασμένη. Όπως έχει αναφερθεί, μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει το μοναδικό δικαίωμα να εκλέγει τους Επισκόπους της και τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Φιλόξενος στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη, άρα μπορούμε να υποτεθεί ότι αυτός ο διορισμός ήταν μια επέμβαση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στα εσωτερικά της Κυπριακής Εκκλησίας.

Λίγο αργότερα το 542, η Κυπριακή Εκκλησία υπάχθηκε στη δικαιοδοσία του Επισκόπου της Συριακής Εδέσσης Ιάκωβου Βαραδαίου. Η χριστιανική κοινότητα της Εδέσσης ήταν οπαδός του Μονοφυσιτισμού. Η επέμβαση του Ιακώβου στα θέματα της Κυπριακής Εκκλησίας έγινε με την υποστήριξη της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Ο Ιάκωβος ήταν επιθεωρητής της Μικράς Ασίας, Ρόδου και νήσων. Στο νησί υπήρχε μια μικρή ομάδα Μονοφυσιτών, οι οποίοι ένιωθαν ασφαλείς με την στάση της Θεοδώρας. Οι ακραίοι Μονοφυσίτες ονομάζονταν Ακέφαλοι.

Τέλος, αν και η Κύπρος εκπροσωπήθηκε σε όλες τις μέχρι τότε Οικουμενικές Συνόδους, αποτελεί πρωτοφανές δεδομένο για την Κυπριακή Εκκλησία να μην υπάρχει κανένας Κύπριος κληρικός στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553. Αξιοθαύμαστο αποτελεί η χρήση των όρων Αγιότατος και Μακαριότατος που συναντάμε στο όνομα του Φιλόξενου ως Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ, τους δυο όρους μαζί τους φέρουν οι Πατριάρχες της Ανατολής και ο Πάπας. Η Νεαρά V της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας, η οποία αναφέρεται στον Αρχιεπίσκοπο Επιφάνιο της Κωνσταντινουπόλεως, τον κοσμεί με τους τιμητικούς αυτούς τίτλους. Καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι η κεφαλή μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, δικαιούται να φέρει τους δυο τίτλους. Η Εκκλησία της Κύπρου ήταν η μόνη επαρχιακή Μητρόπολη με πλήρη ανεξαρτησία από κάθε Πατριαρχική δικαιοδοσία. Στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία η Εκκλησία της Κύπρου κατείχε την υψηλότερη θέση μετά τα Πατριαρχεία.

Οικονομία και εμπόριο Επεξεργασία

Η οικονομία του νησιού περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το εμπόριο και την γεωργία. Όμως τον 6ο αιώνα μ.Χ, οι πηγές και πάλι σχεδόν μηδαμινά στοιχεία δίνουν για το εμπόριο της νήσου. Το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντά στις μεγάλες πόλεις της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας επηρέαζε θετικά την εμπορική κίνηση στο νησί. Η ναυσιπλοΐα ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων των παραλιακών πόλεων της Κύπρου. Ένα εμπορικό πλοίο που ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Κύπρο, ακολουθούσε την πιο κάτω διαδρομή: Κωνσταντινούπολη – Ραιδεστός (2 ημέρες), Ραιδεστός – Καλλίπολη (2 ημέρες), ΚίλιαΜυτιλήνη (2 ημέρες), Μυτιλήνη – ΧίοςΣάμος (σύνολο 5 ημέρες), Σάμος – Ρόδος ( 3 ημέρες), Ρόδος – Κύπρος (4 ημέρες). Εμπορικά πλοία που έφευγαν από την Κύπρο, έκαναν 2 ημέρες να φτάσουν στην Τρίπολη της Συρίας και 9 ημέρες στην Κρήτη.

