Η αυτοκρατορία το 555, κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Ιουστινιανού, κατά την περίοδο της μεγαλύτερης εκτάσεώς της μετά την πτώση της Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας (οι υποτελείς της εμφανίζονται με ροζ χρώμα)
^ Η Κωνσταντινούπολη κατέστη πρωτεύουσα της (ενωμένης) αυτοκρατορίας το 330. Ο Θεοδόσιος Α΄ ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας ο οποίος βασίλευσε τόσο επί της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απεβίωσε το 395 μ.Χ., με άμεση συνέπεια τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δυτικό και ανατολικό τμήμα.
β.
^ Από το 1204 έως το 1261 υπήρξε περίοδος μεσοβασιλείας κατά τη διάρκεια της οποίας η αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη μεταξύ Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τα οποία συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την κατάληψη της εξουσίας της αυτοκρατορίας. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας θεωρείται ως το νόμιμο διάδοχο κράτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς πέτυχε να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
γ.
^ Δείτε το λήμμα Πληθυσμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για περισσότερες αναλυτικές πληροφορίες προερχόμενες από το McEvedy and Jones, Atlas of World Population History, 1978, καθώς και το Angeliki E. Laiou, The Economic History of Byzantium, 2002.
Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής» όπως την αποκάλεσε μερίδα Ελλήνων ιστορικών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα[1], και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία» [3]. Ωστόσο, με τον όρο Έλληνες εννοείτο το Βυζάντιο από τα χρόνια του βασιλιά Όθωνα Α΄ της Γερμανίας, τον 10ο αιώνα.