Αν και την μεγαλύτερη εμπορική κίνηση προερχόταν από το λιμάνι της πρωτεύουσας του νησιού Κωνσταντίας, κάποιες αρχαιολογικές ανασκαφές στην θέση Άγιος Γεώργιος Πέγειας έφεραν στο φως τα ερείπια τριών Ιουστινιάνειων και μετά – Ιουστινιάνειων βασιλικών και ενός λουτρού. Βάσει αυτών των ευρημάτων πιστεύεται ότι στη θέση αυτή υπήρχε ένας ατείχιστος οικισμός – λιμάνι, ο οποίος έπαιζε καθοριστικό ρόλο στον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης. Όπως υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί, το λιμάνι αυτό ήταν ο τελευταίος σταθμός προς την Αίγυπτο και ο πρώτος από αυτήν. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν πού κοντά από τον οικισμό δυο νεκροταφεία. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι το ένα ανήκει σε Χριστιανούς και το άλλο σε παγανιστές. Η ανάπτυξη του οικισμού συνεχίζεται έως και τα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ.

Παρόλο που η ναυσιπλοΐα ήταν ανεπτυγμένη, εν τούτοις η γεωργία απασχολούσε τους περισσότερους κατοίκους του νησιού. Τα κυριότερα προϊόντα που εξάγονταν από το νησί σε μεγάλες ποσότητες ήταν το λάδι, το κρασί, τα ξηρά σύκα, το παστό κρέας και τα αμύγδαλα. Αμφορείς πολλαπλώς επιχρισμένοι με πίσσα, τύπου LRA1 κατασκευάζονταν για την μεταφορά λαδιού και κρασιού. Κατάλοιπα αυτών των αμφορέων ανιχνεύονται σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αντικατέστησαν την πιο σημαντική μέχρι τότε «βιομηχανία» χαλκού. Οι σχέσεις της Κύπρου με την Αλεξάνδρεια μαρτυρούν και γραμματειακές πηγές και κατάλοιπα κεραμικών. Επίσης ο δρόμος του σιταριού που ένωνε την Κωνσταντινούπολη με την Αίγυπτο, πιθανότατα να είχε ως ενδιάμεσο σταθμό την Κύπρο. Αν και δεν έχουμε πληροφορίες αν είχε δικά της ναυπηγεία, η Κύπρος λόγω των πολλών δασών της προμήθευε άλλα ναυπηγία με την ξυλεία της.

Η Κύπρος όπως είναι γνωστό από την αρχαιότητα είχε τα πρωτεία στην εξόρυξη και παραγωγή χαλκού. Το μέταλλο αυτό αν και υποβαθμισμένο στα βυζαντινά χρόνια, συνέχιζε να προέρχεται από τα ορυχεία του νησιού ακόμα και τον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι 4.000.000 τόνοι υπολειμμάτων χαλκού μαρτυρούν πόσο σημαντικό ήταν αυτό το μέταλλο για την οικονομία του νησιού. Επίσης η παραγωγή χαλκού απαιτούσε ξύλο ίσο με 16 φορές της συνολικής δασικής έκτασης του νησιού. Η ανάπτυξη της ξυλείας στο νησί την καθιστούσε σημαντικό κέντρο παραγωγής και εξαγωγής του μετάλλου. Αυτό συνέβαινε λόγω ότι άλλες δασικές περιοχές της Αυτοκρατορίας όπως ο Λίβανος, είχαν χάσει την περισσότερη ξυλεία τους.

Την περίοδο αυτή, στη Κύπρο παρατηρείται μια οικονομική ανάπτυξη. Το εμπόριο και η γεωργία άφηναν σημαντικά κέρδη στο νησί. Τόσο πολύ ευημερούσε η Κύπρος που οι κάτοικοι της πλήρωναν μεγαλύτερο φόρο στον Αυτοκράτορα. Η ανθηρή οικονομία προσφέρει ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης για τα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Ειδικευμένοι τεχνίτες ζούσαν στις πόλεις. Οργανώθηκαν και δημιούργησαν τις πρώτες συντεχνίες. Οι συντεχνίες επεκτάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας. Την ίδια εποχή, εισέρχεται παράνομα στην Αυτοκρατορία τα αυγά του μεταξοσκώληκα, καθώς και η τεχνογνωσία που είναι απαραίτητη για την τροφή και την επεξεργασία του κουκουλιού. Στο νησί φυτεύτηκαν μουριές και η βιοτεχνία της μεταξουργίας γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Η παραγωγή μεταξωτών μάλλον κάλυπτε τις εγχώριες ανάγκες.

Η ανθηρή οικονομία και το ανεπτυγμένο εμπόριο του νησιού θα περάσει από δοκιμασία τα χρόνια μετά το θάνατο του Ιουστινιανού και τελικά όλα θα καταρρεύσουν κάτω από την πίεση ενός νέου εχθρού της Αυτοκρατορίας κατά τον 7ο αιώνα – των Ισλαμιστών Αράβων.

Οι πόλεις της Κύπρου και η δημογραφία του νησιού Επεξεργασία

Η φυσική εξέλιξη και οι νέες ανάγκες οδήγησαν άλλες πόλεις σε μαρασμό ενώ για άλλες ήταν η εποχή της ανάπτυξης τους. Έχουμε πολλά παραδείγματα που αφορούν τις πόλεις του νησιού. Η παρακμή της Λήδρας ήταν η αρχή της ακμής και της ενίσχυσης της Λευκωσίας. Η Αμαθούς ήταν μια από τις επισκοπές του νησιού ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι η παρακμή της πόλης ήρθε πολύ πιο γρήγορα. Την θέση της κατέλαβε με ταχύ ρυθμό η Νέμεσος των πηγών – η σημερινή Λεμεσός. Το παρηκμασμένο Κίτιον δίνει σταδιακά τη θέση του στη Λάρνακα. Μια πόλη της Κύπρου άκμασε περισσότερο από τις υπόλοιπες. Ήταν η πόλη της Λαπήθου που στις πηγές της εποχής ονομάζεται Λαμπούσα. Μαρτυρία του πλούτου της αποτελούν οι 2 θησαυροί της που εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Κύπρου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

Στη δημογραφική αύξηση του νησιού μάλλον θα συνέβαλαν οι Περσικοί πόλεμοι που μαίνονταν για πολλά χρόνια στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Αιγύπτου κατέφευγαν στο νησί, που ήταν για αυτούς πολύ πιο ασφαλές μέρος από το σπίτι τους. Η αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται κυρίως στις παραλιακές πόλεις της Κύπρου.

Όταν παρατηρείται κάπου αύξηση του πληθυσμού, περιμένουμε και κάποια αύξηση των οικισμών. Όντως την εποχή αυτή έχουμε μια αύξηση των οικισμών ακόμα και στην περιοχή του Ακάμα. Σε άλλα μέρη όπως στη θέση Καλαβασός – Κόπετρα και Μαρώνι – Πετρέρα παρουσιάζουν κάποια ευημερία. Μια επιφανειακή έρευνα έδειξε κάποια σημάδια ευημερίας στην περιοχή της Αμαθούντας. Μια επιγραφή που προέρχεται από τους Σόλους, μας πληροφορεί για την αιχμαλωσία 120.000 ανθρώπων, αλλά δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον αριθμό αυτό ως το σύνολο του πληθυσμού των Σόλων. Ίσως να αναφέρεται στο σύνολο των κατοίκων του νησιού. Ορισμένες σύγχρονες έρευνες υποστηρίζουν πως στην αύξηση του πληθυσμού του νησιού διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και οι αυθόρμητες μετακινήσεις πληθυσμών.

Στο νησί υπήρχε μια ομάδα από Εβραίους, αν και πιστεύεται ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος. Εντούτοις ήταν οργανωμένοι και είχαν τους δικούς τους ναούς. Όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή του 6ου αιώνα μ.Χ που βρέθηκε στην περιοχή των αρχαίων Γόλγων κάποιοι Εβραίοι ανοικοδόμησαν ένα κτίριο συναγωγής.

Τέλος ένα απρόσμενο γεγονός που θα επηρεάσει όλη την Αυτοκρατορία και που ο ιστορικός Προκόπιος κάνει μνεία θα κτυπήσει και την Κύπρο – η πανώλη. Σύμφωνα με τον ιστορικό, η Κύπρος δε γλύτωσε από την επιδημία. Το πρώτο κύμα που σάρωσε την Αυτοκρατορία το 542 κτύπησε αρχικά την Αίγυπτο και έφτασε με γοργούς ρυθμούς στην Κωνσταντινούπολη, φτάνοντας μέχρι και την Ιταλία στα δυτικά. Όμως η θανατηφόρα ασθένεια δεν τέλειωσε το έργο της στο νησί. Ως το τέλος του 6ου αιώνα μ.Χ, η Κύπρος δέχθηκε τρία νέα κύματα της νόσου κατά τα έτη 558, 573 και 592, τα οποία ολοκλήρωσαν την καταστροφή στο νησί. Η επιδημία πανώλης του 558 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και έφθασε στη Συρία από τη θάλασσα ως την άνοιξη. Τα πλοία με τα οποία μεταφέρθηκε ο ιός, δεν γνωρίζουμε αν κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, αλλά και πάλι δεν ήταν πιο ασφαλές από άλλη περιοχή της Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός μειώθηκε απότομα μέσα σε 50 χρόνια. Όπως γνωρίζουμε από επιγραφές, το υδραγωγείο της Κωσταντίας ήταν κατεστραμμένο για μεγάλο διάστημα κατά το 6ο αιώνα μ.Χ.

Συνοπτικά, αν και οι πόλεις της Κύπρου παρουσίαζαν μια οικονομική ευημερία, οι φυσικές καταστροφές και οι επιδημίες αποδεκάτισαν τον πληθυσμό του νησιού. Το 578, ο Αυτοκράτορας Τιβέριος Β' αποφάσισε να στείλει στην Κύπρο Αρμένιους αιχμαλώτους. Πολλοί πιστεύουν πως η κίνηση αυτή του Τιβερίου ήταν προγραμματισμένη και είχε ως απώτερο στόχο να αυξηθεί ο πληθυσμός του νησιού, καθώς υπήρχαν έρημοι οικισμοί.

Οι τέχνες και τα γράμματα Επεξεργασία

Τον 6ο αιώνα μ.Χ, καθώς η Παλαιστίνη, η Συρία και η Αίγυπτος βυθίζονται στην ατμόσφαιρα του Μονοφυσιτισμού, η Κύπρος επηρεάζεται ολοένα από την τέχνη της πρωτεύουσας. Το νησί έχει να επιδείξει έργα απαράμιλλης αρχιτεκτονικής, καλαισθησίας και κομψότητας. Η τέχνη της ψηφιδωτής εικονογραφίας μας δίνει έργα άξια θαυμασμού. Οι πιο κάτω βασιλικές και τα ψηφιδωτά τους είναι μάρτυρες της καλλιτεχνικής δημιουργίας των Κυπρίων.

Η βασιλική της Καμπανόπετρας στη Κωνσταντία, έχει μια ιδιαιτερότητα. Ενώ είναι τρίκλιτη και έχει νάρθηκα και τεράστιο αίθριο, έχει ταυτόχρονα γύρω από το αίθριο διαμερίσματα. Ίσως αυτά να χρησιμοποιούνταν ως κελιά μοναχών. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι η βασιλική αυτή να ήταν μοναστηριακή εκκλησία. Στην ανατολική πλευρά, υπήρχε μια κλειστή στοά, μπροστά από την οποία είχε ένα κιβώτιο. Σε αυτό μάλλον θα υπήρχε κάποιο λείψανο ενός μάρτυρα. Το ανατολικό αίθριο είναι κατασκευασμένο από κίονες και κιονόκρανα από Προσκοννήσιο μάρμαρο. Από το ίδιο μάρμαρο είναι και οι πλάκες του δαπέδου και της ορθομαρμάρωσης. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για την πιο πολυτελή βασιλική της Κύπρου.

Στην Κωνσταντία επίσης υπήρχε η βασιλική του Αγίου Επιφανίου, στην οποία σύμφωνα με το βίο του θάφτηκε εκεί. Τον 6ο αιώνα μ.Χ, η εκκλησία μετατράπηκε από επτάκλιτη σε πεντάκλιτη. Οι τοίχοι της καλύπτονταν από ψηφιδωτά. Το βαπτιστήριο που υπήρχε στο χώρο του ναού ήταν θερμαινόμενο. Ο γραπτός διάκοσμος αυτοτελούς αγιάσματος κοντά στη βασιλική, ανακεφαλαιώνει την ιστορία του νησιού κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.

Η εκκλησία της Παναγιάς της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη έχει μοναδικά ψηφιδωτά. Στα μετάλλια γύρω από την απεικόνιση της Παναγίας με το Χριστό, υπήρχαν οι Απόστολοι. Ανάμεσα τους ήταν και οι 4 Ευαγγελιστές. Το ψηφιδωτό της Κανακαριάς απεικονίζει την Παναγία καθισμένη κατ’ ενώπιον πάνω σε θρόνο κρατώντας το Χριστό στα γόνατα της. Σπάνια η Παναγία περιβάλλεται από Δόξα. Συνήθως η Δόξα χρησιμοποιείτο για να πλαισιώνει το Χριστό ως ένδειξη της Θεότητάς Του. Ο Κοντάκωφ χαρακτήρισε την απεικόνιση της Θεοτόκου ως «Κυπριακή» ή «Κύπρια Θεοτόκο». Η μορφή του Χριστού δε παρουσιάζεται ως βρέφος αλλά σε ανεπτυγμένη ηλικία. Στα χέρια του κρατά το Ειλητάριο. Δίπλα από την Παναγία βρίσκονται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Οι ψηφίδες αποτελούνταν από μάρμαρο, βουτηγμένο σε χρώματα. Επίσης υπήρχαν λίγες γυάλινες ψηφίδες, ιδίως στο χρυσό. Το ψηφιδωτό χρονολογείται μεταξύ του 526 με 530.

Το ψηφιδωτό της Παναγίας της Κυράς στο χωριό Λειβάδια της επαρχίας Αμμοχώστου, απεικονίζει 2 αγγέλους οι οποίοι έχουν μεταφερθεί στους τοίχους δεξιά και αριστερά της αψίδας. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, η Παναγία εικονίζεται με τα χέρια υψωμένα σε δέηση, χωρίς τον Χριστό. Στην βασιλική της Παναγίας της Αγγελόκτιστη στο Κίτι, στο ψηφιδωτό οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ κρατώντας σφαίρες και ράβδο βηματίζουν μάλλον προς τη Θεοτόκο. Οι φτερούγες τους είναι μίμηση των φτερούγων των παγωνιών. Η Παναγία βρίσκεται κατ’ ενώπιον με το βάρος του σώματος στα αριστερά κρατώντας στην αριστερή αγκαλιά το Χριστό. Ο τύπος είναι της Παναγίας της Οδηγήτριας. Η τεχνική και η τεχνοτροπία του ψηφιδωτού είναι οι ίδιες με το ψηφιδωτό της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας στην αψίδα του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα. Οι ψηφίδες που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία των προσώπων είναι πολύ μικρές. Επίσης η απεικόνιση του περιβάλλοντος προκαλεί την ψευδαίσθηση του βάθους και μια οικειότητα στον πιστό, καθώς απεικονίζονται πουλιά, άκανθοι διάφορα αγγεία και ζώα.

Στην βασιλική της Παναγία της Χρυσοπολίτισσας στην Πάφο, η οποία ήταν αρχικά επτάκλιτη αλλά αργότερα τροποποιήθηκε και έγινε πεντάκλιτη. Σε αυτή διασώζονται ωραία ψηφιδωτά του 6ου αιώνα μ.Χ. παρόμοια τύχη είχε και η βασιλική των Σόλων που ενώ στην αρχή ήταν τρίκλιτη στη συνέχεια έγινε πεντάκλιτη. Και σε αυτή την εκκλησία δόθηκαν εξαίσια ψηφιδωτά της ίδιας εποχής.

Ανασκαφές που έγιναν στη θέση Άγιος Γεώργιος Πέγειας, στην Αμαθούντα, στα μοναστήρια του Αποστόλου Βαρνάβα στη Κωνσταντία, της Αχειροποιήτου στη Λαμπούσα και του Αγίου Σπυρίδωνα στη Τρεμετουσιά ανέδειξαν μοναδικά ψηφιδωτά. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν από τους Τούρκους μετά την εισβολή στο νησί το 1974. Άλλα έργα της εποχής του Ιουστινιανού έχουν καταστραφεί κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών.

Εκτός από την εκκλησιαστική τέχνη, ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν την εποχή εκείνη οι τέχνες της αργυροχοΐας και της χρυσοχοΐας. Πολλά από αυτά τα εξαίσια έργα μικροτεχνίας έχουν χαθεί στο πέρασμα των αιώνων και πολλά που ήρθαν στο φως με τις σύγχρονες έρευνες βρίσκονται εκτός της Κύπρου νόμιμα ή παράνομα. Η ευημερία του νησιού σκιαγραφείται στους πολύτιμους θησαυρούς της Λαμπούσας. Οι δυο θησαυροί ανακαλύφθηκαν τυχαία στις αρχές του 20ου αιώνα, με λίγα χρόνια διαφορά. Το σύνολο των ευρημάτων χωρίζονται σε 2 κατηγορίες. Πολλά από τα αντικείμενα ήταν εκκλησιαστικής χρήσης. Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε ένα ασημένιο θυμιατήριο, διακοσμημένο με παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας και τεσσάρων Αποστόλων, δυο δίσκους-ένα μεγάλο και ένα μικρό – και 24 ασημένια κουτάλια. Η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από 14 αργυρούς δίσκους με παραστάσεις από τη ζωή του Δαυίδ και άλλες. Την ομάδα συμπλήρωναν 16 χρυσά μετάλλια με επιγραφές και παραστάσεις Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, σταυροί, ζώνες και χρυσά κοσμήματα διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Ιδιαίτερα οι ασημένιοι δίσκοι αποτελούν θαυμαστά δείγματα της πρωτοβυζαντινής τέχνης στο νησί.

Η αυτοκρατορική μέριμνα για το νησί είναι σπάνια. Αν και ο Προκόπιος αναφέρει ότι επί Ιουστινιανού ιδρύθηκε το πτωχοκομείο του Άγιου Κόνωνος. Επίσης η Εκκλησία ήταν υπεύθυνη γα την ανέγερση ναών και άλλων δημοσίων κτισμάτων ή και για την συντήρηση τους. Πάλι όμως δεν έχουμε γραπτές πηγές που να αναφέρονται στο έργο της Εκκλησίας την εποχή αυτή.

Τέλος, αγαπημένο ανάγνωσμα κατά τα βυζαντινά έργα ήταν οι βιογραφίες Αγίων. Ο Λεόντιος Νεαπόλεως έγραψε βίους Αγίων και Απολογίες. Μεταξύ των έργων του συγκαταλέγονται οι βίοι του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα και του Αγίου Συμεών. Επίσης ο λαϊκός συγγραφέας Γεώργιος ο Κύπριος, από τη Λάπηθο, έγραψε μια πολιτική γεωγραφία του Βυζαντίου. Ο Κύπριος μοναχός Αλέξανδρος έγραψε την ιστορία της ανεύρεσης του λειψάνου του Αποστόλου Βαρνάβα, με σκοπό να υπερασπιστεί το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας έδρασε κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. και αργότερα εγκαταλείποντας το νησί έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Αν και η Αυτοκρατορία ήταν απασχολημένη με πολέμους στη Δύση και στην Ανατολή, το νησί δεν επηρεάστηκε από αυτούς. Η ειρήνη έφερε την ευημερία και η ευημερία τον πλούτο. Οι τέχνες και τα γράμματα αναπτύχθηκαν στο μέγιστο κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • A.A Brier and G.S Georghallides, The sweet land of Cyprus, Nicosia, 1993.
  • A.A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, 324-1453, Madison, Wisc, 1952.
  • Α. Γκουτζιουκώστας, «Προβλήματα σχετικά με την εισαγωγή και την ονοματοδοσία της Quaestura Ioustiniana Exercitus» Δ’ συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδας και Κύπρου, 20-22 Σεπτεμβρίου 2002, Εισηγήσεις-Περιλήψεις Ανακοινώσεων, Θεσσαλονίκη, 2003.
  • Α. Παυλίδης, Ιστορία της νήσου Κύπρου, Λευκωσία, 1995.
  • Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Α΄ 324-610², Θεσσαλονίκη, 1996.
  • Β. Εγγλεζάκης, «Η Εκκλησία της Κύπρου», Το Βυζάντιο και η Κύπρος, Διαλέξεις Ανοικτού Πανεπιστημίου, Λευκωσία, 1998.
  • Β. Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται δια την Εκκλησία της Κύπρου (4ος – 20ος αι.), Αθήνα, 1996.
  • Β.Ν. Βαρμάζη, Μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου μέσα από τις Βυζαντινές πηγές, Θεσσαλονίκη, 1995.
  • Β.Ν. Βαρμάζη, Σύνταγμα βυζαντινών πηγών Κυπριακής ιστορίας, 4ος- 15ος αι., Λευκωσία, 1996.
  • Cecille Morrisson, Ο Βυζαντινός κόσμος, τ. 1, Η ανατολική αυτοκρατορία (330-641), Αθήνα, 2006.
  • Ch. Bakirtzis, The role of Cyprus in the grain supply of Constantinople in the early Christian period, proceedings of the International Symposium, Cyprus and the Sea, Nicosia 25-26 September 1993, Nicosia, 1995, σ. 247-249.
  • C.P. Kyrris, History of Cyprus, Nicosia, 1996.
  • Γ. Τενεκίδης-Γ. Κρανιδιώτης, Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και Αγώνες του λαού της , Αθήνα, 1981.
  • E. Chrysos, «Cyprus in early Byzantine times», The sweet land of Cyprus, σ. 6-10.
  • G.F. Hill, «Cyprus», ODB, τ. 1, σ. 567.
  • The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. 1-3, εκδ. A. Kazhdan, Oxford-New York, 1991.
  • Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος , Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Ά, Ιστορία πρώιμου Βυζαντινής περιόδου, (324-565)⁵, Θεσσαλονίκη, 1995.
  • Κ. Κύρρης, «Ειδήσεις ιστορικαί περί του μέχρι σήμερον αγνώστου αρχιεπισκόπου Κύπρου Φιλοξένου», Δελτίον της Εταιρίας Κυπριακών Σπουδών, τ. 27, Λευκωσία, 1963, σ. 69-74.
  • Κ. Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, Λευκωσία, χ.χ.
  • Ξ. Μονίαρος, «Η λειτουργία και η εξέλιξη της Quaestura Ioustiniana Exercitus», Δ’ συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδας και Κύπρου, 20-22 Σεπτεμβρίου 2002, Εισηγήσεις-Περιλήψεις Ανακοινώσεων, Θεσσαλονίκη, 2003.
  • Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, Μτφρ. Σ.Μ. Κοκκίνου- Α. Τζαφερόπουλος, Αθήνα, 1996.